7.1.  ΑΥΤΟΕΛΕΓΧΟΣ - ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΚΟΙΝΩΝ ΤΣΙΜΕΝΤΩΝ

 

 

 

 

1.   ΓΕΝΙΚΑ

2.   ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

2.1.  Έννοιες και ορισμοί συναφείς με τον αυτοέλεγχο

2.2.   Έννοιες και ορισμοί συναφείς με την αυτοαξιολόγηση

 

 

 

 

1.   Γενικά

Ο αυτοέλεγχος και η αυτοαξιολόγηση της ποιότητας των κοινών τσιμέντων από το εργοστάσιο παραγωγής, καθώς και η πιστοποίηση της συμμόρφωσης των κοινών τσιμέντων με τα αντίστοιχα πρότυπα των προδιαγραφών τους από φορέα πιστοποίησης, αποτελούν πλέον, σύμφωνα με τα νέα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα κοινά τσιμέντα , ίσως τη μοναδική εγγύηση της ποιότητας των κοινών τσιμέντων για τον  μικρομεσαίο καταναλωτή. 

Πρέπει η εφαρμογή των ανωτέρω συστημάτων να κερδίσει την εμπιστοσύνη του καταναλωτή, ο οποίος πρέπει αφ΄ ενός  μεν να κατανοήσει τις νέες συναφείς έννοιες και τους ορισμούς που ήδη επιβλήθηκαν, αφετέρου δε να εξοικειωθεί με τη χρήση τους.

 

Το ισχύον από 1/1/2001 Ελληνικό Πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 197-1 (που προδιαγράφει τα 27 διακριτά κοινά τσιμέντα και τα συστατικά τους), δεν ασχολείται με «επιθεώρηση αποδοχής» στην παράδοση των κοινών τσιμέντων, ούτε και με έλεγχο ποιότητας και κριτήρια για «αποδοχή παρτίδας» κατά την παραλαβή της, που είναι πιθανόν να αποτελέσουν αντικείμενο ιδιωτικών συμφωνιών.

 

Ορίζει όμως

α) στατιστικά την ποιότητα των τσιμέντων με προδιαγραφόμενες (απαιτούμενες οριακές) χαρακτηριστικές τιμές των ιδιοτήτων τους

β) τα στατιστικά κριτήρια συμμόρφωσης που πρέπει να ικανοποιούνται κατά τον συνεχή αυτοέλεγχο του εργοστασίου στο σημείο παράδοσης και γ) τη διαδικασία της αυτοαξιολόγησης της συμμόρφωσης αυτής με βάση το συνεχή αυτοέλεγχο.

Επισημαίνεται ότι πέραν των άλλων εσωτερικών ελέγχων, που το εργοστάσιο εφαρμόζει σε όλα τα στάδια εφοδιασμού και παραγωγής του, επιβάλλεται από το ανωτέρω πρότυπο καθορισμένος κατ’ ελάχιστον στατιστικός αυτοέλεγχος στο σημείο παράδοσης του εργοστασίου.

 

Το ισχύον από 1/1/2001 Ελληνικό Πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 197-2 καθορίζει

α) το σύστημα αξιολόγησης της συμμόρφωσης των κοινών τσιμέντων με τα αντίστοιχα πρότυπα προδιαγραφής προϊόντος και

β) το σύστημα πιστοποίησης της συμμόρφωσης από ένα διαπιστευμένο φορέα πιστοποίησης.

Επισημαίνεται ότι το σύστημα επιβεβαίωσης της συμμόρφωσης και για τα 27 προϊόντα κοινού τσιμέντου, που προορίζονται είτε για την παρασκευή οποιουδήποτε μίγματος (σκυροδέματος, κονιάματος κ.λ.π.) με προορισμό τις κατασκευές, είτε για την παραγωγή δομικών προϊόντων, επιβάλλεται να είναι πρώτου επιπέδου (1+), δηλαδή με εξωτερικούς ελέγχους σε διαπιστευμένο ανεξάρτητο εργαστήριο δοκιμών σε δείγματα που λαμβάνονται στο εργοστάσιο. Έτσι ελέγχεται στατιστικά  η αξιοπιστία και  των δειγματοληψιών και των εργαστηριακών ελέγχων που πραγματοποιεί το εργοστάσιο κατά τον αυτοέλεγχό του καθώς και η συμμόρφωση που προκύπτει από τον όλο αυτοέλεγχό του.

