1. ΚΟΝΙΑΜΑΤΑ

 

 

1.           Ορισμοί, γενική περιγραφή υλικού

2.           Κανονιστικές παραπομπές

3.           Πρώτες ύλες

3.1    Τσιμέντο.

3.2    Άσβεστος

3.3.   Άλλες αερικές κονίες

3.4.   Αδρανή για κονιάματα

3.5    Πρόσμικτα και  πρόσθετα

3.6    Το νερό

4.           Ποιοτικά χαρακτηριστικά

4.1    Μηχανική αντοχή

4.2    Εργασιμότητα

4.3    Ανθεκτικότητα

4.4.   Πρόσφυση

5.           Τεχνικές εφαρμογής

6.           Έλεγχος ποιότητας

7.           Προβλήματα και μεθοδολογία αντιμετώπισης

7.1     Η εξάνθηση των τοιχοποιιών

7.2     Η δημιουργία πεταλίδων (pitting and popping)

7.3     Ρηγματώσεις

8.           Σήμανση, τυποποίηση, εμπορικά στοιχεία

9.           Βιβλιογραφία

 

 

1.     Ορισμοί, γενική περιγραφή υλικού

 

Κονιάματα είναι μίγματα μίας ή περισσοτέρων συνδετικών υλών (κονιών), νερού, λεπτόκοκκων αδρανών (<4mm) και ενδεχομένως ειδικών προσθέτων, τα οποία έχουν αξιόλογη ρευστότητα και πλαστικότητα όταν είναι νωπά, αποκτούν δε μετά την πήξη και σκλήρυνση της συνδετικής ύλης, μηχανική αντοχή και άλλες φυσικές και χημικές ιδιότητες. Οι ιδιότητες του νωπού και του σκληρυμένου κονιάματος εξαρτώνται από το είδος και τις αναλογίες των πρώτων υλών, από τον τρόπο ανάμιξης και μορφοποίησης και από τις συνθήκες που επικρατούν και εφαρμόζονται κατά την διάρκεια της σκλήρυνσης.

 

Τα κονιάματα μπορούν να διαιρεθούν κατά διάφορους τρόπους όπως :

·       Ανάλογα με τον τρόπο πήξης και σκλήρυνσης που εξαρτάται από το είδος της κονίας, σε υδραυλικά και αερικά.

 

·       Ανάλογα με το φαινόμενο βάρος τους σε ελαφριά (<1500Kg/m3) και βαριά (>1500Kg/m3 ).

 

·       Ανάλογα με το είδος της κονίας ή των αδρανών σε:

Τσιμεντοκονιάματα με συνδετική ύλη το τσιμέντο

Ασβεστοκονιάματα με συνδετική ύλη τον πολτό άσβεστου ή την κονιοποιημένη υδράσβεστο.

Τσιμεντοασβεστοκονιάματα ή μικτά κονιάματα με μίγμα τσιμέντου και άσβεστου ως συνδετική ύλη.

Ποζολανικά κονιάματα με συνδετική ύλη άσβεστο (με μερική υποκατάσταση με τσιμέντο) και ποζολάνη (φυσική ή τεχνητή).

Μαρμαροκονιάματα με κύριο αδρανές την μαρμαρόσκονη αντί της άμμου και συνδετική ύλη ασβέστη ή τσιμέντο (με ενδεχόμενη μικρή προσθήκη γύψου)

Γυψοκονιάματα   με κύριο συνδετικό υλικό την γύψο.

 

·       Ανάλογα με την χρήση τους σε κονιάματα δόμησης ή κονιάματα τοιχοποιίας, κονιάματα επιχρισμάτων, ισοπεδωτικά ή κονιάματα εξίσωσης δαπέδων, επισκευαστικά κονιάματα και συγκολλητικά όπου υπάγονται οι διάφορες κόλλες. Διάφορες επιμέρους κατηγορίες όπως θερμομονωτικά, ηχομονωτικά, πυράντοχα κλπ, είναι υποπεριπτώσεις των παραπάνω γενικών διαιρέσεων.

 

Η σύνθεση των μικτών κονιαμάτων εκφράζεται με τρεις αριθμούς που αναφέρονται, με την σειρά, σε μέρη όγκου τσιμέντου προς ασβέστη προς άμμο. Όταν γίνεται αναφορά σε απλά κονιάματα (με μία κονία) πάλι προτίθεται ο όγκος της κονίας σε σχέση με τον όγκο της άμμου. Είναι προφανές ότι τα παραπάνω κονιάματα έχουν διαφορετικές συνθέσεις και ιδιότητες ανάλογα με την χρήση τους, όπως θα αναλυθεί στην συνέχεια.

 

Τα κονιάματα που προορίζονται για τα διάφορα δομικά έργα, έχουν ένα μεγάλο εύρος διαφορετικών χρήσεων, ανάλογα με τις επιδιωκόμενες ιδιότητες που εξαρτώνται από την σύνθεση και την ποσοστιαία αναλογία των πρώτων υλών αλλά και τον τρόπο παρασκευής των. Τα σημεία ακριβώς αυτά είναι που διαφοροποιούν  τα κονιάματα από τις υπόλοιπες κατηγορίες δομικών προϊόντων. Στα κονιάματα και σε μικρότερο βαθμό στα σκυροδέματα, ο μηχανικός δεν καλείται να επιλέξει από μία κατηγορία παρεμφερών έτοιμων δομικών προϊόντων  αυτό που καλύπτει τις ιδιότητες του έργου του, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις, συνεκτιμώντας πολλές παραμέτρους, σχεδιάζει ή επιλέγει το καταλληλότερο για την περίπτωση του.

 

Από όσα περιληπτικά αναφέρθηκαν προηγουμένως, είναι προφανές ότι ένα υλικό όπως είναι το κονίαμα, που προορίζεται για να συνδέσει μεταξύ τους τα διάφορα στοιχεία για δημιουργία μιας ενιαίας μονολιθικής μάζας που να αντέχει σε υψηλά φορτία, είναι απαραίτητο να αναπτύσσει ικανοποιητικές αντοχές με μεγάλο συντελεστή ασφαλείας. Παράλληλα με τις αντοχές θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλες σημαντικές τους ιδιότητες οι οποίες καθορίζουν την ποιότητα του κονιάματος και τα πεδία εφαρμογής του. Οι επιπλέον αυτές ιδιότητες είναι η εργασιμότητα για τα νωπά κονιάματα και η πρόσφυση και η ανθεκτικότητα για τα σκληρυμένα. Οι ιδιότητες αυτές είναι σύνθετες και συντίθενται από άλλες επί μέρους που με την σειρά τους εξαρτώνται από τις παραμέτρους που αναφέρθηκαν στην αρχή και που σχετίζονται με τις πρώτες ύλες και τον τρόπο παρασκευής των κονιαμάτων.

 

2.     Κανονιστικές παραπομπές

Αναφέρονται στο αντίστοιχο κεφάλαιο της ανάπτυξης του γενικού μέρους των επιμέρους πέντε κατηγοριών που έχουν διακριθεί τα κονιάματα.

 

3.     Πρώτες ύλες

Με βάση τα πρότυπα ΕΛΟΤ ΕΝ 998-1:2003 και ΕΛΟΤ ΕΝ 998-2:2003, που αναφέρονται στις δύο πρώτες κατηγορίες κονιαμάτων, οι οποίες είναι και οι περισσότερο διαδεδομένες οι συνηθέστερες πρώτες ύλες για τα κονιάματα είναι οι κονίες (συνδετικά υλικά), τα αδρανή, τα χημικά πρόσμικτα, τα πρόσθετα και το νερό. Επιμέρους εξειδικευμένες πρώτες ύλες (όπως πχ είναι το Mg(OH)2 και το MgCl2 για τα κονιάματα δαπέδων κλπ) αναφέρονται στις αντίστοιχες παραγράφους των διαφόρων κεφαλαίων.

Ως  κονίες χρησιμοποιούνται τα τσιμέντα, οι ασβέστες, τα τσιμέντα τοιχοποιίας, οι γύψοι και άλλα ανόργανα υλικά με αποδεδειγμένη καταλληλότητα όπως είναι τα ποζολανικά υλικά.

 

3.1 Τσιμέντο.

 Μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι τύποι CEM I,  CEM II και CEM IV κατά ΕΛΟΤ EN 197-1:2000 με την προϋπόθεση ότι δεν έχουν υποστεί αλλοιώσεις από μακροχρόνια ή κακή αποθήκευση. Στο ίδιο πρότυπο αναφέρονται όλες οι απαιτήσεις ποιότητας (ελάχιστες ή μέγιστες τιμές των φυσικών, χημικών και μηχανικών ιδιοτήτων)  που πρέπει να καλύπτουν τα τσιμέντα προκειμένου να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κονίες στα κονιάματα.

