ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ: ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΕΙ ΕΝΑ ΔΩΜΑ ΜΕ ΦΕΡΟΝΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΥ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑΤΟΣ
1. Αναφορικά με την αντοχή στο χρόνο των δωμάτων
2. Παράγοντες που επηρεάζουν την αντοχή στο χρόνο των στρώσεων του δώματος
3. Αναφορικά με το ασφαλές για τους χρήστες του Δώματος
Ένα δώμα για να είναι δυνατόν να αντέξει στις επικρατούσες κλιματικές συνθήκες και στις χρήσεις που έχουν ορισθεί για αυτό και συγχρόνως να συμβάλει στη δημιουργία βέλτιστων συνθηκών διαβίωσης, στους κάτω από αυτό χώρους, θα πρέπει να μελετηθεί και να κατασκευασθεί με βάση ορισμένους γενικούς κανόνες και να ικανοποιεί ελάχιστες απαιτήσεις, τόσον από πλευράς υλικών όσο και από πλευράς διαμόρφωσης των διαφόρων στρώσεων του, έτσι ώστε αυτό:
Να παρουσιάζει τη μέγιστη αντοχή στο χρόνο τόσο η κάθε επιμέρους στρώση, όσο και το σύνολο των στρώσεων.
Να εξασφαλίζει το κατοικήσιμο αυτού τούτου του Δώματος για τη χρήση που προβλέπεται, όσο και των κάτωθεν αυτού χώρων.
Να είναι όσο το δυνατόν ασφαλές για τους χρήστες του.
1. Αναφορικά με την αντοχή στο χρόνο των δωμάτων, πρέπει:
1.1 Να υπάρχει συμβατότητα μεταξύ της στεγανωτικής και της θερμομονωτικής στρώσης.
Τούτο σημαίνει ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επόμενοι βασικοί παράγοντες που ο καθένας χωριστά ή σε συνδυασμό μεταξύ τους μπορούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά της θερμομονωτικής στρώσης όπως: θερμοκρασία, μηχανικές καταπονήσεις, παρουσία νερού υπεριώδης ακτινοβολία, χημικοί και βιολογικοί παράγοντες.
1.3 Η στεγανωτική στρώση να διατηρεί τις ιδιότητες της στο χρόνο και να μην επηρεάζεται:
Από τους ατμοσφαιρικούς και κλιματικούς παράγοντες (άνεμος, βροχή, παγετός, θερμοκρασία, υπεριώδης ακτινοβολία).
Από μηχανικές καταπονήσεις από τη χρήση του δώματος.
Από τις κινήσεις του υποστρώματος επί του οποίου έχει τοποθετηθεί.
Από την στρώση προστασίας – κυκλοφορίας που τοποθετείται πάνω από αυτή.
2. Παράγοντες που επηρεάζουν την αντοχή στο χρόνο των στρώσεων του δώματος.
2.1 Η επίδραση της θερμοκρασίας.
2.1.1 Στη θερμομονωτική στρώση.
Στη διεπιφάνεια θερμομονωτικής και στεγανωτικής στρώσης, οι αναπτυσσόμενες θερμοκρασίες φθάνουν +80οC και -20 οC όταν δεν υπάρχει στρώση προστασίας. Στην αντίθετη περίπτωση φθάνουν +60 οC και -20 οC.
Σε αυτές τις θερμοκρασίες, δεν πρέπει να δημιουργούνται καταπονήσεις στα υλικά της θερμομονωτικής στρώσης που μπορούν να οδηγήσουν :
Στη θραύση ή στην αποκόλληση του υλικού εφ΄ όσον έχει κολληθεί στο υπόστρωμα του.
Στη ρηγμάτωση της στεγανωτικής στρώσης που έχει επικολληθεί σε θερμομονωτικό υπόστρωμα.
Στη μείωση του πάχους του θερμομονωτικού υλικού.
Η στεγανωτική στρώση πρέπει να αντέξει χωρίς αλλοιώσεις και καταστροφές σε θερμοκρασίες +80οC μέχρι -20οC όταν δεν έχει στρώση προστασίας και σε μεταβολές θερμοκρασίας της τάξης των 60 οC (θερμικές κρούσεις).
