απώλεια πύρωσης |
loss on ignition |
τυπική αντοχή |
standard strength |
αδιάλυτο υπόλειμμα |
insoluble residue |
αλκάλια |
alkali |
αλουμινικά τσιμέντα |
aluminate cements |
αναπαραγωγισιμότητα |
reproducibility |
αντοχή σε θλίψη |
compressive strength |
αργιλικό τριασβέστιο |
tricalcium aluminate |
αργιλοσιδηρικό τετρασβέστιο |
tetra calcium aluminoferrite |
ασφάλεια |
safety |
αυτοέλεγχος |
autocontrol |
βαθμονόμηση |
calibration |
γύψος |
gypsum |
δείγμα |
sample |
δελτίο ασφάλειας |
material safety data sheet |
δελτίο αποστολής |
delivery document |
δευτερεύον συστατικό |
minor additional constituent |
διακρίβωση |
verification |
διοξείδιο του άνθρακα |
carbon dioxide |
εξωτερική δειγματοληψία |
audit samples |
επαναληψιμότητα |
repeatability |
επιθεώρηση του εργοστασίου |
plant inspection |
θειικά |
sulfates |
ιπτάμενες τέφρες ασβεστούχες |
calcareous fly ash |
ιπτάμενες τέφρες πυριτικές |
siliceous fly ash |
κανονική ανάπτυξη αντοχών |
ordinary early strength |
κανονική συνεκτικότητα |
normal consistency |
κατηγορία αντοχής |
strength class |
κλίνκερ |
clinker |
κύριο συστατικό |
main constituent |
λεπτότητα |
fineness |
λευκό τσιμέντο |
white cement |
μέθοδοι δοκιμών τσιμέντου |
methods of testing cement |
μεμονωμένο αποτέλεσμα |
single result |
μέσος όρος |
average |
οριακή τιμή |
limit value |
παραγγελία |
order |
παράδοση |
consignment |
παρτίδα |
lot |
περιβάλλον |
environment |
περιεκτικότητα σε θειικά ( ως SO3) |
sulfate content (as SO3) |
περιεκτικότητα σε χλωριóντα |
chloride content |
πιστοποίηση προϊόντος |
product certification |
ποζολάνη τεχνητή |
natural calcined pozzolana |
ποζολάνη φυσική |
natural pozzolana |
ποζολανικό τσιμέντο |
pozzolanic cement |
ποζολανικότητα |
pozzolanicity |
ποιοτικός έλεγχος |
quality control |
προσδιορισμός αντοχών |
determination of strength |
πρόσθετα |
additives |
πρώιμη αντοχή |
early strength |
πυριτική παιπάλη |
silica fume |
πυριτικό τριασβέστιο |
tricalcium silicate |
πυριτικό διασβέστιο |
dicalcium silicate |
σκωρία υψικαμίνων κοκκοποιημένη |
granulated blastfurnace slag |
σκωριοτσιμέντο |
blastfurnace cement |
σταθερότητα όγκου |
soundness |
στιγμιαίο δείγμα |
spot sample |
σύνθετο τσιμέντο πόρτλαντ |
portland composite cement |
σύστημα αξιολόγησης συμμόρφωσης |
system of attestation of conformity |
ταχεία ανάπτυξη αντοχών |
high early strength |
τσιμέντo χαμηλής θερμότητας ενυδάτωσης |
low heat of hydration cement |
τσιμέντα αντοχής στα θειικά |
sulfate resisting cement |
τσιμέντα διόγκωσης |
expanded cement |
τσιμέντο |
cement |
τσιμέντο πόρτλαντ |
portland cement |
τυπική απόκλιση |
standard deviation |
υγεία |
health |
χαρακτηριστικές τιμές |
characteristic values |
χημική ανάλυση τσιμέντου |
chemical analysis of cement |
χλωριόντα |
chlorides |
χρόνος πήξης |
setting time |
ψημένος σχιστόλιθος |
burnt shale |