Τα σημαντικότερα στοιχεία κατάταξης για αρμόστοκους (σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Πρότυπο ΕΝ 13888) είναι τα ακόλουθα:
1. Οι αρμόστοκοι χωρίζονται σε δύο τύπους ανάλογα με τη χημική τους σύνθεση: CC = Βάσεως τσιμέντου και RC = Βάσεως ρητινών αντίδρασης.
2. Ανάλογα με τα τεχνικά χαρακτηριστικά, οι αρμόστοκοι βάσεως τσιμέντου χωρίζονται σε: Κατηγορία 1- Κανονικοί, κατηγορία 2 - Ενισχυμένοι
Για την αποφυγή σύγχυσης που ίσως δημιουργηθεί, πρέπει να επισημάνουμε τα εξής:
1) Τα προϊόντα της κατηγορίας 1 που επισημαίνονται «κανονικής χρήσεως», είναι πολύ καλής ποιότητας υλικά, τα οποία εξυπηρετούν καθημερινές μας ανάγκες.
2) Η κατηγοριοποίηση με βάση τα πρότυπα, δεν είναι καθοριστικός παράγοντας επιλογής του προϊόντος. Ενδέχεται, προϊόντα ιδίας επισήμανσης να έχουν διαφορές στα χαρακτηριστικά τους. Η τελική επιλογή θα πρέπει να βασίζεται στο πεδίο εφαρμογής του προϊόντος αλλά και στα τεχνικά χαρακτηριστικά που δίνει ο κατασκευαστής.
Το πλάτος του αρμού πρέπει να επιλέγεται με βάση:
Α. Τις αναμενόμενες συστολές και διαστολές. Συνήθως η μέγιστη επιμήκυνση των υλικών κυμαίνεται από 5 – 20 %. Αν αναμένεται ότι οι επιμηκύνσεις θα είναι μεγαλύτερες αυξάνεται το πλάτος του αρμού.
Β. Το μέγεθος των πλακιδίων και του χώρου στον οποίο εφαρμόζονται.
Για κάθε πλάτος αντιστοιχεί ένα τεχνικά ορθό βάθος. Για να ρυθμίσουμε το βάθος του αρμού χρησιμοποιούμε ειδικό κορδόνι.
Το σφραγιστικό υλικό πρέπει να ακουμπά μόνο στις 2 παρειές του αρμού αλλά όχι στο πυθμένα του. Με κορδόνι ή ελαιόχαρτο μπορούμε να εμποδίσουμε την επαφή με την τρίτη επιφάνεια.
Οι αρμοί προς σφράγιση πρέπει να είναι καθαροί και απαλλαγμένοι από σκόνες, λάδια, υπόλοιπα κόλλας κτλ. Αν στο βάθος τους έχουν υπολείμματα σκουπιδιών καθαρίζονται με ηλεκτρική σκούπα. Δεν πρέπει μέσα στο αρμό να υπάρχει νερό. Πιθανή απλή υγρασία λόγω διαβροχής δεν δημιουργεί πρόβλημα στην εφαρμογή.
Στην αρχή το μίγμα αναδεύεται με ηλεκτρικό αναδευτήρα με λίγο νερό ώστε να διαλυθούν οι κόκκοι χρωστικής του υλικού και στην συνέχεια προστίθεται σιγά σιγά νερό ώστε να φθάσει το μίγμα στην επιθυμητή μορφή εργασιμότητας. Αφήνεται το μίγμα να «χωνέψει» για 5-7 λεπτά και κατόπιν αναδεύεται ξανά χωρίς προσθήκη νερού και τελικά γίνεται η εφαρμογή. Αν παραμείνει μίγμα στον κουβά για να χρησιμοποιηθεί, αργότερα φροντίζουμε να έχει σχετικά περισσότερο νερό και ανακατεύουμε χωρίς να προσθέσουμε νερό πριν το εφαρμόσουμε. Γενικά αποφεύγουμε συμπλήρωση νερού ή και ενισχυτικού αφού το μίγμα έχει ετοιμαστεί και ανακατευτεί για δεύτερη φορά διότι μειώνονται οι αντοχές και η κολλητικότητα του αρμόστοκου.