Τα παρουσιαζόμενα φαινόμενα στη στεγανωτική στρώση από την επίδραση της θερμοκρασίας είναι :
Έλλειψη σταθερότητας κόλλησης μεταλλικής προστατευτικής επικάλυψης ασφαλτικών μεμβρανών
Θερμικές κινήσεις της στεγανωτικής στρώσης στην περιοχή των ενώσεων των φύλλων (επικάλυψεις).
Απώλειας συνάφειας και ολίσθησης με το υπόστρωμα που έχει κολληθεί.
Ρηγμάτωση της στεγανωτικής στρώσης λόγω θερμικών κινήσεων του θερμομονωτικού υποστρώματος.
2.1.3 Στα φέροντα στοιχεία του δώματος και στα προεξέχοντα αυτού, από Ο.Σ.
Οι θερμοκρασιακές μεταβολές στα φέροντα στοιχεία του δώματος και στα προεξέχοντα στοιχεία μεγάλου μήκους (στηθαία, μαρκίζες, εξώστες) θα δημιουργήσουν ρηγματώσεις όταν δεν είναι θερμομονωμένα και δεν έχουν οπλίσθει ανάλογα.
Οι ρηγματώσεις αυτές θα παρασύρουν και την επικολλημένη σε αυτά στεγανωτική στρώση, θα παρασύρουν όμως σε ρηγμάτωση και τους περιμετρικούς δοκούς της πλάκας.
2.1.4 Στις στρώσεις κλίσης και στις χυτές επί του τόπου στρώσεις προστασίας – κυκλοφορίας.
Οι στρώσεις που δεν κατασκευάζονται με πλήρη πρόσφυση στη φέρουσα πλάκα θα υποστούν τις συνέπειες των θερμοκρασιακών μεταβολών εάν δεν προστατεύονται θερμικά. Θα παρουσιάσουν ρηγματώσεις στην επιφάνεια τους και θα είναι αιτία των οριζoντίων ρηγματώσεων στα περιμετρικά στηθαία, εκτός εάν προβλεφθούν περιμετρικοί αρμοί διαστολής ή και ενδιάμεσοι. Παρόμοια φαινόμενα θα παρουσιάσουν και οι στρώσεις προστασίας – κυκλοφορίας εάν κατασκευασθούν χωρίς αρμούς.
Η στεγανωτική στρώση που τοποθετείται στην τελευταία προς τα άνω στάθμη χωρίς στρώση προστασίας – κυκλοφορίας, οφείλει να αντέχει στις επιδράσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας, να διατηρεί το χρώμα της, τις ιδιότητες της, χωρίς να γηράσκει και να καταστρέφεται βαθμιαία τόσο επιφανειακά, όσο και στην μάζα της.
2.3.1 Στη θερμομονωτική στρώση.
Το νερό που συναντάται στη θερμομονωτική στρώση έχει πολλές προελεύσεις:
Από τη διαδικασία διαμόρφωσης της στρώσης κλίσης πάνω από τη θερμομόνωση ιδίως όταν πρόκειται για ελαφροσκυροδέματα.
Από τα όμβρια νερά κατά τη φάση τοποθέτησης της θερμομόνωσης.
Από τυχαίες διαρροές σωληνώσεων.
Από συμπυκνώσεις υδρατμών από τους κατοικήσιμους χώρους.
Από μετακινήσεις υδρατμών από το υπόστρωμα σκυροδέματος το οποίο δεν πρόλαβε να στεγνώσει και επ΄ αυτού τοποθετήθηκε η θερμομόνωση.
Από την παρουσία νερού στη θερμομονωτική στρώση θα παρουσιασθούν:
Μειώσεις της θερμομονωτικής ικανότητας της.
Εναλλαγές στις διαστάσεις των ελαφρών θερμομονωτικών υλικών λόγω των διαδοχικών καταστάσεων ύγρανσης και στεγνώματος (συστολή, διόγκωση, καμπύλωση).
Αλλοίωση των μηχανικών χαρακτηριστικών της όπως :
Της αντοχής σε εφελκυσμό κάθετα στο επίπεδο
Της συμπιεστότητας σε δεδομένη παραμόρφωση
Επιπτώσεις στη στεγανωτική στρώση (ρηγμάτωση) όταν υγρανθεί το θερμομονωτικό της υπόστρωμα. Θα πρέπει οι μεταβολές των διαστάσεων από την αλλαγή της υγρομετρικής κατάστασης της θερμομόνωσης, να είναι συμβατές με τις αντίστοιχες της στεγανώσης.
