ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΑΣ

 

«ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ Η ΑΣΚΗΣΗ

ΤΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ

ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΟΦΕΛΟΣ»

 

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ

ΧΗΜΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

 

 

ΔΕΥΤΕΡΑ 23 ΙΟΥΝΙΟΥ 2003

 

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΗΣ: 09:00΄

 

 

ΑΙΘΟΥΣΑ ΚΟΥΜΟΥΤΣΟΥ ΣΧΟΛΗΣ  ΧΗΜΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥΠΟΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ

 

 

 

ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΡΙΑ:  

ΚΟΥΛΟΥΜΠΗ Ν. (Αν. Καθ. ΕΜΠ – Μέλος ΜΕ Θεμάτων Παιδείας ΤΕΕ)                                

Κα ΚΟΥΛΟΥΜΠΗ (Αν. Καθ. ΕΜΠ – Μέλος ΜΕ Θεμάτων Παιδείας ΤΕΕ)::

Να σας καλημερίσω εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής και να σας καλωσορίσω στην εναρκτήρια συνεδρία του τριήμερου «Παιδεία και Άσκηση του Επαγγέλματος του Μηχανικού προς το Δημόσιο Όφελος». Ένα τριήμερο που διοργανώνει το ΤΕΕ στα πλαίσια του δημόσιου διάλογου που έχει αρχίσει γι αυτά τα θέματα ήδη από την άνοιξη του 2002.

Η αρχή που διέπει το ΤΕΕ ως προς την άσκηση του επαγγέλματος εκφράζεται από την θέση του αείμνηστου Προέδρου του ΤΕΕ Κωνσταντίνου Παναγιωτόπουλου, σύμφωνα με την οποία το ΤΕΕ δεν εναντιώνεται σε κανένα σπουδαστή και απόφοιτο οποιασδήποτε σχολής. Αντιθέτως, με βαθιά γνώση και πεποίθηση ότι ο καθένας έχει το ρόλο του, πιστεύει ότι η κοινωνία οφείλει να καθορίσει και να προασπίσει τα δικαιώματά του. Έτσι και με δεδομένο ότι με την τροποποίηση της οδηγίας της ΕΟΚ 8949 και το Π.Δ.165/2000, που ενσωματώνει το ευρωπαϊκό δίκαιο στο ελληνικό δίκαιο, οι ρυθμίσεις της άσκησης επαγγέλματος του μηχανικού που ισχύουν στην ουσία καταργούνται. Και γι αυτό το ΤΕΕ καλεί όλους σε ουσιαστικό διάλογο χωρίς διακρίσεις, όπως έχει επανειλημμένα τονίσει, και χωρίς προκαταλήψεις.

Εκ των προτέρων να ευχαριστήσω όλους τους ομιλητές και όλους τους συναδέλφους που είχαν την καλοσύνη Δευτέρα πρωί τέτοια ώρα να είναι εδώ για να μας βοηθήσουν καταθέτοντας την άποψή τους ως προς τους τρόπους άσκησης του δίπολου σπουδές – επαγγελματικά δικαιώματα των Μηχανικών και ιδιαίτερα των Χημικών Μηχανικών στο πραγματικά αντιφατικό και αντίξοο νομικό καθεστώς που διαμορφώνεται σήμερα.

Θα ξεκινήσουμε με τον Αντιπρύτανη του Μετσόβειου Πολυτεχνείου και μελλοντικό μας Πρύτανη από το Σεπτέμβριο, τον Ανδρέα τον Ανδρεόπουλο, ο οποίος θα μας μιλήσει για τον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο ανώτατης εκπαίδευσης.