Το σχετικό πιστοποιητικό συμμόρφωσης, που συντάσσει ο φορέας πιστοποίησης, χορηγεί στον παραγωγό το δικαίωμα χρήσης της σήμανσης συμμόρφωσης CE για το συγκεκριμένο κοινό τσιμέντο, δηλαδή ότι είναι τσιμέντο καθορισμένου ειδικού τύπου καθώς και καθορισμένης ειδικής κατηγορίας αντοχής, που παράγεται από το καθορισμένο εργοστάσιο και παραδίδεται από αυτό ή από τις εκτός εργοστασίου αποθήκες του εργοστασίου.

Το πιστοποιητικό συμμόρφωσης καθώς και η σχετική δήλωση συμμόρφωσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας πρέπει να υποβληθούν στο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στο οποίο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί το προϊόν και στην επίσημη γλώσσα του κράτους - μέλους αυτού.

 

Σημειωτέον ότι, η ποιότητα του τσιμέντου μιας περιόδου παραγωγής και πολύ περισσότερο η ποιότητα της οποιασδήποτε συγκεκριμένης παρτίδας που παραδίδεται, δεν εξασφαλίζεται απόλυτα με τα συστήματα αυτά,  επειδή ο αυτοέλεγχος του εργοστασίου και ο έλεγχος της αξιοπιστίας του αυτοελέγχου γίνονται με δειγματοληψίες καθορισμένες σε είδος και σε συχνότητα αλλά και η αυτοαξιολόγηση και η πιστοποίηση της συμμόρφωσης γίνονται με στατιστικά κριτήρια.

Το κάθε κριτήριο από αυτά και ανάλογα και με την πραγματική αληθή ποιότητα του προϊόντος (αληθή μέση τιμή), την πραγματική αληθή ομοιομορφία της ποιότητας (αληθή τυπική απόκλιση) αλλά και με το συγκεκριμένο περιορισμένο πλήθος των δειγμάτων της περιόδου αυτοελέγχου έχει ένα ποσοστό αποτυχίας, γιατί αποδέχεται την κάθε συγκεκριμένη αληθή ποιότητα (χαμηλή, μέση, υψηλή), με μια αντίστοιχη συγκεκριμένη πιθανότητα (μικρή, μέση, μεγάλη). (Καμπύλη λειτουργίας του κριτηρίου συμμόρφωσης).

 

Διακρίνονται δύο πιθανές περιπτώσεις:

α) το κριτήριο ικανοποιείται, δίνει θετική συμμόρφωση και κάνει αποδεκτό το προϊόν, ενδέχεται όμως η πραγματική αληθής ποιότητά του να είναι πολύ χαμηλή και εκτός των ορίων της προδιαγραφής του, αλλά με μία πιθανότητα, που πρέπει να είναι πολύ μικρή. Η πιθανότητα αυτή αποτιμά τον κίνδυνο διακύβευσης του αγοραστή λόγω σφάλματος (τύπου Β) του κριτηρίου συμμόρφωσης.

β) το κριτήριο ικανοποιείται , δίνει θετική συμμόρφωση και κάνει πάλι αποδεκτό το προϊόν, αλλά η πραγματική αληθής ποιότητά του είναι πολύ υψηλή και εντός των ορίων της προδιαγραφής του, αλλά με πιθανότητα, που πρέπει να είναι πολύ μεγάλη. Υπάρχει όμως και η συμπληρωματική της πιθανότητα, που πρέπει να είναι πολύ μικρή, όπου το κριτήριο απορρίπτει αυτό το πολύ καλής ποιότητας προϊόν. Η πιθανότητα αυτή αποτιμά τον κίνδυνο διακύβευσης του παραγωγού λόγω σφάλματος (τύπου Α) του κριτηρίου.

 

Κρίνεται αναγκαίο τόσο ο παραγωγός όσο και ο αγοραστής να γνωρίζουν αλλά και να μπορούν να εφαρμόσουν μία μέθοδο ασφαλούς εκτίμησης των πιθανοτήτων αυτών των κινδύνων. Απαραίτητη προϋπόθεση θεωρείται η κατανόηση των νέων συναφών προς τον αυτοέλεγχο, την αυτοαξιολόγηση και την πιστοποίηση, εννοιών και ορισμών.

 

2.  Έννοιες και ορισμοί

 

2.1.  Έννοιες και ορισμοί συναφείς με τον αυτοέλεγχο.

Με τον όρο «τσιμέντο» (σε εισαγωγικά), εφεξής θα εννοείται το ίδιο συγκεκριμένο τσιμέντο, του ίδιου καθορισμένου ειδικού τύπου καθώς και της ίδιας καθορισμένης κατηγορίας αντοχής, που παράγεται και αυτοελέγχεται από το ίδιο εργοστάσιο.