Μειώσεις της θερμομονωτικής ικανότητας στην περίπτωση τοποθέτησης της θερμομόνωσης πάνω από τη στεγανωτική στρώση λόγω της παρουσίας νερού ή και παγετού στις ενδοεπιφάνειες μεταξύ στεγάνωσης και θερμομόνωσης ως και μεταξύ των αρμών των θερμομονωτικών φύλλων ιδίως όταν οι κλίσεις είναι μικρότερες του 1,5%.
2.3.2.1 Όταν δεν προβλέπεται επ΄ αυτής στρώση προστασίας – κυκλοφορίας.
Η στεγανωτική στρώση πρέπει να έχει την ικανότητα να αντέχει:
Στο παραμένον νερό στην άνω επιφάνεια της που δημιουργείται λόγω των υπεψώσεων της στεγάνωσης από τις επικαλύψεις των ρολών, κυρίως από τις διαδοχικές καταστάσεις ύγρανσης – στεγνώματος.
Στις συμπυκνώσεις υδρατμών που ενδεχόμενα θα δημιουργηθούν στην κάτω επιφάνεια της.
Στην προσπίπτουσα βροχή, όπως και στο χιόνι και το χαλάζι πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι αποτελεσματική η αυτοπροστασία της:
Οι ψηφίδες να είναι πλακοειδείς σχιστολιθικές.
Οι επικολλήσεις τους να μην επηρεάζονται από τις καταπονήσεις που μπορεί να δεχθεί ένα μη βατό δώμα.
Η επικόλληση μεταλλικής αυτοπροστασίας να είναι σταθερή στο υπόστρωμα της και να μην κυματώνεται (ρητιδιάζει) λόγω θερμικών καταπονήσεων.
2.3.2.2 Όταν υπάρχει στρώση προστασίας – κυκλοφορίας.
Θα πρέπει γενικά κάθε στρώση πάνω από τη στεγάνωση να είναι έτσι τοποθετημένη ώστε η ροή των νερών να είναι όσο το δυνατόν ελεύθερη και άνετη. Στρώση προσκολλημένη στη στεγάνωση εκτός από τα προβλήματα που δημιουργεί σε αυτή από τις θερμοκρασίες μεταβολές, θα δημιουργεί και από την σχεδόν μόνιμη παρουσία νερού.
Αυτός είναι ο λόγος που γενικά οι Τεχνικές Προδιαγραφές για τα Δώματα των κρατών Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπουν για στρώση προστασίας:
Για τα μη βατά δώματα, είτε στρώση αυτοπροστασίας, είτε στρώση από χάλικες πάνω σε γεωύφασμα.
Για τα βατά Δώματα προκατασκευασμένες σιμεντόπλακες διαστάσεων 50/50 ή 60/60 εδραζόμενες στις τέσσερις γωνίες τους σε ειδικά έδρανα από συνθετικό υλικό, δυνάμενα να ρυθμίζονται ή όχι καθ’ ύψος.
Η στρώση προστασίας όταν αποτελείται από τεχνητές ή φυσικές πέτρες να τοποθετείται με αρμούς διαστολής ώστε να μην καταστραφεί από υγροσκοπική διαστολή και να μην προκαλέσει ρηγματώσεις στα υπερυψωμένα στοιχεία δώματος (στηθαία) από την έλλειψη των ως άνω αρμών, με τις οριζόντιες δυνάμεις που θα αναπτυχθούν.
Τούτο κυρίως θα συμβεί όταν η στρώση αυτή προστασίας είναι απ’ ευθείας τοποθετημένη στη στεγανωτική επένδυση με πλήρη πρόσφυση (με υδραυλικό κονίαμα) οπότε θα συμπεριφερθεί σαν μία οριζόντια πλάκα χωρίς να διαθέτει τους απαραίτητους αρμούς.
2.4 Οι μηχανικές καταπονήσεις.
2.4.1 Στο θερμομονωτικό υπόστρωμα στεγανωτικής στρώσης.