Κος ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ (Καθ. ΕΜΠ – Αντιπρύτανης ΕΜΠ):

Ήθελα να σας καλημερίσω κι εγώ, αγαπητοί συνάδελφοι, υπό τη στενότερη του Χημικού Μηχανικού έννοια αλλά και την ευρύτερη των Μηχανικών. Θέλω κατ’ αρχάς να συγχαρώ τους οργανωτές και την Κεντρική Οργανωτική Επιτροπή του Επιμελητηρίου για την πρωτοβουλία αυτή αλλά και την τοπική, την local Επιτροπή, που οργάνωσε τη σημερινή συνάντηση. Το αντικείμενό μας είναι πράγματι ο ενιαίος ευρωπαϊκός χώρος ανώτατης εκπαίδευσης και νομίζω ότι είναι πολύ ευμενής η συγκυρία υπό την οποία έχει οργανωθεί αυτή η τριημερίδα. Δηλαδή και για το Τεχνικό Επιμελητήριο βρισκόμαστε σε μια καμπή του προσανατολισμού του, αν θέλετε, και για τα ελληνικά πανεπιστήμια. Ακριβώς αυτό ήθελε να αποτυπώσει η ομιλία μου, να συνοψίσουμε, αν θέλετε, τις βασικές συνιστώσες αυτού του διαμορφούμενου ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου ανώτατης εκπαίδευσης, ο οποίος αγκαλιάζει όχι μόνο τα ζητήματα εκπαίδευσης του μηχανικού και των άλλων ειδικοτήτων, αλλά και τα εργασιακά, όπως θα δούμε, από τους βασικούς τους στόχους.

        Ήθελα εισαγωγικά, πριν ξεκινήσω, να θυμηθώ, επειδή έχω διατελέσει και στο χώρο –γελάει ο συνάδελφος Κρεμαλής, γιατί έχουμε συνυπηρετήσει ευδόκιμα υπό τη στιβαρή του και μαχητική πολλές φορές καθοδήγηση και πρωτοπορία- θυμάμαι ότι συζητούσαμε με τον προηγούμενο Πρόεδρο, τον μακροβιότερο Πρόεδρο του ΤΕΕ, τον Λιάσκα και μου έδινε το μήνυμα «Τι κάθεστε και μαλώνετε εσείς οι μηχανικοί μεταξύ σας;». Οι αντιθέσεις μεταξύ μηχανικών είναι ελάσσονες. Είναι παρανυχίδες μπροστά σε άλλα πράγματα που μας περιμένουν. Τότε είχε το όραμα, το κακό όραμα των οικονομολόγων και άλλων ειδικοτήτων, οι οποίοι διείσδυαν υπό την αρχή της διεπιστημονικότητας στα αντικείμενά μας. Πράγματι, συνάδελφοι, αυτό που βιώνουμε σήμερα, δηλαδή η διαμόρφωση του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου, φέρνει ανατροπές στο επάγγελμα, οι οποίες είναι πολύ σοβαρότερες από αυτές που συμβατικά προ δεκαετιών είχαμε, όταν οι διάφοροι κλάδοι πάλευαν μεταξύ τους: οι μηχανολόγοι με τους χημικούς, οι πολιτικοί με τους μηχανολόγους κλπ.

        Να δούμε, όμως, επειδή αυτό το θέμα του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου ανώτατης εκπαίδευσης είναι πολυσυζητημένο, να δούμε λίγο το ιστορικό του στη συντομία που μου δίνει ο χρόνος.