 

Ο «αυτοέλεγχος» γίνεται από το εργοστάσιο για κάθε συγκεκριμένο «τσιμέντο» της παραγωγής του, χωριστά (δηλ. καθορισμένου ειδικού τύπου καθώς και καθορισμένης ειδικής κατηγορίας αντοχής) μέσα σε προδιαγεγραμμένη «περίοδο αυτοελέγχου», σε «στιγμιαία δείγματα» με προδιαγεγραμμένη συχνότητα και διαδικασία λήψης τους, με δοκιμές αυτοελέγχου σε προδιαγεγραμμένες ιδιότητες και με προδιαγεγραμμένες μεθόδους.

 

Η «περίοδος αυτοελέγχου» είναι η χρονική περίοδος παραγωγής και παράδοσης του «τσιμέντου» που καθορίζεται για να αξιολογηθούν τα αποτελέσματα των δοκιμών αυτοελέγχου π.χ. για τα στατιστικά κριτήρια συμμόρφωσης πρέπει να είναι δώδεκα (12) μήνες σε κανονική κατάσταση αυτοελέγχου, δηλαδή μετά από την αυστηρότερη αρχική περίοδο παραγωγής κάθε νέου τύπου τσιμέντου. Η αξιολόγηση σε κυλιόμενο δωδεκάμηνο (κινητό), που εφαρμόζεται στα αποτελέσματα δοκιμών (δηλαδή κάθε μήνας και οι έντεκα προηγούμενοί του συνεχώς) είναι πολύ αυστηρότερη από την αξιολόγηση σε ημερολογιακό σταθερό δωδεκάμηνο.

 

Το «στιγμιαίο δείγμα αυτοελέγχου» του «τσιμέντου» είναι το δείγμα που λαμβάνεται την ίδια στιγμή από μία και την ίδια πάντοτε σε όλες τις δειγματοληψίες θέση παράδοσης του «τσιμέντου», είτε από το εργοστάσιο και μόνον, είτε από μία εκτός εργοστασίου αποθήκη του και μόνον, με την ίδια προδιαγεγραμμένη διαδικασία λήψης  και με αναφορά των δοκιμών που προορίζεται να διενεργηθούν σε αυτό.

Το δείγμα αυτό, για να είναι αντιπροσωπευτικό της ποιότητας του υλικού που παραδίδεται στο σημείο αυτό, τη στιγμή αυτή, μπορεί να προκύπτει με προκαθορισμένο συνδυασμό (ανάμιξη) και περισσοτέρων του ενός, αλλά όλων, των αμέσως διαδοχικών μοναδιαίων δειγμάτων, που προκαθορίζονται στο σχέδιο δειγματοληψίας που ορίζει την όλη διαδικασία λήψης σύμφωνα με το πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 196-7.

Η συχνότητα της δειγματοληψίας του στιγμιαίου δείγματος αυτοελέγχου  γίνεται τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα και εφόσον υπάρχει παραγωγή και κυρίως παραδόσεις του «τσιμέντου» κατά την εβδομάδα αυτή, και επιλέγεται ακόμη και ημέρα της εβδομάδας, αυτή κατά την οποία επίσης γίνονται παραδόσεις.

Στο δείγμα αυτό δεν ελέγχονται όλες οι ιδιότητες και δεν διενεργούνται  όλες οι δοκιμές αυτοελέγχου.

 

Το στιγμιαίο δείγμα δοκιμής αυτοελέγχου είναι το δείγμα που προορίζεται για να προσδιοριστεί η τιμή μιας συγκεκριμένης ιδιότητας του «τσιμέντου» με συγκεκριμένη μέθοδο δοκιμής και είναι «αντιπροσωπευτικό μερικό δείγμα» του όλου «στιγμιαίου δείγματος αυτοελέγχου» και λαμβάνεται από το τελευταίο με αυστηρά καθορισμένη διαδικασία μείωσης του μεγέθους δείγματος.

Με τον τρόπο αυτό από το στιγμιαίο δείγμα αυτοελέγχου (αρχικό, ολικό) λαμβάνονται αντιπροσωπευτικά μερικά στιγμιαία δείγματα δοκιμών αυτοελέγχου καθώς και αντιδείγματα προς φύλαξη για τυχόν αναγκαία επανάληψη της δοκιμής σε περίπτωση αμφισβήτησης και αναζήτησης του αιτίου της αστοχίας της δοκιμής.