Τα χαρακτηριστικά του θερμομονωτικού υποστρώματος πρέπει να εξασφαλίσουν στη στεγανωτική στρώση, σταθερότητα στη θέση της και αντοχή σε εξωτερικές μηχανικές καταπονήσεις μικρής και μεγάλης διαρκείας, προερχόμενες :
Από ομοιόμορφα στατικά φορτία
Από συγκεντρωμένα στατικά φορτία
Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δίδεται στα ομοιόμορφα στατικά φορτία που εξασκούνται στην περιοχή των δίεδρων γωνιών του δώματος όταν η στεγάνωση γυρίζει κατακόρυφα σε προεξέχοντα στοιχεία δώματος (π.χ. στηθαία, τοίχοι, υπερκατασκευών) όπου το κατακόρυφο τμήμα είναι κολλημένο και το οριζόντιο είναι τοποθετημένο σε θερμομονωτικό υπόστρωμα.
Φορτία μεγάλης διάρκειας (ομοιόμορφα ή συγκεντρωμένα) αυξάνουν την τριβή μεταξύ στεγάνωσης και θερμομονωτικού υποστρώματος και από τον λόγο αυτό αυξάνουν με τη σειρά τους τις προκαλούμενες καταπονήσεις στη στεγάνωση από τις μετακινήσεις του υποστρώματος.
Στα δώματα όπου υπάρχει στρώση κυκλοφορίας και όπου η στεγάνωση τοποθετείται κατά τον ανεξάρτητο τρόπο, στο θερμομονωτικό της υπόστρωμα, θα πρέπει για την αποφυγή των επιπτώσεων από τις υγροθερμικές μετακινήσεις του στη στεγάνωση, να παρεμβάλλεται στρώση ανεξαρτητοποίησης συνήθως από υαλοπίλημα στο επίπεδο του, βάρους 100gr/m2.
2.4.2 Στη θερμομονωτική στρώση κάτω από στρώση κλίσης.
Πρέπει πάντοτε να παρεμβάλλεται μία στρώση ανεξαρτητοποίησης ώστε να προστατεύεται η θερμομονωτική στρώση από τις κινήσεις της στρώσης κλίσης ιδίως όταν η τελευταία κατασκευάζεται χωρίς αρμούς διαστολής.
Η όλη κατασκευή του δώματος και τα χαρακτηριστικά της στεγανωτικής στρώσης πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις κινήσεις που είναι δυνατόν να δημιουργηθούν από το υπόστρωμα και από τα διάφορα στοιχεία του δώματος και του κτιρίου και τις επιπτώσεις των κινήσεων αυτών επί της στεγανωτικής στρώσης.
Η στεγανωτική στρώση περιλαμβανομένου και του υποστρώματος της και της ενδεχόμενης στρώσης προστασίας ή αυτοπροστασίας πρέπει να είναι σε θέση να δεχθεί τα φορτία που προβλέπονται να εφαρμοσθούν στο Δώμα.
Πρέπει να λαμβάνεται ακόμα υπόψη και το φαινόμενο μαλθώσεως του υλικού όταν η στεγάνωση αποτελείται από ασφαλτικά φύλλα και δεν έχει μεγάλου πάχους προστασίας. Σε αυτή τη περίπτωση η στεγάνωση θα έχει την δυσκολία να δεχθεί τα προβλεπόμενα φορτία.
Οι τύποι καταπονήσεων που δέχεται η στεγανωτική στρώση είναι στατικής φύσεως και δυναμικής φύσεως.
Οι καταπονήσεις στατικής φύσης προέρχονται συνήθως από φορτία κάποιας διάρκειας (μίας ή πολλών ημερών) και που προέρχονται από την εφαρμογή και τοποθέτηση στο Δώμα διαφόρων υλικών συντήρησης όπως και διαφόρων μηχανημάτων ως και από φορτία μικρής διάρκειας (κυκλοφορία ατόμων).
Οι καταπονήσεις δυναμικής φύσης προέρχονται συνήθως από πτώση σκληρών αντικειμένων π.χ. εργαλείων.
Οι κίνδυνοι καταστροφής της στεγανωτικής στρώσης από στατικά και δυναμικά φορτία εξαρτώνται από το βατό ή όχι του Δώματος, από τη συχνότητα χρήσης του και από τη στάθμη καταπόνησης ως και από την αντοχή των υλικών της στεγάνωσης σε στατική και δυναμική διάτρηση.