        Ιστορικά ξεκινάει από τη Συνάντηση της Σορβόννης στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ενώ το ’99 έχουμε την εμφάνιση της Διακήρυξης της Μπολόνια, η οποία έχει γίνει λιγάκι ένα νεφέλωμα το οποίο πλανάται, με βασικές αρχές αυτές τις έξι αρχές που βλέπετε, οι οποίες διέπουν τη λειτουργία, τη σύσταση, αν θέλετε, του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου ανώτατης εκπαίδευσης. Με δύο λόγια, θα τους διατρέξουμε αυτούς τους στόχους, αλλά με δύο λόγια θέλω να πω εκ προοιμίου ότι αυτές οι αρχές, αυτή η σύλληψη, αν θέλετε, η οποία, υπό την καλή της εκδοχή θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως μία προσπάθεια σύγκλησης, στην ουσία θεωρούμε εμείς ότι είναι υποκινούμενη από την αγορά. Δηλαδή, κυριαρχεί ένα κίνητρο του να ενσωματωθούνε στην εκπαίδευση, στο δίπτυχο εκπαίδευση-επάγγελμα, οι λειτουργίες της αγοράς, και ταυτόχρονα να ελαφρυνθούν τα κράτη, οι χώρες από την υποχρέωση αυτή, την ιερή υποχρέωση να χρηματοδοτούν με σταθερό τρόπο τις πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εκπαίδευσης γενικά και της ανώτατης εκπαίδευσης πολύ περισσότερο.

        Είναι υπογραμμισμένα τα καίρια σημεία σε αυτή την Διακήρυξη. Ο πρώτος στόχος είναι αναγνωρίσιμοι και συγκρίσιμοι. Δηλαδή, πρέπει μέσα σε αυτόν τον ενιαίο χώρο να έχουμε πτυχία τα οποία να είναι συγκρίσιμα. Δέστε το στόχο: για να προωθηθεί η εργασιακή απασχόληση και η ανταγωνιστικότητα. Δύο λέξεις πολύ σοβαρές. Αμέσως δηλαδή, με τον πρώτο, τον πρωταρχικό στόχο, μπαίνεις στην απασχόληση, αλλά και την ανταγωνιστικότητα. Δηλαδή, πώς μπορεί να το ερμηνεύσει κανείς; Μία διεθνής αγορά πανεπιστημίων, όπου συγκριτικά κάποιο σε σχέση με το άλλο έχει καλύτερο συγκριτικό πλεονέκτημα να προσελκύει πελάτες –να πάρουμε την κακή εκδοχή.

        Δεύτερο βασικό σημείο, στο οποίο τα ελληνικά πανεπιστήμια και ιδιαίτερα το Πολυτεχνείο είναι ριζικά αντίθετοι, είναι η θέσπιση των δύο κύκλων σπουδών. Μέσα λοιπόν σε αυτό το φάσμα το αρχικό θα πρέπει οι σπουδές να χωρίσουνε σε δύο κύκλους. Ο ένας να είναι τουλάχιστον τριετούς διάρκειας. Τρία συν δύο ήταν η αρχική σύλληψη, η οποία μπορεί να μεταλλαχθεί σε τέσσερα συν ένα. Αυτό πώς μεταφράζεται πάλι στην καθομιλουμένη; Μεταφράζεται ότι πολύ σύντομα, κατά τα πρότυπα των ελληνικών ΤΕΙ, να έχω έναν πρώτο απόφοιτο με το Bachelor, ο οποίος να έχει πάρει ένα συνεκτικό, ταχύρυθμο κύκλο και να μπορεί να εξυπηρετήσει συγκεκριμένες ανάγκες της αγοράς, έχοντας έναν γρήγορα αποφοιτούντα και με εξειδικευμένη κατά βάση γνώση, να μπει να υπηρετήσει έναν κλάδο. Ξέρουμε όμως πολύ καλά ότι οι ανάγκες της αγοράς ραγδαία αλλάζουν. Μέσα σε πενταετίες μπορεί να έρθει το πάνω κάτω. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν μετά από 10-15 χρόνια, αφού έχουνε αξιοποιηθεί στις επιχειρήσεις στη χρυσή τους περίοδο, στη χρυσή τους ηλικιακή φάση, στη συνέχεια βγαίνουν στην ανεργία, χωρίς να έχουν δυνατότητα όμως, επειδή το υπόβαθρό τους το επιστημονικό θα είναι εστιασμένο, περιορισμένο, χωρίς να έχουν την δυνατότητα να πάνε κάπου αλλού, και στη συνέχεια οι επιχειρήσεις εύκολα μπορούν να βρουν τους νέους απόφοιτους με πολύ φθηνότερους μισθούς και να συνεχίσουν την δουλειά τους.