 

3.2 Άσβεστος

 Ο όρος άσβεστος (ασβέστης) είναι ένας γενικός όρος που περιλαμβάνει όλες τις φυσικές και χημικές μορφές των διαφόρων ποιοτήτων με τις οποίες το οξείδιο ή/και το υδροξείδιο του ασβεστίου και του μαγνησίου μπορούν να εμφανισθούν. Επειδή πολλές φορές προκαλείται σύγχυση με την ορολογία του ασβέστη κρίνεται σκόπιμο να δοθούν οι σημαντικότεροι ορισμοί κατά ΕΛΟΤ ΕΝ 459-1:2001 καθώς και οι υποδιαιρέσεις των δομικών ασβέστων που είναι κατάλληλες για κονιάματα.

 

 

3.2.1. Υδραυλικές άσβεστοι (hydraulic limes).

Είναι άσβεστοι που κυρίως συνίστανται από πυριτικά άλατα του ασβεστίου και του αργιλίου καθώς και υδροξείδιο του ασβεστίου. Παράγονται με έψηση πλουσίων σε αργίλιο ασβεστολίθων και στην συνέχεια σβήσιμο και άλεση ή με την ανάμειξη των κατάλληλων υλικών με υδροξείδιο του ασβεστίου. ‘Εχουν την ιδιότητα να πήζουν και να σκληραίνονται όταν έρχονται σε επαφή με το νερό. Το διοξείδιο του άνθρακα συμβάλλει θετικά στην διαδικασία της σκλήρυνσης. Διακρίνονται στις υδραυλικές και στις φυσικές υδραυλικές ασβέστους. Δεν παράγονται βιομηχανικά στην Ελλάδα.

Η φυσική υδραυλική άσβεστος προέρχεται από έψηση ειδικών μαργαϊκών ασβεστόλιθων που περιέχουν 5-20% άργιλο. Η έψηση γίνεται σε θερμοκρασίες μικρότερες από αυτές του τσιμέντου και συγκεκριμένα από 900-1300οC Η άσβεστος αυτή έχει υδραυλικές ιδιότητες που οφείλονται στις ενώσεις του ασβεστίου με το πυρίτιο το αργίλιο και τον σίδηρο που αποτελούν τους υδραυλικούς παράγοντες της κονίας. Μειονεκτεί όμως σημαντικά λόγω του μεγάλου ποσοστού του ελεύθερου CaO που περισσεύει. Για τον λόγο αυτόν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτούσια στα διάφορα κονιάματα, αλλά απαιτεί ποζολάνες ώστε να δεσμευτεί το ελεύθερο CaO με το ενεργό SiO2 που αυτές ως γνωστόν έχουν.

 

3.2.2. Αερικές άσβεστοι (air limes).

Ασβεστοι που κυρίως συνίστανται από οξείδιο ή υδροξείδιο του ασβεστίου και οι οποίες σκληραίνονται αργά στον αέρα κάτω από την επίδραση του διοξειδίου του άνθρακα της ατμόσφαιρας. Κατά κανόνα δεν σκληραίνονται κάτω από το νερό καθόσον δεν έχουν υδραυλικές ιδιότητες.

 

 3.2.2.1 Aσβηστοι άσβεστοι (Quicklimes).

Είναι αερικές άσβεστοι που συνίστανται κυρίως από οξείδιο του ασβεστίου και του μαγνησίου και παράγονται κατά την ασβεστοποίηση των ασβεστολίθων.

Παρουσιάζουν εξώθερμη αντίδραση όταν έρχονται σε επαφή με το νερό. Ανάλογα με το μέγεθος των χαρακτηρίζονται ως λίθοι, κοκκώδεις, αλεσμένες, πολύ αλεσμένες.

 

3.2.2.2 Σβησμένες άσβεστοι (slaked ή hydrated limes).

Είναι αερικές άσβεστοι που κυρίως συνίστανται από υδροξείδιο του ασβεστίου που προέρχεται από ελεγχόμενο σβήσιμο (προσθήκη νερού) των άσβηστων ασβέστων. Παράγονται ως ξηρά σκόνη (σκόνη υδρασβέστου ή υδράσβεστος) και στην Ελλάδα κυρίως ως πολτός και δεν εμφανίζουν εξώθερμη αντίδραση σε επαφή με το νερό. Με τις μορφές αυτές συμμετέχουν στα κονιάματα. Σε αυτές υπάγονται και οι Δολομιτικές υδράσβεστοι που είναι σβησμένες άσβεστοι που συνίστανται κυρίως από υδροξείδιο του ασβεστίου και του μαγνησίου καθώς και οξείδιο του μαγνησίου. Διακρίνονται σε α) ημιενυδατωμένες που αποτελούνται από υδροξείδιο του ασβεστίου και οξείδιο του μαγνησίου και β) σε πλήρως ενυδατωμένες που είναι μόνο υδροξείδια. Δεν παράγονται βιομηχανικά στην Ελλάδα. Ειδική περίπτωση είναι το Γαλάκτωμα ή γάλα ασβέστου (milk of lime),που είναι τo προϊόν που παρασκευάζεται όταν αραιωθεί με νερό, αρίστης ποιότητας πολτός ασβέστου. Χρησιμοποιείται κυρίως στους λευκούς χρωματισμούς σε συνδυασμό με άλλα υλικά που του επαυξάνουν τις ιδιότητες του. Το αιώρημα αυτό συνήθως περιέχει έως 40% κ.β. στερεά.

 

3.2.2.2.1. Η υδράσβεστος σε σκόνη.

Όπως  σημειώθηκε προηγουμένως προκύπτει με ελεγχόμενη προσθήκη νερού στο οξείδιο του ασβεστίου. Βιομηχανικά παρασκευάζεται σε διατάξεις διακοπτόμενης ή συνεχούς λειτουργίας, αφού προηγουμένως η άσβεστος θρυμματισθεί σε κομμάτια μικρότερα από 2cm. Επειδή όμως η αντίδραση είναι εξώθερμη και γίνεται με ταυτόχρονη αύξηση της θερμοκρασίας, ένα μέρος του νερού εξατμίζεται. Γι’ αυτό στην βιομηχανική πράξη η σβέση γίνεται με νερό σε αναλογία 60-65%, οπότε προκύπτει η σκόνη. Μετά την παραγωγή της πρέπει πρώτα να υποβληθεί σε καθαρισμό με τον οποίον απομακρύνονται οι άσβεστοι, άψητοι και υπερψημένοι κόκκοι και στην συνέχεια να κονιοποιηθεί λεπτά και να σακκευθεί.  Σε περισσότερο σύγχρονες εγκαταστάσεις, η κατεργασία γίνεται με την χρησιμοποίηση αυξημένης πίεσης οπότε η ενυδάτωση είναι συντομότερη και πληρέστερη.

 

Η σκόνη έχει χρώμα υπόλευκο έως λευκό και προσβάλλεται πολύ λίγο από το CO2 της ατμόσφαιρας. Αυτό συμβαίνει καθόσον δεν υπάρχει ελεύθερο νερό για να αρχίσουν οι αντιδράσεις που περιγράφονται στο κεφάλαιο του μηχανισμού της ενανθράκωσης. Σε αντίθεση με τον πολτό όπου η παρουσία MgO αποτελεί δυσμενή παράγοντα για την ταχύτητα φύρασης, στην σκόνη η ύπαρξη MgO συντελεί στην αύξηση της, μικρότερης σε σχέση με τον πολτό, πλαστικότητας, λόγω της ικανότητας του MgO να συγκρατεί περισσότερο νερό.

 

Σε σχέση με τον ασβεστοπολτό που περιγράφεται στην συνέχεια, η σκόνη πλεονεκτεί στο ότι δεν χρειάζεται φύραση  και στο γεγονός ότι αποθηκεύεται και μεταφέρεται ευκολότερα και ασφαλέστερα από ότι ο πολτός, ενώ παράλληλα δεν απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή για να προστατευθεί από την προσβολή με το CO2. O προσδιορισμός των αναλογιών των κονιαμάτων είναι πιο εύκολος όπως και η πρόσμιξη των συστατικών των κονιαμάτων είναι ταχύτερη και πληρέστερη. Τα κονιάματα με σκόνη τέλος εμφανίζουν μικρότερη συστολή κατά την πήξη.