Η συχνότητα δειγματοληψίας στιγμιαίων δειγμάτων για  κάθε δοκιμή αυτοελέγχου του    «τσιμέντου»    ορίζεται κατ’ ελάχιστον    στον     Πίνακα 4 του προτύπου ΕΛΟΤ ΕΝ 197-1.

Π.χ. είναι τουλάχιστον δύο (2) δείγματα ανά εβδομάδα για την «τυπική αντοχή» σε κανονική κατάσταση αυτοαξιολόγησης, δηλαδή 104 δείγματα το χρόνο για «τσιμέντο» που παράγεται και παραδίδεται συνεχώς (όλες τις εβδομάδες του χρόνου) από τη συγκεκριμένη θέση δειγματοληψίας.

 

Αν το εργοστάσιο δειγματοληπτεί και ελέγχει μεγαλύτερο πλήθος δειγμάτων από το σημείο αυτό, που όμως δεν θέλει να τα συμπεριλάβει όλα στον αυτοέλεγχό του, τότε τα δείγματα του αυτοελέγχου πρέπει να έχουν προκαθοριστεί πριν από την συγκεκριμένη εβδομάδα σε ημέρα και στιγμή της εβδομάδας, για να μην υπάρχει οποιαδήποτε δυνατότητα επιλογής τους με οποιοδήποτε εκ των υστέρων κριτήριο. Ο προκαθορισμός γίνεται είτε με διαδικασία τυχαίας επιλογής (με χρήση τυχαίων αριθμών) είτε με πάγιο προκαθορισμό της  ημέρας και στιγμής της.

 

2.2.   Έννοιες και ορισμοί συναφείς με την αυτοαξιολόγηση.

Ο όρος  «τσιμέντο» χρησιμοποιείται όπως ορίστηκε στην προηγούμενη ενότητα 2.

Η απαιτούμενη ιδιότητα (Χ) είναι μια ιδιότητα μηχανική, ή φυσική, ή χημική του «τσιμέντου», της οποίας η τιμή (Χi) πρέπει να προσδιοριστεί εργαστηριακά με τη προδιαγεγραμμένη μέθοδο δοκιμής της συγκεκριμένης ιδιότητας στο συγκεκριμένο στιγμιαίο δείγμα δοκιμής αυτοελέγχου (i).   Οι ιδιότητες αυτές που ορίζονται κατά τύπο  τσιμέντου για τον αυτοέλεγχο καθώς και η ελάχιστη συχνότητα των δοκιμών αναφέρονται στον Πίνακα 4 του προτύπου ΕΛΟΤ ΕΝ 197-1.

 

Η πειραματική μέση τιμή (Χν) όλων των  ν τιμών Χi (αποτελεσμάτων δοκιμών) της απαιτουμένης ιδιότητας Χ του «τσιμέντου» μιας περιόδου αυτοελέγχου δίδεται από τον τύπο :

 

Χν = ΣXi/ν.

 

Η πειραματική τυπική απόκλιση Sv-1 όλων των τιμών Χi της απαιτουμένης ιδιότητας Χ του «τσιμέντου» μιας περιόδου αυτοελέγχου δίδεται από τον τύπο:

 

Sv-1=

 

Η πραγματική (αληθής)μέση τιμή (μ) και πραγματική (αληθής) τυπική απόκλιση (σ) της απαιτουμένης ιδιότητας Χ του «τσιμέντου» μιας περιόδου αυτοελέγχου με μεγάλο μάλιστα πλήθος αποτελεσμάτων (π.χ.  ν=104, δηλ. 2 ανά εβδομάδα, για ένα έτος) εκτιμώνται με αξιοπιστία μονόπλευρη π.χ. 95% με τη χρήση των κατανομών Student και Χ2 αντίστοιχα  .

 

Η χαρακτηριστική τιμή (Χκ) της απαιτουμένης ιδιότητας Χ του «τσιμέντου» μιας περιόδου αυτοελέγχου είναι εκείνη η οριακή τιμή Χκ της ιδιότητας αυτής (κατώτερη ή ανώτερη κατά περίπτωση) πέρα από την οποία (κάτω ή άνω αντίστοιχα) βρίσκεται ακριβώς ένα προκαθορισμένο από το πρότυπο προδιαγραφής (κοινών τσιμέντων) ποσοστό (Ρκ) όλων των αντιστοίχων απείρων δειγμάτων της περιόδου αυτής, αν υποθετικά βέβαια μπορούσαν να προσδιοριστούν εργαστηριακά.

