1. ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
 

 

 

Σύμφωνα με το τα σχετικά πρότυπα που έχουν εκδοθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εφαρμόζονται οι παρακάτω όροι, ορισμοί και σύμβολα για να υπάρχει μια κοινή βάση αναφοράς.

                             

 

 

1.

Υλικό (material): Μία και μόνη βασική ουσία ή μίγμα ουσιών ομοιόμορφα κατανεμημένων, π.χ. μέταλλο, πέτρα, ξύλο, μπετόν, ορυκτοβάμβακας με συνδετικό υλικό ομοιόμορφα κατανεμημένο, πολυμερή.

2.

Ομοιογενές προϊόν (homogeneous product): Προϊόν αποτελούμενο από ένα και μόνο υλικό, με ομοιόμορφη πυκνότητα και σύσταση σε όλη τη μάζα του.

3.

Μη ομοιογενές προϊόν (non-homogeneous product): Προϊόν που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις ενός ομοιογενούς προϊόντος. Ένα τέτοιο προϊόν αποτελείται από ένα ή περισσότερα συστατικά, κύρια ή /και όχι.

4.

Κύριο συστατικό (substantial component): Υλικό το οποίο συνιστά σημαντικό μέρος μη ομοιογενούς προϊόντος. Στρώση επιφανειακής πυκνότητας ≥ 1,0 Kg/m2 ή πάχους ≥ 1,0 mm θεωρείται ότι είναι κύριο συστατικό.

5.

Μη κύριο συστατικό (non-substantial component): Υλικό το οποίο δεν συνιστά σημαντικό μέρος σε ένα μη ομοιογενές προϊόν. Στρώση επιφανειακής πυκνότητας < 1,0 Kg/m2 ή πάχους < 1,0 mm θεωρείται ότι είναι μη κύριο συστατικό.

Δύο ή περισσότερες στρώσεις μη κύριων συστατικών συνεχόμενες μεταξύ τους (μεταξύ των οποίων δεν μεσολαβούν κύρια συστατικά) θεωρούνται ως ένα μη κύριο συστατικό, οπότε και πρέπει όλες μαζί να ικανοποιούν τις απαιτήσεις που ισχύουν για μια στρώση που είναι μη κύριο συστατικό.

Για τα μη κύρια συστατικά γίνεται διάκριση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών ως εξής:

«Εσωτερικό μη κύριο συστατικό» (internal non-substantial component):  Μη κύριο συστατικό που καλύπτεται και από τις δύο πλευρές από ένα τουλάχιστον κύριο συστατικό.

«Εξωτερικό μη κύριο συστατικό» (external non-substantial component):  Μη κύριο συστατικό του οποίου μία πλευρά δεν καλύπτεται από κύριο συστατικό.

6.

Επίστρωση δαπέδου (flooring): Το ανώτερο στρώμα(τα) ενός δαπέδου, που περιλαμβάνει οποιοδήποτε φινίρισμα της επιφάνειας με ή χωρίς προσαρτημένη υποστήριξη και με οποιοδήποτε συνοδευτικό υπόστρωμα, εσωτερική στρώση και κόλλες.

7.

Υπόστρωμα (substrate): Υλικό που χρησιμοποιείται άμεσα κάτω από το υλικό για το οποίο ζητούνται πληροφορίες. Για επιστρώσεις δαπέδων, είναι το δάπεδο πάνω στο οποίο τοποθετείται η επίστρωση ή το υλικό που αντιπροσωπεύει το δάπεδο.

8. Πρότυπο υπόστρωμα (standard substrate): Υλικό που είναι αντιπροσωπευτικό του υποστρώματος που χρησιμοποιείται στην τελική εφαρμογή.
9.

Τελική εφαρμογή προϊόντος (end use application): Πραγματική εφαρμογή προϊόντος, σε σχέση με όλες τους παράγοντες που επηρεάζουν την συμπεριφορά του προϊόντος υπό διαφορετικές καταστάσεις πυρκαϊάς. Περιλαμβάνει παράγοντες όπως την ποσότητά του, τη θέση σε σχέση με άλλα γειτονικά προϊόντα και τη τεχνική στερεώσεώς του.

10. Επίδοση στη φωτιά (fire performance): Απόκριση ενός αντικειμένου όταν εκτίθεται σε καθορισμένες συνθήκες φωτιάς (ΕΛΟΤ EN ISO 13943).
11.

Αντίδραση στη φωτιά (fire reaction): απόκριση ενός προϊόντος στη συμβολή με την δική του αποσύνθεση σε φωτιά στην οποία εκτίθεται, υπό ειδικές συνθήκες.    

12.