 

Ο πολτός αντίθετα πλεονεκτεί στο ότι έχει μεγαλύτερη ικανότητα παραλαβής άμμου στα κονιάματα τα οποία, όταν κατασκευάζονται με πολτό, είναι πιο πλαστικά. Τα επιχρίσματα με πολτό έχουν μεγαλύτερη αντοχή, πρόσφυση και συνοχή. Παράλληλα ο πολτός έχει μεγαλύτερη απόδοση (m3 παραγόμενου ένυδρου προϊόντος ανά t CaO) κατά την σβέση του. Στην υδράσβεστο τέλος υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να βρεθούν άσβεστοι, άψητοι και υπερψημένοι κόκκοι οι οποίοι προφανώς θα έχουν δυσμενή επίπτωση στην ανθεκτικότητα των κονιαμάτων.

 

 

3.2.2.2.2. Ο ασβεστοπολτός, (Lime putty).

Είναι σβησμένη άσβεστος αναμεμειγμένη με νερό προς μία επιθυμητή συνεκτικότητα, που συνίσταται κυρίως από υδροξείδιο του ασβεστίου με ή χωρίς υδροξείδιο του μαγνησίου. Προκύπτει από το σβήσιμο των άσβηστων ασβέστων με ελεγχόμενη περίσσεια νερού ή μετά την ανάμειξη υδρασβέστου με νερό. Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ, ο ασβέστης χρησιμοποιείται με την μορφή του πολτού. Ο πολτός αποτελεί μείγμα κολλοειδούς και κρυσταλλικής μορφής του υδροξειδίου του ασβεστίου. Δεδομένου ότι πλαστικές ιδιότητες έχει μόνο η κολλοειδής μορφή, επιβάλλεται όπως το σβήσιμο (η προσθήκη του νερού δηλαδή) γίνεται με συνθήκες που ευνοούν την δημιουργία της μορφής αυτής (κολλοειδούς), η οποία έχει μεγάλο όγκο, μεγάλη πλαστικότητα και την ικανότητα να παραλάβει μεγάλη ποσότητα άμμου κατά την παρασκευή των ασβεστοκονιαμάτων.

Η ποιότητα επομένως του πολτού εξαρτάται, εκτός από την ποιότητα της ασβέστου και από τις συνθήκες σβέσης. Δεδομένου ότι τo κολλοειδές υδροξείδιο του ασβεστίου σχηματίζεται με πολύ ταχύτερο ρυθμό από ότι το κρυσταλλικό, επιδιώκεται η ταχύτερη δυνατή σβέση της ασβέστου, γεγονός που επιτυγχάνεται με συνεχή ανάδευση. Το νερό της σβέσης πρέπει να είναι μαλακό και καθαρό Το θαλασσινό νερό είναι ακατάλληλο γιατί προκαλεί εξανθήματα στις κατασκευές. Επιπλέον κατά την σβέση θα πρέπει το νερό να καλύπτει τελείως την υδράσβεστο και όπως προηγουμένως αναφέρθηκε, για την παραγωγή πολτού η ποσότητά του είναι έως και πενταπλάσια της θεωρητικώς απαιτουμένης. Η ακριβής ποσότητα αποτελεί τον βασικό παράγοντα για την επιτυχή δημιουργία πολτού. Εάν υπολείπεται, υπάρχει κίνδυνος τεμάχια της ασβέστου να μένουν ακάλυπτα και να υπερθερμανθούν, οπότε δεν σβήνονται αλλά μετατρέπονται σε σβώλους και τρίμματα αδρανούς υδρασβέστου. Εάν πλεονάζει αυτής που κανονικά απαιτείται, με την απευθείας μάλιστα προσθήκη νερού, τότε επιβραδύνεται η αντίδραση σβέσης λόγω ψύξης του συστήματος και παράγεται προϊόν κρυσταλλικού μάλλον χαρακτήρα (κοκκώδης υδράσβεστος).

 

Όταν ο πολτός προέρχεται από την σβέση καλής ποιότητας ασβέστου και έχουν τηρηθεί οι κανόνες της σβέσης, τότε προκύπτει η λεγόμενη παχειά υδράσβεστος. Αυτή έχει λιπαρή υφή, μεγάλη πλαστικότητα και ικανότητα παραλαβής και συγκράτησης μεγάλης ποσότητας άμμου. Αντιθέτως υπάρχει η ισχνή υδράσβεστος που είναι αυτή με μεγάλο ποσοστό προσμίξεων ή η προερχόμενη από αντικανονικό ψήσιμο και σβήσιμο. Η ισχνή υδράσβεστος έχει τις ιδιότητες της παχειάς σε σημαντικά μικρότερο βαθμό.

 

3.2.3 Ισχύουσες προδιαγραφές και απαιτήσεις ποιότητας για τον ασβέστη.

ι) Υδραυλικοί και αερικοί ασβέστες

Με βάση τις Ευρωπαϊκές Προδιαγραφές ΕΛΟΤ ΕΝ 459-1:2001, ΕΛΟΤ ΕΝ 459-2:2002 και ΕΛΟΤ ΕΝ 459-3:2001 που αναφέρονται παρακάτω, προβλέπονται οι παρακάτω τύποι ασβέστων :

 

CL 90, CL 80, CL 70, DL 85, DL 80, HL 2, HL 3.5, HL 5, NHL 2, NHL 3.5 NHL 5

 

όπου οι πέντε πρώτοι τύποι (CL=Calcium Lime, DL=Dolomitic Lime), αναφέρονται στην ελάχιστη περιεκτικότητα αθροίσματος CaO+MgO, ενώ οι έξι τελευταίοι τύποι αναφέρονται για τις υδραυλικές ασβέστους και τις φυσικές υδραυλικές ασβέστους και βασική απαίτηση έχουν τις ελάχιστες αντοχές των στις 28 ημέρες.

 

Tο σύστημα πιστοποίησης που έχει προταθεί να ακολουθηθεί από όλα τα κράτη μέλη της CEN είναι το τύπου 2 που προβλέπει δήλωση της συμμόρφωσης του προϊόντος στις υπάρχουσες προδιαγραφές από τον κατασκευαστή, και πιστοποίηση του ελέγχου ποιότητας  στο εργοστάσιο από αναγνωρισμένο οργανισμό

Ο έλεγχος ποιότητας περιλαμβάνει χημικές αναλύσεις και έλεγχο των φυσικών και μηχανικών ιδιοτήτων τόσο στον άσβηστο ασβέστη όσο και στις διάφορες ενυδατωμένες μορφές.

 

Για τον άσβηστο ασβέστη οι τιμές αναφέρονται στην "ως παραλαμβάνεται" ποιότητα ενώ στις άλλες περιπτώσεις (υδράσβεστο, πολτό, υδραυλική άσβεστο) οι τιμές αναφέρονται επί ξηρού. Λεπτομέρειες για την εκτέλεση κάθε αναλύσεως υπάρχουν στην προδιαγραφή ΕΛΟΤ ΕΝ 459-2. Οι χημικές απαιτήσεις ανά ποιότητα ασβέστου (%κατά βάρος) εμφανίζονται στον παρακάτω πίνακα I1.

 

 

Πίνακας I1 : Χημικές απαιτήσεις ποιοτήτων ασβέστη κατά  ΕΛΟΤ ΕΝ 459-1:2001

 

Τύπος οικοδομικού ασβέστη

 

CaO + MgO

 

MgO

 

CO2

 

SO3

 

Διαθέσιμος ασβέστης

1

CL    90

³ 90

£ 5 c

£ 4

£  2

-

2

CL    80

³ 80

£ 5 c

£ 7

£  2

-

3

CL    70

³ 70

£ 5

£ 12

£  2

-

4

DL    85

³ 85

³ 30

£ 7

£  2

-

5

DL    80

³ 80

³ 5

£ 7

£  2

-

6

HL     2

-

-

-

£  3b

³  8

7

HL    3,5

-

-

-

£  3b

³  6

8

HL      5

-

-

-

£  3b

³  3

9

NHL 2

-

-

-

£  3b

³  15

10

NHL 3,5

-

-

-

£  3b

³  9

11

NHL    5

-

-

-

£  3b

³  3

ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Η τιμές είναι εφαρμόσιμες σε όλα τα είδη ασβέστη. Για άσβηστο ασβέστη αυτές οι τιμές ανταποκρίνονται στο τελικό προϊόν; Για όλα τα άλλα είδη ασβέστη (ένυδρο, ασβεστοπολτό, και υδραυλικούς ασβέστες) οι τιμές βασίζονται στο προϊόν μετά από την αφαίρεση της υγρασίας και του περιεχόμενου δεσμευμένου νερού.