Το ποσοστό Ρκ ορίζεται σε 5% μόνον για τις ελάχιστες οριακές χαρακτηριστικές τιμές των αντοχών σε θλίψη (πρωίμων και τυπικών), δηλαδή είναι το δεδομένο ποσοστό των υποαντοχών από την ζητούμενη χαρακτηριστική αντοχή    Χκ= fκ (ΜPα)    του «τσιμέντου» της περιόδου αυτής. Για όλες τις υπόλοιπες οριακές τιμές οποιασδήποτε άλλης ιδιότητας το ποσοστό Ρκ ορίζεται σε 10%.

 

Η χαρακτηριστική τιμή Χκ, που χαρακτηρίζει την ποιότητα του συγκεκριμένου «τσιμέντου» του συγκεκριμένου «εργοστασίου» και για τη συγκεκριμένη «περίοδο αυτοελέγχου», θα μπορούσε να προσδιοριστεί με ακρίβεια με χρήση της κατανομής Gauss από την αληθή μέση τιμή «(μ)» και την αληθή  τυπική απόκλιση  « (Sν-1)» της περιόδου αυτής, που ο προσδιορισμός τους όμως απαιτεί άπειρα δείγματα ελέγχου της ιδιότητας.

Μπορεί όμως να  εκτιμηθεί αυτή  από   τις εκτιμήσεις  της  αληθούς  μέσης τιμής και της  αληθούς τυπικής απόκλισης (σ) όχι με απόλυτη βεβαιότητα αλλά με αξιοπιστία μονόπλευρη που μπορεί να εκτιμηθεί και αυτή.

 

Η προδιαγραφόμενη χαρακτηριστική τιμή (Χsκ) που ορίζεται κατά τύπο τσιμέντου ή κατηγορία αντοχής  ανάλογα , σύμφωνα με το πρότυπο  ΕΛΟΤ ΕΝ 197-1 (στις παραγράφους 7.1, 7.2, και 7.3 και στους πίνακες 2 και 3), είναι η καθορισμένη από το πρότυπο οριακή τιμή (κατώτερη L=Xsκmin  ή ανώτερη U=Xsκmax) της απαιτουμένης ιδιότητας Χ, πέρα από την οποία (προς τα κάτω ή προς τα επάνω αντίστοιχα) δεν πρέπει να ευρίσκεται η χαρακτηριστική τιμή Χκ της ιδιότητας Χ του συγκεκριμένου τσιμέντου στη συγκεκριμένη περίοδο αυτοελέγχου.

 

Επισημαίνεται ότι η ελάχιστη προδιαγραφόμενη χαρακτηριστική τιμή της τυπικής αντοχής (28 ημερών) σε θλίψη (σε ΜΡα) είναι και η ονομαστική αντοχή που αναφέρεται πρώτη κατά σειρά στον συμβολισμό της κατηγορίας αντοχής του τσιμέντου. Π.χ. το τσιμέντο ενός τύπου με κατηγορία αντοχής «32,5Ν» (ονομασία της κατηγορίας) έχει «ελάχιστη προδιαγραφόμενη χαρακτηριστική τιμή» τυπικής αντοχής σε θλίψη 32,5 ΜPα και επομένως η πραγματική αληθής χαρακτηριστική τιμή ενός «τσιμέντου» αυτής της κατηγορίας αντοχής πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 32,5 ΜΡα σε κάθε περίοδο αυτοαξιολόγησης. Και αν είναι ίση ή μικρότερη τότε το τσιμέντο δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτό στην αυτοαξιολόγηση.

Με το δεδομένο όμως σχέδιο δειγματοληψίας που εφαρμόζεται και που συγκεντρώνει πεπερασμένο συνολικό πλήθος αποτελεσμάτων δοκιμών δεν μπορεί να προσδιοριστεί η χαρακτηριστική ιδιότητα με ακρίβεια.

Και μπορεί να συμβεί να είναι πραγματικά μικρότερη από την ελάχιστη προδιαγραφόμενη χαρακτηριστική τιμή και λόγω της πιθανότητας λάθους τύπου Β, να υπερεκτιμηθεί η τιμή της  και να γίνει αποδεκτό το εκτός προδιαγραφής τσιμέντο αυτό εις βάρος των αγοραστών.

 

Η επιτρεπόμενη   πιθανότητα   αποδοχής  (CR) που   επιλέχθηκε στο    πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 197-1 είναι σε κάθε περίπτωση 5%.

Δηλαδή επιτρέπεται για ένα συγκεκριμένο σχέδιο δειγματοληψίας, να οδηγήσει σε αποδοχή «τσιμέντο» με χαρακτηριστική τιμή μιας ιδιότητας εκτός της προδιαγραφομένης χαρακτηριστικής τιμής της με πιθανότητα 5% το πολύ.