Στην περίπτωση ύπαρξης στρώσης κυκλοφορίας πάνω από την στεγανωτική στρώση θα πρέπει να προβλέπεται μία στρώση ανεξαρτητοποίησης μεταξύ αυτών ώστε να μην δημιουργούνται επιπτώσεις από τις ενδεχόμενες κινήσεις της στρώσης προστασίας (θερμοκρασιακής ή υγροσκοπικής μορφής) στη στεγάνωση, ιδίως όταν δεν έχουν προβλεφθεί οι κατάλληλες διαμερισματώσεις της στρώσης κυκλοφορίας. Σημειούται ότι η απλή τοποθέτηση ενός γεωυφάσματος ως στρώση ανεξαρτητοποίησης, δεν θεωρείται ότι παρέχει προστασία στη στεγανωτική στρώση. Πρέπει πάντοτε να υπάρχει επί του γεωυφάσματος και μία στρώση χαλίκων. Το γεωύφασμα κανονικά πρέπει να αποτελείται από μη υφαντές συνθετικές ίνες ελάχιστου βάρους 170 gr/m2.
Ειδικά συνθετικά έδρανα ρυθμιζόμενα ή όχι καθ’ ύψος, επί των οποίων στερεούνται αυτοφερόμενες τσιμεντόπλακες ως στρώση κυκλοφορίας πρέπει να έχουν βάση με όχι άκαμπτες ακμές (να παρουσιάζουν ελαστικότητα και υποχώρηση στα εξασκούμενα κατακόρυφα φορτία) ώστε να μην κινδυνεύουν να ρηγματώσουν την στεγανωτική επένδυση επί της οποίας εδράζονται.
2.5 Η επίδραση των βιολογικών παραγόντων.
2.5.1 Στη θερμομονωτική στρώση.
Γενικά τα υλικά των θερμομονωτικών στρώσεων δεν πρέπει να καταστρέφονται από βιολογικούς παράγοντες. Όταν δεν υφίστανται επιδράσεις υγρασίας δεν κινδυνεύουν από τους παράγοντες αυτούς.
Τα υλικά με βάση την πολυστερόλη δεν προσβάλλονται από μύκητες και βακτηρίδια.
Αντίθετα καταστρέφονται από έντομα άσπρα τυφλά μυρμήγκια (τερμίτες), από ποντίκια και πουλιά που χρησιμοποιούν το υλικό για φωλιές.
Τα ινώδη θερμομονωτικά υλικά με το υλικό εμποτισμού των ινών (βακελίτης) προστατεύονται έναντι βακτηρίων και μυκήτων.
Τα υλικά που χρησιμοποιούνται για τις στεγανωτικές επενδύσεις δεν πρέπει να ευνοούν την ανάπτυξη βακτηριδίων, λειχήνων και κρυπτόγαμων.
Εκτός αυτού πρέπει να προστατεύονται από προσβάσεις εντόμων, πουλιών και ποντικών.
2.6 Η επίδραση των χημικών παραγόντων.
2.6.1 Στη θερμομονωτική στρώση.
Πρέπει πάντοτε να εξετάζονται οι χημικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των στοιχείων που απαρτίζουν τις διάφορες στρώσεις του δώματος όπως :
Μεταξύ θερμομόνωσης και διαφράγματος υδρατμών.
Μεταξύ στρώσεων θερμομόνωσης και υλικών συνδεσμολογίας των στρώσεων.
Μεταξύ θερμομόνωσης και υλικών σύνδεσης αυτής με το υπόστρωμα της και την στεγανωτική επένδυση.
2.6.1.1 Υλικά με βάση την πολυστερόλη.
Δεν αντέχουν στις επιδράσεις ασφάλτου, βενζόλιου και νιτρικού οξέως, στην ασετόνη και στην βενζίνη.
2.6.1.2 Ινώδη θερμομονωτικά υλικά.
Αντέχουν σε όλες τις χημικές επιδράσεις που προέρχονται από το ατμοσφαιρικό περιβάλλον. Είναι χημικά αδρανή και δεν αποδεσμεύουν από μόνα τους ή με την παρουσία νερού συστατικά τα οποία να προκαλούν διαβρώσεις σε μεταλλικά στοιχεία.