Πρέπει να τονίσουμε ότι θα πρέπει να αποφεύγεται η υπερβολική αραίωση με νερό του αρμόστοκου, έτσι ώστε να μην γίνεται ‘νερουλός’ και στη συνέχεια να ρίχνεται χύδην στο πάτωμα και να κατευθύνεται στους αρμούς με την βοήθεια μεγάλων λαστιχένιων ταφ (Τ). Στην περίπτωση αυτή, κατά την εισχώρηση, επειδή ο αρμόστοκος είναι πιο λεπτόρρευστος απ’ ότι πρέπει, διαποτίζει και το υπόστρωμα στα σημεία που η κόλλα έχει αφήσει κενά. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται φυσαλίδες που κάποια στιγμή ανεβαίνουν στη επιφάνεια του αρμόστοκου, το υλικό αρμολόγησης όταν στεγνώνει συρρικνώνεται και δημιουργεί ρωγμές ή «κάθεται».
Η σφράγιση γίνεται με υλικό σχετικά ‘σφιχτό’ και με βοήθεια σπάτουλας αρμολόγησης. Η σπάτουλα κατά το γέμισμα των αρμών πρέπει να έχει γωνία επίστρωσης 450 και να δουλεύεται διαγωνίως ως προς τον αρμό. Η πίεση προς την επιφάνεια επαφής σπάτουλας – πλακιδίου εξαρτάται από το πόσο σφιχτό είναι το υλικό συγκόλλησης. Μόλις ο αρμός αρχίσει να στεγνώνει (ασπρίζει στην επιφάνεια του πλακιδίου) καθαρίζεται όλη η επιφάνεια πλακιδίων και αρμού με καθαρό σφουγγάρι και νερό μέχρι να φύγουν όλα τα υπολείμματα και η περίσσια αρμόστοκου. Επαναλαμβάνεται η διαδικασία με καθαρό νερό και με σφουγγάρι που έχει κατακρατήσει ελάχιστη ποσότητα νερού στο μέρος που εφάπτεται στον αρμό. Χωρίς να πιέζεται το σφουγγάρι ακολουθούμε την πορεία του αρμού. Με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται λείος και γυαλιστερός αρμός που διαρκεί για περισσότερο χρόνο. Την επόμενη μέρα και αφού έχει στεγνώσει ο αρμός, καθαρίζεται όλη η επιφάνεια των πλακιδίων με στεγνό πανί για να φύγει η θαμπάδα.
Δεν αφήνεται το μίγμα να στεγνώσει πολύ διότι διαφορετικά δυσχεραίνεται το καθάρισμα του και δεν μπορούν να αποδοθούν λείες επιφάνειες. Ανάλογα με την θερμοκρασία, την υγρασία και τον αερισμό του χώρου 15 – 35 λεπτά είναι ικανός χρόνος για να «τραβήξει» ο αρμός αρκετά έτσι ώστε να μπορεί να καθαριστεί. Αν καθυστερήσει ο καθαρισμός του, τότε ενδέχεται να είναι πολύ δύσκολος, αν όχι αδύνατος.
Οι ιδανικές θερμοκρασίες αρμολόγησης είναι μεταξύ 20-22 0C σε συνθήκες άπνοιας. Πρέπει να αποφεύγετε η αρµολόγηση σε θερμοκρασία > 30°C σε συνδυασµό µε την κατακόρυφη έκθεση των πλακιδίων στον ήλιο. Κατά κανόνα η αρμολόγηση πρέπει να γίνεται μετά το πέρας τουλάχιστον 24 ωρών από το τοποθέτηση πλακιδίων που χρησιμοποιήθηκε κόλλα και 7-8 ημερών αν η τοποθέτηση έγινε με τσιμεντοκονία. Συνιστάται η ελαφριά διαβροχή των αρμών πριν την εφαρμογή αν αυτοί είναι τελείως ξεροί ή επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες. Δεν πρέπει να γίνεται αρμολόγηση σε συνθήκες παγετού και καύσωνα. Σε πάχη αρμών μεγαλύτερων των 4-5 mm ενδείκνυται η χρήση χονδρόκοκκου αρμόστοκου.
Κατά την αρμολόγηση θα πρέπει να λαμβάνεται πρόνοια έτσι ώστε να μην υπάρχει μεγάλη κατανάλωση υλικού σε μικρές επιφάνειες συγκόλλησης λόγω μη χρησιμοποίησης αντιστήριξης, οι απορροφητικές επιφάνειες να προαλείφονται με primer, να υπάρχει αντιστήριξη αποκόλλησης και να προσφύεται το συγκολλητικό υλικό σε 3 επιφάνειες.