Αναμειξιμότητα – compatibility: η ικανότητα ενός προϊόντος να αναμειγνύεται με ένα άλλο χωρίς να προκαλούνται ανεπιθύμητα επακόλουθα όπως είναι η καταβύθιση, η θρόμβωση, η ζελατινοποίηση κτλ.
Αραιωτικό – diluent: Διαλύτης που περιέχεται σε ένα επίχρισμα για να μειώσει το ιξώδες του, χωρίς να είναι «αληθινός» διαλύτης του συνδετικού μέσου. Είναι απαραίτητη η συνεργασία του με έναν αληθινό διαλύτη.
Αστάρι – primer: επίχρισμα που εφαρμόζεται απευθείας στην προς βαφή επιφάνεια.
Βαφή ξύλου – wood stain: ειδικό βερνίκι που εφαρμόζεται σε ξύλινες επιφάνειες για να προσδώσει διακοσμητικές ιδιότητες.
Βερνίκι – varnish: Προϊόν που, όταν εφαρμόζεται στην προς βαφήν επιφάνεια, σχηματίζει ένα συνεκτικό διαφανή υμένα, ο οποίος έχει διακοσμητικές, προστατευτικές ή ειδικές τεχνικές ιδιότητες.
Βερνίκι εμποτισμού – impregnating varnish: βερνίκι, το οποίο εφαρμοζόμενο σε ξύλινη επιφάνεια, δεν σχηματίζει υμένα ή σχηματίζει ελάχιστο υμένα, ενώ αντίθετα απορροφάται μέσα στην μάζα του ξύλου.
Γεμιστικό υπόστρωμα (σήλερ) – wood sealer: βερνίκι που εφαρμόζεται σε μια ξύλινη επιφάνεια για να γεμίσει τους πόρους του ξύλου.
Δάκρυσμα – sagging: το «τρέξιμο» του χρώματος όταν αυτό εφαρμόζεται με πάχος υγρού υμένα πάνω από ένα ορισμένο όριο.
Διαλυτή χρωστική – dye: φυσική ή συνθετική ουσία η οποία δίνει την επιθυμητή απόχρωση σε ένα χρώμα ή βερνίκι στο οποίο διαλύεται.
Διαλύτης – solvent: πτητικό υλικό που περιέχεται σε ένα χρώμα ή βερνίκι, το οποίο μετά τον σχηματισμό του υμένα έχει απομακρυνθεί με εξάτμιση. Ο διαλύτης αποτελεί μέρος του φορέα και διαλύει το συνδετικό μέσο (ρητίνη κτλ.) του επιχρίσματος.
Διαλυτικό – thinner: Προϊόν που χρησιμοποιείται για την αραίωση ενός επιχρίσματος πριν τη χρήση, καθώς και για τον καθαρισμό των εργαλείων και των επιφανειών.
Εμποτιστικό υλικό – impregnating agent: υγρό, το οποίο εφαρμοζόμενο σε ξύλινη επιφάνεια, απορροφάται μέσα στην μάζα του ξύλου.
Ενδιάμεσο επίχρισμα – intermediate coat: επίχρισμα μεταξύ του υποστρώματος και του τελικού επιχρίσματος.
Επίχρισμα – coating: ένα συνεχές στρώμα ενός χρώματος ή ενός βερνικιού που προκύπτει από μία μόνο επίστρωση.
Ευκαμψία – flexibility: η ικανότητα ενός ξηρού υμένα να παρακολουθεί τις παραμορφώσεις της βαμμένης επιφάνειας χωρίς να καταστρέφεται.
Ιξώδες – viscosity, consistency: η αντίσταση ενός υγρού στην διάτμηση (δηλαδή στην ανάδευση).
Καλυπτική ικανότητα – hiding power: η ικανότητα ενός χρώματος να εξαλείψει την απόχρωση ή τις διαφορές αποχρώσεων μιας επιφάνειας.
Κιμωλίαση – chalking: σχηματισμός σκόνης στην εξωτερική επιφάνεια ενός επιχρίσματος, η οποία απομακρύνεται εύκολα και οφείλεται σε αλλοίωση του υμένα.
Πιγμέντο – pigment: φυσική ή συνθετική, ανόργανη ή οργανική χρωστική ύλη, γενικά σε μορφή λεπτών σωματιδίων, η οποία είναι πρακτικά αδιάλυτη στον φορέα, στον οποίο διασπείρεται και χρησιμοποιείται για τις οπτικές, προστατευτικές ή διακοσμητικές της ιδιότητες.
Πληρωτικό υλικό – filler, extender: ουσία σε μορφή σκόνης, η οποία είναι πρακτικά αδιάλυτη στον φορέα, συνήθως λευκή ή ελαφρά χρωματισμένη με δείκτη διάθλασης μικρότερο συνήθως του 1,7. Χρησιμοποιείται για τις φυσικές ή χημικές της ιδιότητες.