Τα υλικά που χρησιμοποιούνται στις στεγανωτικές επενδύσεις πρέπει να αντέχουν στις προσβολές από στοιχεία ατμοσφαιρικού περιβάλλοντος (O2, Ο3, CO2, H2S, SO2) και θαλασσινού περιβάλλοντος.
Οι στεγανωτικές επενδύσεις των δωμάτων κήπων πρέπει να αντέχουν στα οργανικά οξέα από τα ριζίδια.
Πρέπει να εξετάζονται προβλήματα συμβατότητας που μπορεί να προκύψουν κατά τη φάση τοποθέτησης τους (π.χ. μαλάκωμα του υποστρώματος με διαλυτικό ή με τη θερμοκρασία κατά την εφαρμογή της κόλλας) όπου είναι δυνατό να επηρεάσουν επί μακρόν την αποτελεσματικότητα της στεγανωτικής επένδυσης (π.χ. κατόπιν μετακίνησης του πλασματικού της στεγανωτικής επένδυσης προς την κόλλα.
2.7 Αναφορικά με το κατοικήσιμο του Δώματος και των κάτωθεν αυτού χώρων όπου επεμβαίνει:
Με τη διάταξη θερμομόνωσης δεν πρέπει να διακυβεύεται η αποτελεσματικότητα της στεγανωτικής επένδυσης.
Ομοίως δεν πρέπει να παρουσιάζεται ασυμβατότητα μεταξύ των διαφόρων στρώσεων του δώματος, οι δε μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις δεν πρέπει να επηρεάζουν την αντοχή του δώματος για τη χρήση που προορίζεται ούτε να δημιουργούν παθολογικές καταστάσεις στους χώρους κάτω από το δώμα, από το πέρασμα του νερού.
Η στεγανωτική αντιμετώπιση των στομίων υδρορροών (σύνδεση τους με την στεγανωτική επένδυση) πρέπει να είναι τέτοια ώστε από τα σημεία αυτά να μην παρουσιάζονται διαρροές.
Το ίδιο ισχύει για κάθε στοιχείο που διασχίζει το δώμα (αγωγοί πάσης μορφής).
2.9 Η υγροθερμική συμπεριφορά των στρώσεων του δώματος που εξαρτάται:
Ο ολικός συντελεστής θερμοπερατότητας (ή συντελεστής μετάδοσης θερμότητας) με συμβολισμό Κ ή U η ολική θερμική αντίσταση R του δώματος πρέπει να έχουν τιμές όπως ορίζονται από τους ισχύοντες κανονισμούς θερμομόνωσης.
Πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη οι ενδεχόμενες διακυμάνσεις του συντελεστή θερμοαγωγιμότητας λ των διαφόρων στρώσεων και κυρίως των θερμομονωτικών από την μεταβολή της ποιότητας των υλικών, από την απώλεια των διογκωτικών μέσων των κυψελωτών υλικών, από την στεγανότητα στον αέρα των ινωδών υλικών και από το ποσοστό υγρασίας αυτών όταν υπάρχει πιθανότητα να είναι μεγαλύτερο του «χρήσιμου ποσοστού» που πρέπει να ορίζεται συμβατικά για κάθε υλικό.
Σημειούται ότι στους Κανονισμούς θερμομονώσεων χώρων Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε ιδιαίτερο κεφάλαιο «θερμικά χαρακτηριστικά υλικών» ορίζεται το «χρήσιμο ποσοστό υγρασίας» ως και η θερμοκρασία και η σχετική υγρασία περιβάλλοντος όπου γίνονται οι μετρήσεις των συντελεστών θερμοαγωγιμότητας λ και των συντελεστών θερμικής αντίστασης.[2]
Η θερμομονωτική στρώση δύναται να είναι και από άλλα υλικά κατασκευαζόμενη επί τόπου όπως π.χ. ελαφροσκυροδέματα ή διογκωμένη σιμεντοκονία, πλήν όμως η θερμική αποτελεσματικότητα τους, εξαρτάται από το πάχος και από το εγκλωβισμένο νερό κατά τη φάση μορφοποίησης τους (το οποίο απαιτεί χρονικό διάστημα για την απομάκρυνση του με εξάτμιση ή με βαρύτητα από τις κάτω στρώσεις).