Για να υπάρξει αυτό το ζήτημα της συγκρισιμότητας, αν θέλετε, και της κινητικότητας που έπεται σαν τέταρτο στόχο, έχει εφευρεθεί επίσης η λογική των διδακτικών μονάδων. Δηλαδή, οι ώρες μαθημάτων, αν θέλετε, τα εξάμηνα, τα έτη σε μας μπορούνε να αντιστοιχηθούν με κάποιες εκπαιδευτικές μονάδες. Είναι η πίστωση που έχει κανείς μετακινούμενος από τη μία χώρα στην άλλη. Φέρει μαζί του ορισμένες διδακτικές ή πιστωτικές μονάδες, όπως βλέπετε, για το λόγο αυτό, που είναι ενδεικτικές του τι έχει παρακολουθήσει, του τι έχει βάλει μέσα στο χαρτοφυλάκιό του.

Στην ίδια λογική είναι η κινητικότητα, η οποία αναφέρεται και στους διδάσκοντες και στους διδασκόμενους για να επέλθει αυτή η ομογενοποίηση.

Ο πέμπτος στόχος συνδέεται με τους προηγούμενους: διασφάλιση ποιότητας. Αυτό που ξέρουμε πολύ καλά ως μηχανικοί ότι ισχύει στα εμπορευματικά αγαθά, δηλαδή η πιστοποίηση της ποιότητάς τους και στη συνέχεια η απονομή ενός σήματος ποιότητας με το οποίο αυτά ταξιδεύουν, αποκτούν συγκριτικό πλεονέκτημα για την παγκόσμια διείσδυσή τους και οπωσδήποτε εκτοπίζοντας κάποια άλλα που υστερούν σε αυτό το σήμα ποιότητας, τείνει να μεταφερθεί και στην εκπαίδευση. Θα πούμε δυο λόγια παρακάτω για την αξιολόγηση. Συνδέεται αυτό με τις έννοιες της αξιολόγησης. Διασφάλιση ποιότητας λοιπόν, που ενώ θα μπορούσε να ως μία εκδοχή να είναι ένας πολύ ωραίος και ελκυστικός στόχος –ποιος θα έλεγε ότι δεν θέλουμε ποιοτικές σπουδές;- να δούμε λιγάκι και σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες προσεγγίσεις, τις υπερκείμενες προσεγγίσεις, να δούμε λιγάκι την αγοραία εκδοχή της.

Και τέλος, ο έκτος στόχος είναι μάλλον άυλος και ανώδυνος. Αναφέρεται στην προώθηση της ευρωπαϊκής διάστασης κλπ. Αυτό είναι κάτι, εν πάση περιπτώσει, επί ηθικής βάσεως.

Ας δούμε τώρα στη συνέχεια πώς από το ’99 και μετά εξελίχθηκε το πράγμα σε ευρωπαϊκό και σε ελληνικό επίπεδο και θα σταματήσω εκεί, αποτυπώνοντας πολύ σύντομα τη σημερινή κατάσταση. Νομίζω η ομιλία αυτή σαν εισαγωγική μπορεί να βοηθήσει, γιατί οι παρεμβάσεις που έπονται στη συνέχεια πιστεύω λαμβάνουν υπόψη τους αυτή τη διαμορφωμένη κατάσταση. Στις αρχές του 2001 έγινε μία προπαρασκευαστική σύνοδος στη Σαλαμάνκα, η οποία προετοίμασε αυτό που συνέβη στην Πράγα την άνοιξη του 2001, δηλαδή τη σύνοδο κορυφής των υπουργών παιδείας, οι οποίοι κατέληξαν στην υιοθέτηση των στόχων, κατά βάση αυτών που βλέπετε, με κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις, όπως αυτών για τους κύκλους σπουδών που σας είπα.