Πρακτική απόδοση – practical spreading rate: το μέσο εμβαδόν μιας καθορισμένης επιφάνειας που μπορεί να καλυφθεί από μια μονάδα όγκου (ή μάζας) ενός χρώματος ή βερνικιού, όταν αυτό εφαρμόζεται σε μια στρώση, κάτω από καθορισμένες πρακτικές συνθήκες.
Προς βαφή επιφάνεια – substrate: η επιφάνεια πάνω στην οποία εφαρμόζεται το χρώμα ή το βερνίκι.
Πρόσφυση – adhesion: το σύνολο των συνδετικών δυνάμεων μεταξύ ενός ξηρού υμένα και της προς βαφήν επιφάνειας.
Σημείο ανάφλεξης – flash point: η ελάχιστη θερμοκρασία ενός υγρού, στην οποία οι εκλυόμενοι ατμοί είναι αρκετοί για να σχηματίσουν με τον αέρα μίγμα που αναφλέγεται σε καθορισμένες συνθήκες.
Σκληρότητα – hardness: η ιδιότητα ενός ξηρού υμένα να αντιστέκεται στην επίδραση μηχανικών επιδράσεων όπως είναι η αυλάκωση, η χάραξη κτλ.
Στέγνωμα ή ξήρανση – drying: το σύνολο των διεργασιών που μετατρέπει ένα υγρό υμένα σε στερεό.
Στάδια ξήρανσης:
«τράβηγμα» - set: οι διαλύτες έχουν εξατμισθεί και υ υμένας «τραβάει»
ξηρό ως προς σκόνη – dust dry: όταν πέσει σκόνη πάνω στον υμένα, μπορεί να απομακρυνθεί χωρίς να κολλά
ξηρό προς στοίβαξη – stackable: τα βαμμένα αντικείμενα μπορούν να στοιβαχτούν χωρίς να κολλήσουν
ξηρό στην αφή – touch dry: ο υμένας δεν κολλά όταν ακουμπήσει κανείς το δάκτυλο του
πλήρης ξήρανση – fully hardened, through dry: ο υμένας είναι ξηρός σε βάθος. Όταν ο αντίχειρας περιστρέφεται με πίεση πάνω στην επιφάνεια του επιχρίσματος, αυτό δεν αλλοιώνεται.
Στιλπνότητα – gloss: η οπτική ιδιότητα μιας επιφάνειας που χαρακτηρίζεται από την ικανότητα της να αντανακλά το φως.
Στόκος – filler: προϊόν με σύσταση πολτού ή υγρού, που εφαρμόζεται για να καλύψει μικρές επιφανειακές ατέλειες πριν από την βαφή.
Συμβατότητα – compatibility: η ικανότητα ενός προϊόντος να εφαρμόζεται πάνω σε ένα υπόστρωμα ή μια επιφάνεια, χωρίς να προκαλούνται ανεπιθύμητες αλληλοεπιδράσεις.
Συνδετικό μέσο – binder: το μη πτητικό μέρος του φορέα, που σχηματίζει τον υμένα και συνδέει τα πιγμέντα.
Συντηρητικό ξύλου – wood preservative: βερνίκι που εφαρμόζεται σε μια ξύλινη επιφάνεια για να προσδώσει προστατευτικές ιδιότητες από μικροοργανισμούς.
Σύστημα επιχρισμάτων – coating system: το σύνολο των επιχρισμάτων χρώματος ή βερνικιού που πρόκειται να εφαρμοστούν ή εφαρμόζονται διαδοχικά πάνω στην προς βαφήν επιφάνεια.
Τελικό επίχρισμα – finishing coat: το τελικό στρώμα ενός συστήματος επιχρισμάτων.
Υμένας – film: μια συνεχής στοιβάδα που προκύπτει από την επίστρωση ενός ή περισσοτέρων επιχρισμάτων πάνω στην προς βαφήν επιφάνεια.
Υπόστρωμα – undercoat: επίχρισμα που εφαρμόζεται πάνω από το αστάρι και πριν το τελικό επίχρισμα.
Φορέας – vehicle: το σύνολο των συστατικών της υγρής φάσης ενός χρώματος.
Χρώμα – paint: προϊόν σε υγρή ή στερεή μορφή που εκτός των άλλων περιέχει πιγμέντα, το οποίο, όταν εφαρμόζεται στην προς βαφήν επιφάνεια, σχηματίζει αδιαφανή υμένα με διακοσμητικές, προστατευτικές ή ειδικές τεχνικές ιδιότητες.
Χρώμα πούδρας – powder coating: χρώμα σε μορφή πούδρας, το οποίο εφαρμόζεται με ειδικό εξοπλισμό.
Χρώμα πυράντοχο – fire resistant paint: χρώμα που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες.
Χρώμα πυροπροστασίας – flame retardant/ fire retardant paint : χρώμα που προστατεύει από την φωτιά.