Πυραντίσταση ή Πυραντοχή (fire resistance): Πυραντίσταση ονομάζεται η ικανότητα μιας κατασκευής ή ενός δομικού υλικού να αντιστέκεται για ένα χρονικό διάστημα, που ονομάζεται δείκτης πυραντίστασης, στα θερμικά αποτελέσματα μιας φωτιάς, χωρίς απώλεια της ευστάθειας, της ακεραιότητας και της αντίστασης στη δίοδο της θερμότητας.

13.

Ακεραιότητα (integrity, Ε): Ακεραιότητα σε φωτιά ενός δομικού στοιχείου είναι η ικανότητά του να εμποδίζει το πέρασμα της φλόγας και των θερμών καυσαερίων στην μη εκτιθέμενη πλευρά του, στην περίπτωση προσβολής φωτιάς από την άλλη πλευρά.

 

14.

Φέρουσα ικανότητα (δομικού στοιχείου) (Load bearing, R): Η ικανότητα ενός δομικού στοιχείου να μην καταρρέει ή να μην ξεπερνά τα όρια παραμόρφωσης όταν φορτισμένο με προκαθορισμένο φορτίο εκτίθεται στην επίδραση της φωτιάς.

15.

Μόνωση - αντίσταση στη δίοδο της θερμότητας (Insulation, I): Ευστάθεια σε φωτιά ενός δομικού στοιχείου ήτοι  η ικανότητά του να μην καταρρέει ή να μην ξεπερνά όρια παραμόρφωσης όταν φορτισμένο με προκαθορισμένο φορτίο εκτίθεται στην επίδραση της φωτιάς.

 

16.

Σενάριο πυρκαϊάς (fire scenario): Λεπτομερής περιγραφή των συνθηκών,  που περιλαμβάνει και τις συνθήκες περιβάλλοντος, ενός ή περισσοτέρων σταδίων από πριν την ανάφλεξη ως μετά την πλήρη καύση σε μια καθορισμένη θέση, ή σε μιας πραγματική κλίμακα προσομοίωση (ΕΛΟΤ EN ISO 13943).

17. Σενάριο αναφοράς (reference scenario): Επικίνδυνη κατάσταση που χρησιμοποιείται ως αναφορά για μια δεδομένη μέθοδο δοκιμής ή σύστημα ταξινόμησης
18. Κατάσταση πυρκαϊάς (fire situation): Στάδιο στην ανάπτυξη μιας πυρκαϊάς, που χαρακτηρίζεται από τη φύση, σοβαρότητα και μέγεθος της θερμικής προσβολής στα προϊόντα που περιλαμβάνονται.
19.

Καύση (combustion): Καύση είναι μία εξώθερμη χημική διαδικασία οξείδωσης, που έχει αρκετή ταχύτητα ώστε να προκαλεί αύξηση της θερμοκρασίας και συνήθως συνοδεύεται από φως είτε ως πυράκτωση, είτε ως φλόγα. (ΕΛΟΤ EN ISO 13943)

20. Άκαυστο υλικό (non-combustible): Ως άκαυστο χαρακτηρίζεται εκείνο το υλικό που πληροί τα κριτήρια της δοκιμής ακαυστότητας σύμφωνα με τα διάφορα πρότυπα (ΕΛΟΤ EN ISO 1182).
21.

Θερμική αξία (calorific value): Θερμική ενέργεια που παράγεται από την καύση της μονάδας της μάζας για μια δεδομένη ουσία, εκφράζεται σε joules ανά χιλιόγραμμο. (ΕΛΟΤ EN ISO 13943).

22. Μεικτό θερμικό δυναμικό (gross calorific potential): Θερμική αξία ενός υλικού όταν είναι πλήρης η καύση και είναι πλήρως συμπυκνωμένο όσο νερό παράγεται.
23.

Συμβολή στην πυρκαϊά (contribution to fire): Ενέργεια που απελευθερώνεται από το προϊόν και επηρεάζει την ανάπτυξη της φωτιάς σε αμφότερες τις καταστάσεις τόσο πριν όσο και μετά το φούντωμα της φωτιάς.

24.

Αναφλεξιμότητα (ignitability): Μέτρο της ευκολίας με την οποία μπορεί να αναφλεγεί ένα αντικείμενο, σε καθορισμένες συνθήκες (ΕΛΟΤ EN ISO 13943).

25. Έκλυση θερμότητας (heat release): Θερμική ενέργεια που απελευθερώνεται με την καύση ενός αντικειμένου σε καθορισμένες συνθήκες (ΕΛΟΤ EN ISO 13943).
26.

Προσβολή από μικρή φωτιά (small fire attack): Θερμική προσβολή από μια μικρή φλόγα (φωτιά), που προέρχεται από ένα σπίρτο ή αναπτήρα.

27.

Στάθμη έκθεσης (level of exposure): Ένταση, διάρκεια και έκταση της θερμικής προσβολής ενός προϊόντος.

28.