 Τιμές που δίδονται σε ποσοστά από τη μάζα

b  SO3 περιεχόμενο πάνω από 3% και μέχρι το 7% είναι επιτρεπτό, εάν η πυκνότητα αποδειχθεί σε 28 ημέρες με νερό που χρησιμοποιήθηκε με βάση τη δοκιμή του ΕΛΟΤ ΕΝ 196-2.

c MgO περιεχόμενο μέχρι 7% είναι αποδεκτό εάν περάσει τη δοκιμή πυκνότητας όπως δίδεται στο 5.3 ΕΛΟΤ EN 459-2:2002

 

Οι υδραυλικές άσβεστοι πρέπει επιπλέον να εμφανίζουν αντοχές (σε N/mm2) ως εξής (Πίνακας I2) :

 

Πίνακας  I2 : Θλιπτικές αντοχές υδραυλικών ασβέστων

Τύπος του οικοδομικού ασβέστη

Θλιπτική αντοχή Ν/mm²

 

7 ημέρες

28 ημέρες

HL    2   και   NHL 2

 

2 με 7

HL 3,5 και   NHL 3,5

³ 1,5

3,5 με 10

HL   5    και   NHL 5

³   2

5 με 15¹)

¹)HL 5      και   NHL 5  με φαινόμενη πυκνότητα  μικρότερη από 0,90 kg/dm³ , επιτρέπεται να έχει αντοχή μέχρι 20 Ν/mm²

 

Οι έλεγχοι των φυσικών ιδιοτήτων περιλαμβάνουν για μεν τον άσβηστο ασβέστη εξέταση της σταθερότητας όγκου, της αντιδραστικότητας, του φαινόμενου βάρους, ενώ για τις ενυδατωμένες μορφές επί πλέον απαιτείται η λεπτότητα, τα διάφορα τεστ με το νερό (συγκράτηση, διείσδυση, απαίτηση) και ο περιεχόμενος αέρας. Τέλος για τις υδραυλικές ασβέστους απαιτείται ο χρόνος πήξης. Οι τιμές και τα όρια των φυσικών ιδιοτήτων εμφανίζονται στους επόμενους πίνακες (Πίνακες I3.και I4).

 

 

Πίνακας I3 : Φυσικές απαιτήσεις του άσβεστου ασβέστη

 

Τύπος του οικοδομικού ασβέστη

Σταθερότητα όγκου μετά το σβήσιμοa) σε σχέση με το 5.5.3 του ΕΛΟΤ ΕΝ 459-2 2002b)

Απόδοση σε σχέση με το 5.9 του ΕΛΟΤ ΕΝ 459-2:2002²) dm³/10kg.

1

CL 90

Πέρασε

³ 26

2

CL 80

3

CL 70

4

DL 85

Πέρασε

-

5

DL 80

Πέρασε

-

a) Το σβήσιμο σύμφωνα με τις οδηγίες του παραγωγού του ασβέστη.

b) Αυτές οι απαιτήσεις εφαρμόζονται στον οικοδομικό ασβέστη για κονιάματα τοιχοποιίας, και σοβαντίσματα.

 

Οι τιμές του πίνακα I4 αναφέρονται για διάφορα τεστ που περιγράφονται στο ΕΛΟΤ ΕΝ 459-2 του 2002. Περισσότερες επίσης λεπτομέρειες υπάρχουν και στο ΕΛΟΤ ΕΝ 459-1.

 

 

 

Τύπος  οικο-

δομικού ασβέστη

Λεπτό-τητα6

Περιεχόμενο ελεύθερο νερό1

Σταθερότητα όγκου 2,4

Δοκιμές κονιάματος5

Χρόνος πήξης 1

Σε σχέση με το 5,2 του ΕΛΟΤ EN 459-2:2002

 

 

Σε σχέση με το 5.11 του ΕΛΟΤ EN 459-2:2002

Για οικοδομικούς ασβέστες εκτός από ασβεστοπολτούς και ενυδατωμένους δολομιτικούς ασβέστες 3

Για οικοδομικό ασβέστη και ενυδατωμένους Δολομιτικούς

ασβέστες

Σε σχέση με το 5.3.3

 

Διείσδυση

Περιεχόμενος αέρας

Αρχική

Τελική

%

συγκρατούμενο

κ.β.

Αναφορική μέθοδος σε σχέση με το 5.3.2.1 του

 

Εναλλακτική μέθοδος σε σχέση με το 5.3.2.2

Σε σχέση με το 5.5 του

ΕΛΟΤ EN 459-2:2002

 

Σε σχέση με το 5.7 του

ΕΛΟΤ EN 459-2:2002

 

Σε σχέση με το 5.4

του  ΕΛΟΤ EN 459-2:2002

0,9mm   0,2mm

%

mm

Mm

 

mm

%

               h

1

CL 90

£   7       £  2

£  2

£  2

£  20

Πέρασε

 

> 10

 

και

 

<  50

£  12

-

2

CL 80

3

CL 70

4

DL 85

-

-

5

DL 80

6

HL 2

£  15     £   5

£  2

£  2

£  20

-

£  20

>1

   £  15

7

HL 3,5

8

HL 5

9

NHL 2

10

NHL 3,5

11

NHL 5

1  Για ασβεστοπολτό το περιεχόμενο νερό είναι £   70 % και ³  45 %

2 Βλέπε 5.3 του ΕΛΟΤ EN 459-2:2002

3 Για υδραυλικούς ασβέστες και φυσικούς υδραυλικούς ασβέστες με SO3 και περιεχόμενο περισσότερο από 3% και μέχρι 7%, η πυκνότητα δοκιμάζεται    επιπροσθέτως σύμφωνα με το 5.3.2.3 του ΕΛΟΤ EN 459-2:2002

4 Επίσης οι ένυδροι ασβέστες του ασβεστίου, ασβεστόστοκοι και ενυδατωμένοι δολομιτικοί ασβέστες που περιέχουν κόκκους μεγαλύτερους των 02,mm θα   πρέπει να είναι άρτιοι όταν δοκιμάζονται σύμφωνα με το 5.3.4 του ΕΛΟΤ EN 459-2:2002

5 Χρησιμοποιώντας σταθερό κονίαμα σύμφωνα με το 5.5.1 του ΕΛΟΤ EN 459-2:2002

6 Όχι για ασβεστοπολτό

7  Η λεπτότητα και η περιεχόμενη υγρασία εφαρμόζεται στον οικοδομικό ασβέστη σε όλες τις χρήσεις. Η πυκνότητα, η διείσδυση, ο περιεχόμενος αέρας και    ο χρόνος πήξης εφαρμόζονται όταν ο οικοδομικός ασβέστης προορίζεται για κονίαμα τοιχοποιίας, σοβάτισμα και για «λάσπισμα» τοίχου.

e   Δεν εφαρμόζεται για HL2  και  NHL2

 

3.3. Άλλες αερικές κονίες.

Οι συνηθέστερες αερικές κονίες που ανάλογα με την εφαρμογή μπορούν να χρησιμοποιηθούν στα κονιάματα, περιληπτικά  είναι οι εξής :

 

3.3.1. Άργιλος: Εκτός από καθαρό λευκό καολίνη (Al2O3·2SiO2·2H2O) περιέχει λίγο ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3), οξείδια του σιδήρου (Fe) και άλλες προσμίξεις που καθορίζουν το χρώμα του. Χρησιμοποιείται για τα πυρίμαχα επιχρίσματα.

 

3.3.2. Πηλός: Φυσικό μίγμα από άργιλο και λεπτόκοκκα έως μεσόκοκκα αμμώδη συστατικά. Με την ξήρανση σκληρύνεται και συστέλλεται τόσο περισσότερο όσο πιο παχύ είναι, δηλαδή όσο περισσότερο άργιλο περιέχει. Ο πηλός στην τελική ξηρά κατάσταση έχει καλές ηχομονωτικές και θερμομονωτικές ιδιότητες, αλλά είναι ευαίσθητος στο νερό και στον παγετό. Είναι από τις παλαιότερες κονίες που χρησιμοποιήθηκαν.

 

3.3.3. Δομικοί γύψοι: Προέρχονται από τον ορυκτό γύψο (CaSO4) μετά από μερική ή ολική αφυδάτωσή του. Χρησιμοποιούνται κυρίως σε κονιάματα επιχρισμάτων και πολλές φορές αναμιγνύονται με ειδικά πρόσθετα τα οποία βελτιώνουν ορισμένες ιδιότητες (συνεκτικότητα, χρόνος πήξεως, πρόσφυση, κλπ.). Ο κοινός γύψος (ανυδρίτης) πήζει πολύ γρήγορα (αρχή μεταξύ 8 και 20min – τέλος μεταξύ 20 και 60min).