2.9.2 Από την αποφυγή συμπυκνώσεων υδρατμών (επιφανειακών και στη μάζα των στοιχείων).
Η όλη δομή του δώματος (υλικά και διατάξεις στρώσεων) πρέπει να προβλέπεται έτσι ώστε να αποφεύγεται κάθε επιβλαβής συμπύκνωση υδρατμών στο εσωτερικό των στρώσεων στις διαχωριστικές μεταξύ αυτών επιφάνειες ή στην ορατή από κάτω του δώματος επιφάνεια.
Η συμπύκνωση στο εσωτερικό των στρώσεων ιδίως στη θερμομόνωση πρέπει να είναι αρκετά μικρή ώστε να μην αλλοιώνεται η θερμομονωτική ικανότητά τους και να μην δημιουργούνται προβλήματα αντοχής στο χρόνο αυτών.
Η επιφανειακή συμπύκνωση μεταξύ των στρώσεων ή στην ορατή από κάτω επιφάνεια του φέροντος στοιχείου συνήθως δεν είναι επιβλαβής εάν είναι παροδική και δεν είναι εμφανής (γκριζόμαυρες επιφάνειες από μύκητες και προσκόλλησης μορίων σκόνης) ή δεν επιδρά στη θερμομονωτική τους ικανότητα.
Ειδικά για την θερμομονωτική στρώση η επιφανειακή κάτω από αυτήν συμπύκνωση ή στη μάζα αυτής δύναται να αποφεύγεται με την τοποθέτηση φράγματος υδρατμών. Στην περίπτωση ύπαρξης κινδύνου δημιουργίας έντονων συμπυκνώσεων υδρατμών στη μάζα των στρώσεων ή στις κάτω από αυτές επιφάνειες το φράγμα υδρατμών δεν επαρκεί.
Απαιτείται και στρώση διάχυσης υδρατμών σε συνδυασμό με διατάξεις εξαεριστήρων.
Όταν δεν αντιμετωπίζεται η τοποθέτηση φράγματος υδρατμών ή στρώσης διάχυσης υδρατμών, πρέπει να αποδεικνύεται ότι ικανοποιούνται οι παρακάτω απαιτήσεις:
Η συμπύκνωση που δημιουργείται σε έναν ετήσιο κύκλο πρέπει να είναι δυνατόν να εξαλειφθεί στον ίδιο χρόνο δηλαδή αυτή που παρήχθη τον χειμώνα πρέπει να εξατμίζεται το καλοκαίρι.
Τα υλικά κατασκευής των διαφόρων στρώσεων, κυρίως τα θερμομονωτικά σε επαφή με τη υγρασία και το νερό δεν θα πρέπει να αλλοιώνονται και να διαβρώνονται από την παρουσία αυτή (διόγκωση των υλικών με βάση το ξύλο, σάπισμα ή φουσκάλιασμα της στεγάνωσης, αλλοίωση των προβλεπομένων ενώσεων θερμομόνωσης και στεγάνωσης.
2.10 Η θερμική άνεση των κατοικήσιμων χώρων κάτω από το δώμα.
Ο όλος σχεδιασμός της διάταξης των στρώσεων του δώματος πρέπει αν είναι τέτοιος ώστε να περιορίζονται στο ελάχιστο οι θερμικές απώλειες και από τα στοιχεία του φέροντος οργανισμού της οροφής του τελευταίου ορόφου, όταν αυτά δεν είναι θερμομονωμένα εξωτερικά (περιμετρικοί δοκοί, ενδιάμεσα ανεστραμμένοι δοκοί).
Τοποθέτηση της θερμομονωτικής στρώσης επί του ξυλοτύπου της φέρουσας πλάκας του δώματος αποστερεί κατά μεγάλο ποσοστό το εσωτερικό των χώρων από τα στοιχεία με μεγάλη θερμοχωρητικότητα, της τόσο χρήσιμης στη θερμική άνεση (αποθήκευσης θερμότητας και απόδοσης της με χρονική υστέρηση, τόσο το καλοκαίρι όσο και το χειμώνα ιδίως όταν το σύστημα θέρμανσης είναι διακοπτόμενο).
3. Αναφορικά με το ασφαλές για τους χρήστες του Δώματος.