Εξάπλωση φλόγας (flame spread): Κάθετη εξάπλωση (Fs) είναι το υψηλότερο σημείο που φτάνει η άκρη της φλόγας, όπως μετριέται στη δοκιμή ΕΛΟΤ EN ISO 11925-2

Πλευρική εξάπλωση φλόγας είναι η πιο πλατεία έκταση που κινείται μια αιωρούμενη φλόγα, όπως μετριέται στη δοκιμή ΕΛΟΤ EN ISO 11925-2.

29. Έκθεση σε φλόγα (sustained flaming): Διατήρηση φλόγας πάνω ή γύρω από μια επιφάνεια για μια ελάχιστη περίοδο χρόνου (ΕΛΟΤ EN ISO 13943, η απαιτούμενη περίοδος χρόνου μπορεί να διαφέρει στα διάφορα πρότυπα, αλλά συνήθως είναι της τάξης των 10 δευτερολέπτων).
30. Πλήρως αναπτυγμένη φωτιά (fully developed fire): Κατάσταση ολικής συμμετοχής καυστών υλικών στην φωτιά (ΕΛΟΤ EN ISO 13943).
31. Φούντωμα (flashover) : Μεταβολή σε μια κατάσταση όπου συμμετέχει στη φωτιά όλη η επιφάνεια καυστών υλικών μέσα σε περιβάλλοντα χώρο (ΕΛΟΤ EN ISO 13943).
32. Κρίσιμη ροή θερμότητας στο σβήσιμο (critical heat flux at extinguishment) (CHF): Προσπίπτουσα ροή θερμότητας (kW/m2) σε επιφάνεια δείγματος στο σημείο όπου η φλόγα σταματά να προχωρά και ίσως κατά συνέπεια σβήνει. Η τιμή ροής θερμότητας που καταγράφεται βασίζεται σε προέκταση των μετρήσεων με ένα άκαυστο πίνακα βαθμονόμησης.
33.

Ροή θερμότητας σε Χ λεπτά (heat flux at X minutes) (HF-X):  Η συνολική ροή θερμότητας (kW/m2) που δέχεται ένα δείγμα στην πιο απομακρυσμένη θέση εξάπλωσης της φλόγας που παρατηρείται κατά τη διάρκεια των Χ πρώτων λεπτών της δοκιμής.

34.

Κρίσιμη ροή (critical flux) (CF): Η ροή ακτινοβολίας στην οποία η φλόγα σβήνει (CHF), ή η ροή ακτινοβολίας μετά από μια περίοδο δοκιμής 30 λεπτών (HF-30), οποιοδήποτε από τα δύο είναι μικρότερο (π.χ. η ροή που αντιστοιχεί στην μέγιστη δυνατή εξάπλωση της φλόγας).

35. Κίνδυνος από καπνό (smoke hazard): δυνατότητα τραυματισμού ή/και βλάβης από καπνό.

 

 

 

 

Σύμβολα και συντμήσεις.

 

Τα σύμβολα και σημειώσεις αντιστοιχούν σε εκείνα που δίνονται στην κατάλληλη μέθοδο δοκιμής είναι τα ακόλουθα κυρίως:

 

ΔΤ :

 ανύψωση της θερμοκρασίας [Κ]

Δm

απώλεια μάζας [%]

Fs  : 

εξάπλωση φλόγας [mm]

FIGRA:

δείκτης της ταχύτητας αύξησης της φωτιάς που χρησιμοποιείται για σκοπούς ταξινόμησης

FIGRA0.,2MJ:

δείκτης της ταχύτητας αύξησης της φωτιάς σε κατώφλι THR 0.2 MJ.

FIGRA0.,4MJ:  

δείκτης της ταχύτητας αύξησης της φωτιάς σε κατώφλι THR 0.4 MJ.

LFS:

πλάγια εξάπλωση φλόγας

PCS:

μεικτό θερμικό δυναμικό [MJ/kg ή MJ/m2]

PCI

καθαρό θερμικό δυναμικό [MJ/kg ή MJ/m2]

SMOGRA

ταχύτητα αύξησης του καπνού

tf   : 

διάρκεια έκθεσης σε φλόγα [s]

THR600s :

συνολική έκλυση θερμότητας μέσα σε 600 s [MJ]

TSP600s :

συνολική παραγωγή καπνού μέσα σε 600 s [m2]

’  :  

μέση τιμή της δέσμης αποτελεσμάτων μια συνεχούς παραμέτρου που προσδιορίζεται σύμφωνα με τη σχετική μέθοδο δοκιμής χρησιμοποιώντας τον ελάχιστο αριθμό δοκιμών όπως προδιαγράφεται στη μέθοδο δοκιμής.

m :

μέση τιμή της δέσμης αποτελεσμάτων μια συνεχούς παραμέτρου που προσδιορίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 7.3 του ΕΛΟΤ EN 13501-1:2002