Οι δομικός γύψος είναι σκόνη συνήθως λευκή, υπόλευκη ή κιτρινωπή. Παραδίνεται κυρίως σε σάκους αλλά και χύμα σε σιλό. ΄Όπως οι άλλες κονίες πρέπει να αποθηκεύεται οπωσδήποτε σε στεγνό χώρο. Χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για εργασίες στόκου, σε κονιάματα επιχρισμάτων σε επιχρίσματα επί μεταλλικών πλεγμάτων, για την κατασκευή δομικών πλακών και σωμάτων καθώς και για την κατασκευή δαπέδων. 

 

3.3.4. Κονίες ανυδρίτη: Είναι μη υδραυλικές συνδετικές ύλες που  παρασκευάζονται με συνάλεση ή ανάμιξη ανυδρίτη και διεγέρτη.  Ως ανυδρίτης χρησιμοποιείται φυσικό ή συνθετικό CaSO4 με περιεκτικότητα τουλάχιστον 85% CaSO4.  Ως διεγέρτες χρησιμεύουν ύλες με βασικές ιδιότητες (άσβεστοι ή τσιμέντα Πόρτλαντ) ή διάφορα άλατα καθώς και μίγματα μεταξύ των.  Η πήξη τους αρχίζει αφού περάσουν τουλάχιστον 20min από την παρασκευή τους και πρέπει να λήξει τις επόμενες 12 ώρες. Πρέπει να έχουν σταθερότητα όγκου και δεν επιτρέπεται η ανάμιξή τους με υδραυλικές κονίες για να αποφευχθεί η διόγκωση κατά την πήξη. Χρησιμοποιούνται κυρίως για δάπεδα και διακοσμητικά επιχρίσματα.

 

3.3.5. Ποζολάνες: Γνωστές από τα πολύ παλιά χρόνια. Απαντούν σε οικίες της Δήλου (2ος αιώνας π.Χ.), αλλά και σε μνημεία της Ρωμαϊκής εποχής. Έχουν χρησιμοποιηθεί σε μεγάλα έργα του προηγούμενου αιώνα (Διώρυγα Σουέζ, Ισθμός Κορίνθου). Είναι φυσικά ή τεχνητά πυριτικά ή αργιλοπυριτικά υλικά, η χαρακτηριστική ιδιότητα των οποίων είναι ότι σε λεπτότατο καταμερισμό και με την παρουσία υγρασίας ενώνονται χημικά με την υδράσβεστο, στη συνήθη θερμοκρασία, και σχηματίζουν υδραυλικές ενώσεις. Αναλυτικά οι ποζολάνες περιγράφονται στο ΕΛΟΤ ΕΝ 197 – 1 : 2001.

 

3.3.6. Οι ιπτάμενες τέφρες. Περιγράφονται στο ΕΛΟΤ ΕΝ 197 – 1 : 2001.

 

 

3.3.7  Τα τσιμέντα τοιχοποιίας

 Είναι εργοστασιακά παρασκευασμένες λεπτόκοκκες υδραυλικές κονίες που ενεργοποιούνται σημαντικά και αναπτύσσουν αντοχές με την παρουσία κλίνκερ τσιμέντου πόρτλαντ το οποίο, ανάλογα με την κλάση του τσιμέντου τοιχοποιίας, είναι κατ’ ελάχιστον 25 ή 40%. Όταν αναμειγνύεται μόνο με άμμο και νερό, χωρίς άλλα πρόσθετα παράγει ένα εργάσιμο κονίαμα κατάλληλο για τοιχοδομές και επιχρίσματα. Η περισσότερο σημαντική τους χρήση είναι για κονιάματα τοιχοδομών καθώς και για το πρώτο χέρι των επιχρισμάτων, καθόσον πλεονεκτούν μεν ως προς τις αντοχές που προσδίδουν στο κονίαμα, μειονεκτούν όμως σε άλλες ιδιότητες και κυρίως στην πρόσφυση μεταξύ του κονιάματος και των μονάδων της τοιχοποιίας. Χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες αντοχών MC 5, MC 12,5 και MC 22.5 όπου στην πρώτη το κλίνκερ είναι 25%min, ενώ στις άλλες είναι 40%min. Τα οργανικά υλικά σε όλες τις περιπτώσεις δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 1%. Διακρίνονται σε τσιμέντα που επιτρέπουν (air entraining) ή όχι (non-air entraining) την διείσδυση του αέρα, το δε ποσοστό διάκρισης για την μία ή την άλλη κατηγορία είναι το 6%.

 

3.4. Αδρανή για κονιάματα

 Η άμμος είναι το συνηθέστερο αδρανές υλικό που χρησιμοποιείται στα κονιάματα. Δεν πρέπει να περιέχει προσμίξεις που ι) να είναι ικανές να προκαλέσουν μείωση της αντοχής και της σταθερότητας των κονιαμάτων, ιι) να επηρεάσουν δυσμενώς άλλες ιδιότητες των και ιιι) να προκαλέσουν επιβλαβείς χημικές αντιδράσεις με την εκάστοτε συνδετική ύλη.

Πιο συγκεκριμένα κατά την επιλογή και την χρήση των αδρανών, έμφαση δίνεται :

α) στην κοκκομετρική διαβάθμιση όπου προτιμάται η χρήση αδρανών με σχετικά μεγάλο εύρος προκειμένου να καλύπτουν οι μικροί κόκκοι τα κενά που αφήνουν οι μεγαλύτεροι. Επιδιώκεται όπως το <250μm κλάσμα να είναι το 10-25% του συνολικού βάρους της άμμου. Εάν το κλάσμα αυτό αντιπροσωπεύει ποσοστό μικρότερο του 10%, τότε θα υπάρχουν κενά και τότε θα πρέπει να προστεθεί κονία για να βελτιωθεί η εργασιμότητα. Αυξημένο όμως ποσοστό κονίας θα οδηγήσει σε ρωγμές λόγω του αυξημένης συστολής ξήρανσης. Όταν όμως υπάρχουν αδρανή υλικά με αυξημένο λεπτόκοκκο κλάσμα (δηλαδή με μέγεθος κόκκου μικρότερο των 63 μm) σε ποσοστό μεγαλύτερο του 5%, τότε δημιουργείται έντονο πρόβλημα καθόσον καλύπτονται οι κόκκοι του αδρανούς και εμποδίζεται η ένωση του με τον πολτό. Το λεπτόκοκκο αυτό κλάσμα  λέγεται παιπάλη.

β) Στην παρουσία αλάτων και άλλων προσμίξεων καθώς και στην παρουσία χωματοειδών υλικών που καθιστούν δύσκολη την πρόσφυση μεταξύ αδρανούς και συνδετικού υλικού. Στα επιβλαβή συστατικά περιλαμβάνονται φυτικές και χημικές ουσίες, τεμάχια άνθρακα, τέφρες κλπ

γ) Στην υγρασία όπου οι αναλογίες μίξης των συστατικών των κονιαμάτων που δίνονται στα διάφορα πρότυπα, ισχύουν με την προϋπόθεση ότι η άμμος περιέχει υγρασία περίπου 3%. Ιδιαίτερα ξηρές ή πολύ υγρές άμμοι καταλαμβάνουν διαφορετικό χώρο. Για τον λόγο αυτό κατά τον καθορισμό των αναλογιών ενός κονιάματος οι ποσότητες των άμμων πρέπει να διορθώνονται ανάλογα με την υγρασία που έχουν.

 

3.5 Πρόσμικτα και  πρόσθετα

3.5.1 Βελτιωτικά ή χημικά πρόσμικτα (admixture) είναι τα υλικά που προστίθενται, σε μικρές ποσότητες σε σχέση με την μάζα της κονίας, κατά την διάρκεια της ανάμιξης του κονιάματος με σκοπό να τροποποιήσουν τις ιδιότητες κυρίως του νωπού αλλά και του σκληρυμένου κονιάματος. Δεδομένου ότι ευρίσκονται σε υπερλεπτό διαμερισμό, η προσθήκη τους πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή και σε πρώτη φάση να αναμειγνύονται με τις κονίες (και όχι και με τα αδρανή) για να αποφευχθεί ο σχηματισμός συσσωματωμάτων. Σε αυτά υπάγονται οι ρευστοποιητές οι  υπερρευστοποιητές, οι πλαστικοποιητές, οι επιταχυντές πήξης, οι επιβραδυντές και τα αερακτικά. Συνήθως προστίθενται σε μικρά ποσοστά και δεν υπερβαίνουν το 2%. Αν χρησιμοποιηθούν σε  μικρότερα ποσοστά όπως  0.2% (2g ανά Kg τσιμέντου), θα πρέπει να προστεθούν με μορφή αιωρήματος με μέρος του νερού.

