ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ - ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
ΕΛΛΗΝΟΑΓΓΛΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ |
|
αδρανές |
aggregate |
αερική άσβεστος |
air lime |
αναφλεξιμότητα |
combustibility |
ανόργανο συνθετικό υλικό |
inorganic binder |
αντοχή πρόσφυσης |
bond strength |
απορρόφηση |
absorption |
απορρόφηση νερού τριχοειδών |
capillary water absorption |
αστάρωμα |
undercoat |
διαπερατότητα |
permeability |
διείσδυση βελόνας |
plunger penetration |
δομική άσβεστος |
building lime |
έγχρωμο εξωτερικό επίχρισμα |
coloured rendering mortar |
ένεμα |
grout |
εξωτερικό επίχρισμα |
external render |
επίχρισμα ανακαίνισης |
renovation mortar |
επίχρισμα ελαφροβαρές |
lightweight mortar |
εργοταξιακό κονίαμα |
site-made mortar |
εσωτερικό επίχρισμα |
internal plaster |
θερμική αγωγιμότητα |
thermal conductivity |
θερμομονωτικό επίχρισμα |
thermal insulating mortar |
θλιπτική αντοχή |
compressive strength |
καμπτική αντοχή |
flexural strength |
κατακράτηση νερού |
water retentivity |
κονίαμα |
mortar |
κονίαμα γενικής χρήσης |
general purpose mortar |
κονίαμα εργοστασιακής παραγωγής |
factory made mortar |
κονίαμα εργοστασιακής παραγωγής σε ημιτελή μορφή |
semi-finished factory made mortar |
κονίαμα με συγκεκριμένη σύνθεση |
prescribed mortar |
κονίαμα μιας στρώσης για εξωτερική χρήση |
one coat external render |
κριτήριο συμμόρφωσης |
conformity criteria |
νωπό κονίαμα |
fresh mortar |
περιεχόμενος αέρας |
air content |
πεταλίδες |
pitting και popping |
προαναμεμιγμένο ασβεστοκονίαμα |
premixed lime-sand-mortar |
προετοιμασμένο κονίαμα |
prebatched mortar |
πρόσθετο |
addition |
πρόσμικτο |
admixture |
στρώση |
coat |
συνεκτικότητα |
consistence |
συνδετικό υλικό |
binder |
σύνθεση |
composition |
σχεδιασμένο κονίαμα |
designed mortar |
τελική στρώση |
final coat |
τράπεζα εξαπλώσεως |
flow table |
υδραυλική άσβεστος |
hydraulic lime |
υπόστρωμα |
background |
φαινόμενη πυκνότητα |
bulk density |
χρόνος εργασιμότητας |
workable life |
AΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ |
|
absorption |
απορρόφηση |
addition |
πρόσθετο |
admixture |
πρόσμικτο |
aggregate |
αδρανές |
air content |
περιεχόμενος αέρας |
air lime |
αερική άσβεστος |
background |
υπόστρωμα |
binder |
συνδετικό υλικό |
bond strength |
αντοχή πρόσφυσης |
building lime |
δομική άσβεστος |
bulk density |
φαινόμενη πυκνότητα |
capillary water absorption |
απορρόφηση νερού τριχοειδών |
coat |
στρώση |
coloured rendering mortar |
έγχρωμο εξωτερικό επίχρισμα |
combustibility |
αναφλεξιμότητα |
composition |
σύνθεση |
compressive strength |
θλιπτική αντοχή |
conformity criteria |
κριτήριο συμμόρφωσης |
consistence |
συνεκτικότητα |
designed mortar |
σχεδιασμένο κονίαμα |
external render |
εξωτερικό επίχρισμα |
factory made mortar |
κονίαμα εργοστασιακής παραγωγής |
final coat |
τελική στρώση |
flexural strength |
καμπτική αντοχή |
flow table |
τράπεζα εξαπλώσεως |
fresh mortar |
νωπό κονίαμα |
general purpose mortar |
κονίαμα γενικής χρήσης |
grout |
ένεμα |
hydraulic lime |
υδραυλική άσβεστος |
inorganic binder |
ανόργανο συνθετικό υλικό |
internal plaster |
εσωτερικό επίχρισμα |
lightweight mortar |
επίχρισμα ελαφροβαρές |
mortar |
κονίαμα |
one coat external render |
κονίαμα μιας στρώσης για εξωτερική χρήση |
permeability |
διαπερατότητα |
pitting και popping |
πεταλίδες |
plunger penetration |
διείσδυση βελόνας |
prebatched mortar |
προετοιμασμένο κονίαμα |
premixed lime-sand-mortar |
προαναμεμιγμένο ασβεστοκονίαμα |
prescribed mortar |
κονίαμα με συγκεκριμένη σύνθεση |
renovation mortar |
επίχρισμα ανακαίνισης |
semi-finished factory made mortar |
κονίαμα εργοστασιακής παραγωγής σε ημιτελή μορφή |
site-made mortar |
εργοταξιακό κονίαμα |
thermal conductivity |
θερμική αγωγιμότητα |
thermal insulating mortar |
θερμομονωτικό επίχρισμα |
undercoat |
αστάρωμα |
water retentivity |
κατακράτηση νερού |
workable life |
χρόνος εργασιμότητας |