Τι γίνεται την ίδια περίοδο στη χώρα μας; Τον Ιούλιο του 2000 έχουμε την δημοσίευση του Π.Δ.165, το οποίο, όπως μας είπε η Νίκη η Κουλουμπή, είναι πιστή μετάφραση και ενσωμάτωση της οδηγίας του 1989, της 48 της ΕΟΚ για την ισοτίμηση επαγγελματικών δικαιωμάτων. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει εν ολίγοις ότι οι έχοντες τριετή μεταλυκειακή εκπαίδευση, η οποία μπορεί να έχει γίνει σε κάποια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να έχει γίνει όμως και σε διάφορες χώρες και να αθροίζεται. Δέστε το πρότυπο των μισθωτικών μονάδων: κάθομαι έξι μήνες στο Βερολίνο, τρεις μήνες στο Μιλάνο, πέντε μήνες στη Γαλλία. Άμα συναθροίσω τρία χρόνια, έρχομαι στην Ελλάδα και λέω: Τι νομοθετημένο επάγγελμα σπούδασα; Του πολιτικού μηχανικού. Ο πολιτικός μηχανικός στη χώρα αυτή πόσα χρόνια είναι; Πέντε. Τι μου λείπουνε; Δύο. Πρέπει να εμφανίσω λοιπόν ή ότι έχω επαγγελματική εμπειρία δύο ετών σε κάποια σοβαρή επιχείρηση ή πρακτική άσκηση διπλάσιας εκτάσεως, τετραετή δηλαδή, και τότε παίρνω τα δικαιώματα του πολιτικού μηχανικού. Αυτό έλεγε εν ολίγοις το Π.Δ.165.

Την ίδια περίοδο, λίγο πριν την Πράγα, γίνονται τα γνωστά, που συγκρουστήκαμε και στους δρόμους ακόμα, της ανωτατοποίησης των ΤΕΙ. Τι νόημα έχει και πώς μπορεί να συνδέεται αυτό, που στην αρχή φαίνεται ο στόχος; Συνδέεται ως προς το εξής: Ο Έλληνας υπουργός πηγαίνει στην Πράγα και λέει ότι κύριοι, εγώ εν μέρει εφήρμοσα τις αρχές της Διακήρυξης της Μπολόνια, γιατί έχω στη χώρα μου στην τριτοβάθμια, στην ανώτατη εκπαίδευση, έχω ένα πρότυπο το οποίο λέει ότι ο πρώτος κύκλος σπουδών δίνει Bachelor σε βραχύ χρονικό διάστημα. Δηλαδή δίνει μία de facto υλοποίηση κάποιων προγραμματικών στόχων της Διακήρυξης της Μπολόνια. Την ίδια περίοδο και για μεγάλο χρονικό διάστημα σύρεται ένα πολύ κακό νομοσχέδιο για τα μεταπτυχιακά και την έρευνα, το οποίο τελικά απεσύρθη τον περασμένο Νοέμβριο. Αυτό όμως επλανάτο μια τετραετία περίπου και ανήκει μέσα στο τετράπτυχο Μπολόνια – Π.Δ.165 – ανωτατοποίηση των ΤΕΙ – μεταπτυχιακά και έρευνα. Και γιατί; Διότι έχοντας ανώτατα τα ΤΕΙ με κατάλληλο χειρισμό των μεταπτυχιακών, φτιάχνει τον δεύτερο κύκλο, τον μεταπτυχιακό κύκλο, οπότε έρχεται και ταυτίζεται με τις αρχές της Μπολόνια, τουλάχιστον στο επίπεδο του ΤΕΙ, και στη συνέχεια αφήνει τα πανεπιστήμια να βράζουν στο ζουμί τους και λέει «Όσοι θέλετε, κύριοι, ελάτε και παρακολουθήσετε το σύστημα αυτό. Όσοι δεν θέλετε, θα μείνετε στο περιθώριο».