 

3.5.2 Τα πρόσθετα συστατικά (addition) είναι τα λεπτομερώς διαμερισμένα ανόργανα υλικά που χρησιμοποιούνται στο κονίαμα στοχεύοντας είτε να βελτιώσουν κάποιες ιδιότητες του είτε να πετύχουν συγκεκριμένες ιδιότητες. Διακρίνονται δύο κατηγορίες προσθέτων : τα σχεδόν αδρανή πρόσθετα (τύπου Ι, όπου υπάγονται τα φιλλερ αδρανών με προδιαγραφές σύμφωνες με το ΕΛΟΤ EN 12620 και τα χρώματα) και τα πρόσθετα που έχουν ποζολανικές ή λανθάνουσες υδραυλικές ιδιότητες. Τα τελευταία (τύπου ΙΙ), που περιλαμβάνουν τις Ιπτάμενες τέφρες, σύμφωνα με το ΕΛΟΤ ΕΝ 450, και την πυριτική παιπάλη, κατά pr-EN 13263,  διακρίνονται σε πέντε κατηγορίες.

 

3.6 Το νερό

Το νερό πρέπει να είναι απαλλαγμένο από επιβλαβείς προσμίξεις όπως οργανικά και ανόργανα οξέα, λίπη και λάδια, διαλυτά σάκχαρα, αιωρούμενες ουσίες και υπερβολικά ποσά διαλυμένων αλάτων (κυρίως θειικών και χλωριούχων). Τα πολύ σκληρά νερά καθώς και το θαλασσινό νερό μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περιπτώσεις ανάγκης μόνο για κονιάματα τοιχοδομών εφ’ όσον ικανοποιούν το τεστ καταλληλότητας νερού. Το Ελληνικό πρότυπο ΕΛΟΤ 345 καθώς και το ΕΛΟΤ ΕΝ 1008 αναφέρονται για την καταλληλότητα νερού ανάμιξης και συντήρησης δοκιμίων.

 

4.     Ποιοτικά χαρακτηριστικά

Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά θεωρούμενα ως οι ελάχιστες ή οι μέγιστες τιμές των απαραίτητων ιδιοτήτων που πρέπει να καλύπτουν τα κονιάματα, αναφέρονται για κάθε κατηγορία, σε σχέση με τις μεθόδους δοκιμών, χωριστά, κυρίως στα πλαίσια της αντίστοιχης ανάπτυξης.

Οι ιδιότητες γενικά διακρίνονται σε ιδιότητες νωπού και σκληρυμένου κονιάματος.

Στο γενικό αυτό κεφάλαιο, αναφέρονται γενικές παρατηρήσεις ως προς τις ιδιότητες των κονιαμάτων, που επιβεβαιώνουν τον αναντικατάστατο ρόλο τους ως δομικό υλικό.

Αναφέρθηκε στην αρχή του κεφαλαίου ότι στα κονιάματα, παράλληλα με τις αντοχές θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλες σημαντικές τους ιδιότητες όπως η εργασιμότητα για τα νωπά κονιάματα και η πρόσφυση και η ανθεκτικότητα για τα σκληρυμένα, οι οποίες καθορίζουν την ποιότητα του κονιάματος και τα πεδία εφαρμογής του.

 

4.1 Μηχανική αντοχή

Ιδιαίτερα όσον αφορά στην μηχανική αντοχή των κονιαμάτων δόμησης θα πρέπει να αναφερθεί ότι, σε αντίθεση με τα σκυροδέματα,  δεν πρέπει να υπερτονίζεται η σημασία της. Στα κονιάματα δόμησης, όπως και σε άλλες κατηγορίες κονιαμάτων, η μηχανική αντοχή δεν είναι γενικά απαραίτητο να είναι μεγάλη και κατά κανόνα πρέπει να είναι μικρότερη από αυτή των δομικών στοιχείων με τα οποία χρησιμοποιείται. Αναφέρονται στην βιβλιογραφία πολλές περιπτώσεις όπου πολλές φορές στην προσπάθεια της επίτευξης των μεγαλύτερων δυνατών αντοχών, να δημιουργούνται τελικώς  κατώτερης ποιότητας κονιάματα.

 

4.2 Εργασιμότητα

Η εργασιμότητα είναι μία σύνθετη ιδιότητα και συντίθεται από την πλαστικότητα που είναι η ικανότητα να μορφοποιείται το κονίαμα χωρίς να χάνει την συνοχή του, την ρευστότητα και το αναπόμικτο που είναι η ικανότητα να διατηρεί την ομοιογένεια και να μην διαχωρίζεται σε στρώσεις διαφόρων συνθέσεων κατά την παραμονή του ή την μεταφορά του.

 

4.3 Ανθεκτικότητα

Ανθεκτικότητα είναι η ικανότητα μιας κατασκευής να διατηρεί την αρχική της εμφάνιση, την αντοχή της και την ακεραιότητα της για πολλά χρόνια. Στην τοιχοποιία οι δύο πιο σημαντικές προϋποθέσεις για την εξασφάλιση της ανθεκτικότητας είναι μία αμετάβλητη σε διαστάσεις δομική μονάδα και ένα κονίαμα που να εξασφαλίζει μία μόνιμη και τέλεια πρόσφυση, καθιστώντας παράλληλα την όλη κατασκευή υδατοστεγή. Μία συνολική θεώρηση του θέματος της ανθεκτικότητας περιλαμβάνει μεταξύ άλλων αντιμετώπιση των θεμάτων της εξανθήσεως, της αυτογενούς αποκαταστάσεως μικρορωγμών, του περιεχομένου αέρα, του παγετού και της στεγανότητας.

 

4.4. Πρόσφυση

Μεταξύ των διαφόρων παραγόντων που συντελούν στην δημιουργία μιας υγιούς τοιχοποιίας, η πρόσφυση μεταξύ του κονιάματος και των λοιπών στοιχείων της τοιχοποιίας, αναγνωρίζεται από όλους ως ο σημαντικότερος παράγοντας. Είναι προφανές ότι τοιχοποιίες που χαρακτηρίζονται από ισχυρή και ανθεκτική πρόσφυση, είναι ικανοποιητικά αδιαπέραστες από την υγρασία και επαρκώς ισχυρές για να ανθίστανται στις εξωτερικές καταπονήσεις από την πίεση του ανέμου και τις σεισμικές δονήσεις παράμετρο που ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Ελλάδα, λόγω της αυξημένης σεισμικότητας που παρουσιάζει.

Η πρόσφυση μπορεί να θεωρηθεί ως το αποτέλεσμα μιας συνδυασμένης δράσης μηχανικής προσφύσεως και χημικής αντιδράσεως. Η μηχανική πρόσφυση επισυμβαίνει όταν ενυδατώνεται το συνδετικό υλικό προκειμένου να σχηματίσει πυριτικούς κρυστάλλους που εισχωρούν μέσα στις ρωγμές ή στα τριχοειδή κενά των τούβλων. Η χημική πρόσφυση λαμβάνει χώρα στην διεπιφάνεια κονιάματος και μονάδας τοιχοποιίας. Η άσβεστος σε ένα κονίαμα δημιουργεί περιβάλλον με pH περίπου 12.4 στο οποίο οι πυριτικές και οι ενώσεις του αργιλίου διαλύονται και αντιδρούν με τα ιόντα ασβεστίου του κονιάματος για να δώσουν κατάλληλα προϊόντα που κατά κάποιο τρόπο εμπλέκουν σε ένα ιδιαίτερα σταθερό δεσμό το κονίαμα και τα τούβλα μεταξύ τους.

 

5. Τεχνικές εφαρμογής

Ο τρόπος και οι συνθήκες που παρασκευάζονται τα κονιάματα, σε συνάρτηση με τις τεχνικές εφαρμογής των επηρεάζουν σημαντικά στην εκδήλωση των ιδιοτήτων τους. Έτσι :

1. Η μηχανική αντοχή των κονιαμάτων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες οι κυριότεροι των οποίων είναι :

·       H ποιότητα και κοκκομετρική σύνθεση της άμμου, όπου όταν η κοκκομετρική σύνθεση της οδηγεί στον περιορισμό του ποσοστού των κενών χώρων και επομένως του ποσοστού της κονίας, λαμβάνονται ισχυρότερα κονιάματα.

