Ι. ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
Το λεξιλόγιο που ακολουθεί είναι καθαρά ενδεικτικό. Πρέπει να επισημανθεί η σημαντικότατη έλλειψη ορολογίας για το ξύλο και τις ξύλινες κατασκευές. Χαρακτηριστική επίσης είναι η απουσία κοινώς αποδεκτής ορολογίας.
Αγγλικός όρος |
Απόδοση στα Ελληνικά |
Biological Attack |
Βιολογική προσβολή |
Bolt |
Kοχλίας (Μπουλόνι) |
Coniferous |
Κωνοφόρο |
Connector |
Ένθεμα (είδος διατμητικού συνδέσμου, δακτυλιοειδούς, οδοντωτού κ.α.) |
Deciduous |
Φυλλοβόλο, πλατύφυλλο |
Dowel |
Βλήτρο |
Durability |
Ανθεκτικότητα, αντοχή στον χρόνο |
End grain |
Σόκορο |
Fastener |
Σύνδεσμος (ήλος, βίδα, κοχλίας κ.λ.π.) |
Fiberboards |
Ινόπλακες |
Finger Joint |
Πριονωτή κατά μήκος σύνδεση (χονδροσανίδων π.χ. συγκολλητής ξυλείας) |
Glued Laminated Timber (glulam) |
Συγκολλητή ξυλεία |
Grains, fibers |
Ίνες του ξύλου, «νερά» του ξύλου |
Groove |
Εντορμία, εγκοπή |
Hardwood |
Ξυλεία φυλλοβόλων ή πλατύφυλλων |
Heartwood |
Εγκάρδιο ξύλο (ή καρδιόξυλο) |
Knot |
Ρόζος |
Lamella |
Χονδροσανίδα (λαμέλλα) |
Laminated Veneer Lumber (LVL) |
Ξυλεία Συγκολλημένων Φύλλων (ΞΣΦ) |
Mortise and Tenon |
Σύνδεση μέσω μορσότρυπας και μόρσου |
Moisture Content (%) |
Ποσοστό περιεχομένης υγρασίας |
Nail |
Ήλος, καρφί |
Oriented Stand Boards (OSB) |
Πλάκες Προσανατολισμένων Ινών |
Panel |
Επιφανειακό στοιχείο, ξυλόπλακα |
Particleboards |
Μοριόπλακες |
Ply (Plies) |
Ξυλλόφυλλα (ή Φύλλα) |
Plywood |
Αντικολλητή ξυλεία |
Round Timber |
Στρογγυλή ξυλεία |
Sapwood |
Σομφό ξύλο |
Sawn Timber |
Πριστή ξυλεία |
Scarf Joint |
Λοξή κατά μήκος σύνδεση |
Screw |
Βίδα ή στριφώνι (βίδα διατομής μεγαλύτερης των 8mm) |
Softwood |
Ξυλεία κωνοφόρων, ή μαλακή ξυλεία |
Solid wood |
Φυσική ξυλεία |
Staple |
Δίκαρφο |
Strength |
Αντοχή (μηχανική) |
Απόδοση στα Ελληνικά |
Αγγλικός όρος |
|
Αντοχή στον χρόνο (Ανθεκτικότητα) |
Durability |
|
Αντικολλητή ξυλεία |
Plywood |
|
Βίδα ή στριφώνι (=βίδα διατομής μεγαλύτερης των 8mm) |
Screw |
|
Βιολογική Προσβολή |
Biological Attack |
|
Εγκάρδιο Ξύλο (ή Καρδιόξυλο) |
Heartwood |
|
Ένθεμα (είδος διατμητικού συνδέσμου) |
Connector |
|
Εντορμία, εγκοπή |
Groove |
|
Επιφανειακό στοιχείο, ξυλόπλακα |
Panel |
|
Δίκαρφο |
Staple |
|
Ήλος, καρφί |
Nail |
|
Ίνες του ξύλου, «νερά» του ξύλου |
Grains |
|
Ινόπλακες |
Fiberboards |
|
Κοχλίας (μπουλόνι, είδος βλήτρου) |
Bolt |
|
Κωνοφόρο |
Coniferous |
|
Χονδροσανίδα (λαμέλλα) |
Lamella |
|
Λοξή κατά μήκος σύνδεση |
Scarf Joint |
|
Μοριόπλακες |
Particleboards |
|
Μορσότρυπα και μόρσο |
Mortise and tenon |
|
Ξυλεία κωνοφόρων ή μαλακή ξυλεία |
Softwood |
|
Ξυλεία Συγκολλημένων Φύλλων (ΞΣΦ) |
Laminated Veneer Lumber (LVL) |
|
Ξυλεία φυλλοβόλων ή πλατύφυλλων |
Hardwood |
|
Ξυλλόφυλλα (ή Φύλλα) |
Ply (Plies) |
|
Βλήτρο |
Dowel |
|
Πλάκες Προσανατολισμένων Ινών |
Oriented Stand Boards (OSB) |
|
Ποσοστό περιεχομένης υγρασίας (%) |
Moisture Content (%) |
|
Πριονωτή κατά μήκος σύνδεση χονδροσανίδων |
Finger Joint |
|
Πριστή Ξυλεία |
Sawn Timber |
|
Ρόζος |
Knot |
|
Σόκορο |
End grain |
|
Σομφό Ξύλο |
Sapwood |
|
Στρογγυλή ξυλεία |
Round Timber |
|
Συγκολλητή ξυλεία |
Glued Laminated Timber (glulam) |
|
Σύνδεσμος (ήλος, βίδα, κοχλίας κ.λ.π.) |
Fastener |
|
Φυλλοβόλο, πλατύφυλλο |
Deciduous |
|
Φυσική ξυλεία |
Solid wood |
|