Πιο πρόσφατα, στο τέλος του 2002, έχουμε την αποθέωση της παρέμβασης στα επαγγελματικά με το Π.Δ.385. Αυτό είναι μία επέκταση, αν θέλετε, επικαιροποίηση του Π.Δ.165, της οδηγίας δηλαδή 8948, το οποίο κάνει το εξής: Για πρώτη φορά εισάγει ισοτιμίες και στους επιστημονικούς τίτλους, και στα διπλώματα δηλαδή. Ενώ το Π.Δ.165 μας έλεγαν ως αντίλογο «Κύριοι, τι φωνάζετε; Εμείς δεν θίγουμε ακόμα την ισοτιμία των διπλωμάτων. Το ΔΙΚΑΤΣΑ έχει αυτή την αρμοδιότητα. Το Π.Δ.385 κάνει μία επέκταση, δίνει δηλαδή σε αυτό το Συμβούλιο αναγνώριση επαγγελματικών ισοτιμιών, που συνεδριάζει μέσα στο Υπουργείο Παιδείας και δεν έχει κανένα πανεπιστημιακό, απ’ ό,τι γνωρίζω. Έχει τον κύριο Φραγκίσκο, όχι όμως ως πανεπιστημιακό, ως φυσικό πρόσωπο. Σε αυτό λοιπόν το όργανο δίνει την δυνατότητα να συνταιριάζει, να βλέπει, να συγκρίνει, αν θέλετε, επιστημονικούς τίτλους κατ’ αναλογία με αυτό που είπα πριν που κάνει το Π.Δ.165. Στη συνέχεια πού μπορεί να οδηγήσει αυτή η σύγκριση; Μπορεί να οδηγήσει στο ΔΙΚΑΤΣΑ, που είναι το εντεταλμένο όργανο της ελληνικής πολιτείας, να είναι υποχρεωμένο να δώσει την επιστημονική και την πανεπιστημιακή ισοτιμία. Πρόσφατο λοιπόν αυτό νομοθέτημα, για το οποίο το Πολυτεχνείο ιδιαίτερα έχει αντιδράσει και έχει μεταφέρει τον προβληματισμό αυτό και στη Σύνοδο αλλά και Τεχνικό Επιμελητήριο, εξ όσων γνωρίζω.

Τελευταίο, αλλά όχι ασήμαντο, είναι το ζήτημα της αξιολόγησης. Είναι ο πέμπτος στόχος διασφάλισης της ποιότητας. Πρόκειται στο θερινό τμήμα της Βουλής να μπει αυτό το νομοσχέδιο. Εμείς ως Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο έχουμε αντιδράσει επί της αρχής του, θεωρώντας ότι εισάγει την αγοραία έννοια της αξιολόγησης και εν πάση περιπτώσει και κατ’ άρθρο και στα επιμέρους έχουμε αρκετές αντιρρήσεις όσον αφορά την ίδρυση της ανεξάρτητης αρχής, η οποία θα κάνει αυτή την αξιολόγηση και δεύτερον τη συνύπαρξη ΑΕΙ και ΤΕΙ περίπου ισότιμα. Γιατί στους τεχνολογικούς κλάδους, επειδή τα ΤΕΙ είναι τεχνολογικά ιδρύματα, φαίνεται ότι υπερτερούν, θα μπορούσαν να υπερτερούν, να υπερτερεί η παρουσία των ΤΕΙ. Δηλαδή να αξιολογούνται τα πανεπιστήμια, το Πολυτεχνείο εν προκειμένω, από παράγοντες των ΤΕΙ. Με την αξιολόγηση με αυτό το νομοσχέδιο, λοιπόν, εφόσον γίνει νόμος του κράτους κάποια στιγμή και με όσα προανέφερα, πραγματικά κλείνει αυτός ο κύκλος της αναταραχής και διαμορφώνεται εθνικά αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο αυτό που λέμε ενιαίος ευρωπαϊκός χώρος ανώτατης εκπαίδευσης.