·       Το ποσοστό της κονίας, όπου κονιάματα με μεγαλύτερο ποσοστό κονίας είναι ανθεκτικότερα. Ο όρος αυτός ισχύει μέχρι το ποσοστό εκείνο που εξασφαλίζει την συμπλήρωση των κενών της άμμου.

·       Το είδος της κονίας. Η άσβεστος π.χ. χρησιμοποιείται στα διάφορα τσιμεντοκονιάματα, παρόλο που η αντοχή της μετά την σκλήρυνση είναι μικρότερη από εκείνη του τσιμέντου, καθόσον βελτιώνει μερικές βασικές τους ιδιότητες όπως ι) την αύξηση της ανθεκτικότητας του κονιάματος, ιι) την αύξηση της προσφύσεως του κονιάματος με τις μονάδες τοιχοποιίας καθώς και των παραγόντων που επηρεάζουν την αντοχή, έκταση και ανθεκτικότητα της προσφύσεως, ιιι) την αύξηση της στεγανότητας των τοιχοποιιών, iv) την αύξηση της πλαστικότητας και εργασιμότητας  v) την εξασφάλιση της ικανότητας για αυτογενή αποκατάσταση μικρορωγμών και vi) την μείωση των εξανθημάτων των τοιχοποιιών

·       Ο λόγος νερό/τσιμέντο. Ειδικά για τα τσιμεντοκονιάματα, η αντοχή τους αυξάνει (μέσα σε ορισμένα όρια) αντιστρόφως ανάλογα με τον λόγο Ν/Τ.

·       Ο τρόπος παρασκευής και εφαρμογής του κονιάματος καθώς και οι συνθήκες που επικρατούν ή εξασφαλίζονται κατά την διάρκεια της πήξης ή της σκλήρυνσης

·       Ο εγκλωβισμένος αέρας. Η αντοχή των κονιαμάτων μειώνεται σταθερά όσο η περιεκτικότητα σε εγκλωβισμένο αέρα αυξάνει.

 

 Γενικώς η μείωση στην ικανότητα του κονιάματος για συγκράτηση νερού ή άμμου, αυξάνει παράλληλα με την αντοχή και τούτο ισχύει για όλα τα κονιάματα..

 

2. Οι ιδιότητες που συνθέτουν την εργασιμότητα και αναφέρθηκαν προηγουμένως, επηρεάζονται από διάφορους παράγοντες με αλληλοσυγκρουόμενες επιδράσεις σε σημείο ώστε η βελτίωση της μιας ιδιότητας να συνεπάγεται επιδείνωση μιας άλλης. Αύξηση π.χ. του ποσοστού του νερού αυξάνει την ρευστότητα αλλά μειώνει το αναπόμικτο. Η ρευστότητα επηρεάζεται επίσης από το μέγεθος και το είδος των κόκκων του αδρανούς. Μεγαλύτερη αναλογία μεγάλων κόκκων, όπως και κόκκων με λεία και καμπύλη επιφάνεια αυξάνουν την ρευστότητα. Κατά κανόνα η πλαστικότητα του κονιάματος αυξάνεται σε συνάρτηση με το ποσοστό της. Η χρησιμοποίηση τέλος χημικών προσμίκτων, των οποίων η προσθήκη προβλέπεται από τους νέους κανονισμούς (ΕΛΟΤ ΕΝ 998-1 και ΕΛΟΤ 998-2), τροποποιεί, προς την κατεύθυνση που επιδιώκεται, την εργασιμότητα..

 

3. Το θέμα της πρόσφυσης τέλος είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο εάν κρίνει κανείς την πληθώρα των παραγόντων που επιδρούν σε αυτήν. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται μεταβλητές όπως:           

            1. Ο τύπος του κονιάματος: Εργάσιμα, συγκράτηση υγρασίας, ρευστότητα, χαρακτηριστικά πήξης, περιεχόμενος αέρας, αντοχή, σταθερότητα όγκου κλπ

            2. Ο τύπος των στοιχείων που συνιστούν την τοιχοποιία : απορροφητικότητα, διαπερατότητα, χαρακτηριστικά επιφανείας κλπ

            3. Τεχνική δόμησης : Πλήρωση αρμών, βαθμός πίεσης που ασκείται στα δομικά στοιχεία, τύπος και μορφή εργαλείων κλπ.

 

6. Έλεγχος ποιότητας

Αναφέρεται με λεπτομέρειες στην ανάπτυξη των επιμέρους κατηγοριών κονιαμάτων.

  

7. Προβλήματα και μεθοδολογία αντιμετώπισης

Τα προβλήματα που απαντώνται στα κονιάματα σχετίζονται σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό με την κατηγορία του κονιάματος. Μία γενική θεώρηση περιλαμβάνει τα εξής προβλήματα :

 

7.1 Η εξάνθηση των τοιχοποιών

Η  εξάνθηση των τοιχοποιιών εμφανίζεται ως μία λευκή επικάλυψη ή λεπτός αφρός που καλύπτει τις εξωτερικές επιφάνειες των τοίχων των οικοδομών. Αν και ορισμένες μορφές εξανθήσεως έχουν προσωρινό χαρακτήρα και διαρκούν για σύντομο χρονικό διάστημα, υπάρχει μία μόνιμη μορφή η οποία είναι πιθανό μετά από μία βροχή να εξαφανίζεται προσωρινά, αλλά με την πάροδο των ετών συνεχώς εμφανίζεται δημιουργώντας προβλήματα καθόσον εκτός του ότι καταστρέφει την όλη εμφάνιση και την αισθητική της κατασκευής, συχνά με την πάροδο του χρόνου προκαλεί την αποσύνθεση του κονιάματος και την χαλάρωση των μονάδων τοιχοποιίας.

Η μόνιμη αυτή μορφή είναι η περισσότερο ολέθρια επειδή συμβαίνει στο εσωτερικό του τοίχου και δεν γίνεται αντιληπτή από την αρχή Είναι συχνότερη στις περιπτώσεις πυκνών κονιαμάτων και πλίνθων στις οποίες η πρόσφυση έχει διασπασθεί στην επιφάνεια επαφής κονιάματος και πλίνθου. Το νερό της βροχής διεισδύει μέσα από τις ρωγμές, αλλά μετά τη διαβροχή η τοιχοποιία του τύπου αυτού παρουσιάζει αντίσταση στο στέγνωμα επειδή το νερό ευρίσκεται εγκλωβισμένο και δεν μπορεί να εξατμισθεί όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση που τα τούβλα ήταν πορώδη. Η κατακρατούμενη αυτή υγρασία, προσελκύει και στη συνέχεια διαλύει διάφορα θειικά άλατα(του καλίου και του νατρίου κυρίως), τα οποία είναι διαλυτά και συνήθως συγκεντρώνονται στις υγρές αυτές περιοχές. Τα άλατα αυτά επιδρούν χημικά στην επιφάνεια της τοιχοποιίας ενώ παράλληλα επισπεύδουν την αποσύνθεση του κονιάματος. Η εξάνθηση που προκαλείται από άλλα διαλυτά άλατα και άλλες αδιάλυτες ουσίες όπως το ανθρακικό ασβέστιο, επιφέρει μικρότερης έκτασης προβλήματα που είναι προσωρινής και όχι μόνιμης φύσεως.

 

Από τις βασικότερες αιτίες για την δημιουργία εξανθημάτων είναι:

1. Ο λανθασμένος σχεδιασμός και η κακότεχνη κατασκευή (παράλειψη προστασίας, ατελής πλήρωση αρμών και ρωγμών κονιάματος, μη χρησιμοποίηση μονωτικής στρώσεως, ύπαρξη ελαττωματικών στομίων υδρορροών κλπ)

2. Η κακή επιλογή των μονάδων της τοιχοποιίας, ιδίως όταν τα τούβλα είναι αργιλικής προελεύσεως

3. Η κακή επιλογή των υλικών των κονιαμάτων και ιδίως όταν τα χρησιμοποιούμενα τσιμέντα δεν είναι χαμηλής περιεκτικότητας σε αλκάλια

4. Οι συνθήκες περιβάλλοντος και κυρίως αφ ενός μεν η ύπαρξη βροχοπτώσεων και αφ ετέρου δε η αυξημένη παρουσία καπνού,SO2, και H2S στα βιομηχανικά αέρια..