3.1 Αντοχή απέναντι στις επιδράσεις του ανέμου.
Το σύστημά της θερμομόνωσης και στεγάνωσης ως και οι διατάξεις προστασίας αυτών πρέπει να συνδυάζονται έτσι, ώστε να μην δημιουργείται κανένας κίνδυνος καταστροφής του από επαναλαμβανόμενες και εναλλασσόμενες φορτίσεις από τον άνεμο. Οι δυνάμεις πίεσης και υποπίεσης από τον άνεμο που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, δίδονται από τους κανονισμούς φορτίσεων και είναι διάφορες ανάλογα της περιοχής, της θέσης και του ύψους του έργου.
Εκτός των ανωτέρω πρέπει να λαμβάνονται υπ΄ όψη οι επιδράσεις του ανέμου επί των διαφόρων υπερκατασκευών του δώματος, των οποίων οι στηρίξεις επ’ αυτού μπορεί να έχουν δυσάρεστα αποτελέσματα στην συμπεριφορά των διαδοχικών στρώσεων του δώματος και να δημιουργήσουν κινδύνους για ανθρώπινα ατυχήματα (π.χ. ιστοί σημαίας και τηλεόρασης, μηχανήματα και αγωγοί κλιματισμού, κινητοί γερανοί επί του δώματος για καθαρισμό υαλοπετασμάτων όψεων).
Το δώμα στο σύνολο του πρέπει να ικανοποιεί τους ισχύοντες κανονισμούς πυρασφάλειας. Γενικά οι κανονισμοί αυτοί επιβάλουν όρια μετάδοσης της φωτιάς στην εξωτερική και εσωτερική επιφάνεια στην διείσδυση της φωτιάς και σε ορισμένες περιπτώσεις στο εύφλεκτο της εξωτερικής και εσωτερικής επιφάνειας.
Η συμπεριφορά στη φωτιά, του κάθε δώματος εξαρτάται από τη στεγανωτική επένδυση, από τη στρώση προστασίας της, το υπόστρωμα και από την κλίση του δώματος.
Το εύφλεκτο της εσωτερικής επιφάνειας εξαρτάται από το υλικό και τη θέση τοποθέτησης της θερμομονωτικής στρώσης: π.χ. τοποθέτηση αυτής επί του ξυλοτύπου της φέρουσας πλάκας δώματος όταν το υλικό είναι εύφλεκτο (περίπτωση πολυστερόλης) θα πρέπει να γίνεται επί μίας προπλάκας πάχους 5cm από Ο.Σ. (σύμφωνα με τον κανονισμό πυρασφάλειας).
3.3 Ασφάλεια έναντι οριζόντιων ωθήσεων στα στηθαία και κιγκλιδώματα των Δωμάτων.
Στα βατά δώματα, τα στηθαία και τα κιγκλιδώματα που τοποθετούνται περιμετρικά πρέπει να έχουν την ικανότητα να παραλάβουν τις οριζόντιες ωθήσεις που ενδεχόμενα θα δημιουργηθούν από ανθρωποσυνωστισμό.
Στα μη βατά Δώματα, πάντοτε πρέπει να υπάρχει μια κατασκευή έστω και εσωτερικά από την εξωτερική περίμετρο που να υποδηλώνει και να οριοθετεί μια προστατευτική διάταξη.
Οι στηρίξεις όλων των ανωτέρω εκτός από τη ζητούμενη προστασία, πρέπει να εξασφαλίζουν την διατήρηση των ιδιοτήτων των διαφόρων στρώσεων του Δώματος (στήριξη στεγανή – ευστάθεια των στρώσεων).
[1] (βλ. ΚΕ ΕΛΟΤ 1415)
[2] Όπου στις προηγούμενες ή και στις επόμενες παραγράφους αναφέρεται θερμομονωτική στρώση, ή θερμομονωτικό υλικό, ή θερμομόνωση, συνήθως νοείται ότι αποτελείται από προκατασκευασμένες ελαφρές μη αυτοφερόμενες πλάκες από οργανικά ή ανόργανα υλικά που έχουν:
Συντελεστή θερμοαγωγιμότητας λ,0,065 W/m.oc
Θερμική αντίσταση Ρ=e/λ>0,5m2.oc/W όπου e το πάχος του υλικού σε m.