 

7.2 Η δημιουργία πεταλίδων (pitting and popping)

To φαινόμενο pitting και popping είναι πρόβλημα που οφείλεται στις ασβέστους που χρησιμοποιούνται στα επιχρίσματα αν και τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται με μικρότερη ένταση. Οι απαιτήσεις για λεπτόκοκκο υλικό (+200: 15% max) που τίθενται για τους τύπους N και S της υδρασβέστου κατά ASTM έχουν ως σκοπό να ελαχιστοποιήσουν την εμφάνιση των pits και pops. Είναι προφανές ότι όταν το Ca(OH)2  ευρίσκεται σε μορφή πολτού, όπως συμβαίνει στο 95% των περιπτώσεων στην Ελλάδα, ο κίνδυνος από τα pittings και poppings λόγω κοκκομετρίας στην ουσία είναι ανύπαρκτος λόγω του γεγονότος ότι το Ca(OH)2  είναι σε κολλοειδείς διαστάσεις. Αντιθέτως στην υδράσβεστο λόγω του κινδύνου να υπάρχουν άσβεστοι κόκκοι CaCO3 το πρόβλημα είναι εντονότερο.

Ως pits ή φαινόμενο pitting θεωρούνται πολύ μικρές σχεδόν αθέατες τρύπες που έχουν αισθητική επίπτωση στην επιφάνεια του κονιάματος και προκαλούνται περισσότερο από τα μεγαλυτέρου μεγέθους σωματίδια (+30 mesh), που κυρίως συνίστανται από SiO2 ή άψητα CaCO3 και που είναι ασυμβίβαστα με λεπτομερώς αλεσμένη υδράσβεστο. Τα μεγάλα σωματίδια εξασκούν πίεση και σκάνε με ένα κρότο (pop) από την επιφάνεια του κονιάματος. Αν και έχει ελαχιστοποιηθεί το φαινόμενο εντούτοις περιοδικά συμβαίνει και ως εκ τούτου οι προδιαγραφές των ΗΠΑ για την υδράσβεστο που χρησιμοποιείται σε επιχρίσματα περιλαμβάνουν σχετικό test που πρέπει να καλύπτουν οι υδράσβεστοι αυτοί.

 

Στο κεφάλαιο των  επιχρισμάτων, αναφέρονται τρόποι για την πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου.

                                                                                                      

7.3 Ρηγματώσεις

Έχει παρατηρηθεί ότι τα κονιάματα (ιδίως τα δόμησης και επιχρισμάτων) ενίοτε παρουσιάζουν ατέλειες με μορφή κυρίως α) μικρορωγμών που οφείλονται σε μικροκαθιζήσεις ή μετακινήσεις της τοιχοποιίας και ευρίσκονται μέσα στη μάζα του κονιάματος και β) μικρών κενών και ανωμαλιών στην επιφάνεια επαφής κονιάματος και πλίνθων. Οι ρηγματώσεις αυτές είναι δυνατόν να συμβούν κατά την διάρκεια της αρχικής σκληρύνσεως ως αποτέλεσμα της συρρικνώσεως και συμπυκνώσεως του κονιάματος είτε μετά την σκλήρυνση είτε λόγω διαφορετικού συντελεστή θερμικής διαστολής των επιμέρους στοιχείων της τοιχοποιίας είτε λόγω αλλεπαλλήλων μεταλλαγών στον όγκο τους (ύγρανση, ξήρανση), ακόμα και λόγω μετακινήσεως του τοίχου.

Στην επιλογή των κονιών που θα συνθέσουν ένα κονίαμα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η άσβεστος έχει την ικανότητα να αποκαθιστά μόνη της τυχόν μικροελαττώματα ή ζημιές στη μάζα της. Αυτό γίνεται καθώς CO2 από την ατμόσφαιρα αντιδρά χημικά με την άσβεστο σχηματίζοντας CaCO3. Το νερό της βροχής που απορροφάται από το κονίαμα διαλύει απειροελάχιστες ποσότητες μη δεσμευμένης ασβέστου (υδροξείδιο του ασβεστίου), που διεισδύει στη ρωγμή ή το κενό και σύντομα στερεοποιείται και εναποτίθεται ως ίζημα που γεμίζει αυτά τα μικροσκοπικά τριχοειδή κενά. Έτσι σχηματίζεται μία συμπαγής και αδιαπέραστη μάζα κονιάματος και μια ακόμα πιο ισχυρή πρόσφυση μεταξύ πλίνθων και κονιάματος.

 

8. Σήμανση, τυποποίηση , εμπορικά στοιχεία

Αναφέρονται στις επιμέρους κατηγορίες

 

9. Βιβλιογραφία

1.     Boynton,R.S.,Chemistry and Technology of Lime and Limestone, Interscience, New York, (1966), pg.396.

2.     European Committee for Standardization, EN 998-1, Specification for mortar for masonry, Part 2 Masonry mortar, 2000

3.     Οates, J.A.H. Lime and Limestone, Chemistry and Technology, Production and uses, Wiley-VCH, Germany 1998, pg 456.

4.     European Committee for Standardization, ΕΝ 998-2, Specification for mortar for masonry, Part 1  Rendering/plastering, 2000

5.     Hedin, R., Plasticity of lime mortars. N.L.A., Washington D.C., Annual opperating meeting, (1962) pg.3

6.     ASTM C-207-79, Standard specification for hydrated lime for masonry purposes, ,Philadelphia, PA 19103.

7.     Walker, D.D., Hydrated lime, an irreplaceable mortar plasticizer Proc. of 7th International Lime Congress. Rome (1990), pp 289-313.

8.     Boynton, R.S., Gutschick,K.A., Durability of mortar and masonry, Masonry Mortar Technical Notes I N.L.A. Washington D.C. (1964)

9.     Boynton, R.S., Gutschick,K.A., Strength considerations in mortar and masonry, Masonry Mortar Technical Notes II N.L.A. Washington D.C. (1964)

10.  Boynton, R.S., Gutschick,K.A., Bond of mortar to masonry units, Masonry Mortar Technical Notes    III N.L.A. Washington D.C. (1964).

11.  Boynton, R.S., Gutschick,K.A., Efflorescence of masonry, Masonry Mortar Technical Notes IV,   N.L.A. Washington D.C. (1966).

12.  Boynton, R.S., Gutschick,K.A., Effect of mortar composition on wall leakage, Masonry Mortar Technical Notes V N.L.A. Washington D.C. (1979).

13.  Matthys, J.H., Conventional masonry mortar investigation on concrete block, N.L.A., (1989).

14.  Matthys, J.H., Flexural bond strength of portland cement lime and masonry cement mortars, Proc of 8th International Brick/block Conference, Dublin, (1988), Vol.1, pp.284-91.

15.  Ritchie, T., Plewes, W.G., Moisture penetration of brick masonry panels, A.S.T.M. Bulletin (1960).

16.  Voss, W.C., Exterior masonry construction, N.L.A. Bulletin No 324, (1960).

17.  Mehlmann, M., Oppermann, B., The role of masonry mortar and rendering mortar in modern masonry construction, Proc of 8th International Brick/block Conference, Dublin, (1988), Vol.1, pp 139-49.

18.  Tsimas, S. Lime an irreplaceable mortar constituent Civil Engineering, European Courses - Mechanics and structural restoration of masonry structures. Lab of reinforced concrete. Athens (1992).

19.  . R. Wendehorst. Δομικά Υλικά, Εκδόσεις  Μ.Γκιούρδας, Αθήνα (1981), σ. 720

20.  Τσίμας Σ., Αποστολίδου Α.,  Μελέτη της ασβέστου που προορίζεται για δομικές χρήσεις, ΤΕΕ, Αθήνα 1984. Σελ 56

21.   Πατσαβούδης Δ.,Τεχνολογία δομικών υλικών, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1989

22.  Τσίμας, Σ., και άλλοι, Διατύπωση προτάσεων για την σύνταξη προ-διαγραφών για τα επιχρίσματα, ΤΕΕ/Ε.Ε.Δ.Υ.Σ, 1987

23 Τσίμας Σ. Δομικά υλικά (Τσιμέντο - Ασβέστης - Σκυρόδεμα - Κονιάματα), ΕΜΠ,   Αθήνα 2001.

24 ΕΛΟΤ EN 998.01:2003 Προδιαγραφή κονιαμάτων τοιχοποιίας- Μέρος 1: Εξωτερικά και εσωτερικά επιχρίσματα

25  ΕΛΟΤ EN 998.02:2003 Προδιαγραφή κονιαμάτων τοιχοποιίας- Μέρος 2: Κονίαμα τοιχοποιίας