        Αυτή είναι μία καταγραφή μέχρι τώρα. Θα πούμε δύο λόγια τι σκεπτόμαστε εμείς.

        Το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο δίνει πολλά χρόνια τώρα και πιστεύω ότι θα δίνει και στο μέλλον τον αγώνα να παραμείνει σαν ένας φάρος στα δημόσια πανεπιστήμια. Ένα πρότυπο δημόσιου πανεπιστημίου. Εμμένουμε στον πενταετή αδιάσπαστο κύκλο σπουδών με σοβαρή τεκμηρίωση, θεωρώντας ότι δεν μπορεί ο μηχανικός –και άλλες ειδικότητες βέβαια, αλλά ιδιαίτερα ο μηχανικός- να πάρει τα απαραίτητα εφόδια για να γίνει ένας συντελεστής της κοινωνίας χρήσιμος. Διότι για να πάρει ένα χαρτί μπορεί να το πάρει και σε ένα χρόνο. Δεν μας ενδιαφέρει αυτό. Αλλά για να γίνει χρήσιμος, ο οποίος να παράγει έργο στο κοινωνικό σύνολο με ασφάλεια και ποιότητα, δεν μπορεί αυτός να είναι κάτω από πέντε χρόνια, δεν μπορεί να διασπαστεί αυτός ο κύκλος και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να στέλνουμε εμείς απόφοιτους οι οποίοι να υπηρετούν αυτό το στόχο που είπα στην αρχή. Δηλαδή να γίνονται αυτοί βραχύβιοι, αναλώσιμοι των επιχειρήσεων, οι οποίοι στα σαράντα τους να βρίσκονται στον δρόμο για να αντικατασταθούν από νέους αποφοίτους.

Αυτό λοιπόν το Πολυτεχνείο δεν θα το κάνει ποτέ, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον. Παλεύουμε για να γίνουν αυτές οι ενιαίες πενταετείς σπουδές να οδηγούν απευθείας σε Master και κωφεύουμε, περισσεύουν αυτά τα οποία έλεγε η κυρία Redding ότι δεν είναι menu a la carte η Μπολόνια και θα ότι θα υποχρεωθείτε να την εφαρμόσετε όλοι. Εμείς ισχυριζόμαστε και από στοιχεία, για να μην φανούμε αιθεροβάμονες, ότι και χώρες ευρωπαϊκές, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, έχοντας εφαρμόσει τους δύο κύκλους, τείνουν να στραφούν στον ενιαίο κύκλο. Αλλά μπορώ να μεταφέρω και μία προσωπική εμπειρία με τα προγράμματα TIME, που κάνουν ανταλλαγές και οδηγούνε καμιά φορά και σε διπλό δίπλωμα. Δηλαδή το TIME λέει το εξής: Ένας δικός μας φοιτητής μπορεί να ανταλλαγεί με έναν Γάλλο, επί παραδείγματι, της Ecole Centrale ή κάποιας άλλης σχολής. Φοιτά δύο χρόνια εδώ ο Γάλλος, δύο χρόνια εκεί ο Έλληνας, και παίρνει τελικά δύο διπλώματα. Δηλαδή ο Έλληνας φοιτητής, επιβαρυνόμενος κατά ένα χρόνο μόνο σπουδών, μπορεί να πάρει και δίπλωμα από την Ecole Centrale και δίπλωμα από το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο. Σε μια λοιπόν τέτοια συνεργασία με το Πολυτεχνείο του Μιλάνου, το οποίο εισήγαγε τους δύο κύκλους, διατηρώντας μεταβατικά και το παλαιό, έχουμε βρει τέλεια το ταίριασμα. Πώς εμείς με τον ενιαίο πενταετή κύκλο μπορούμε να στείλουμε φοιτητή και να δεχθούμε. Που σημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτε αξεπέραστο, ότι εμείς κάλλιστα μπορούμε να διατηρήσουμε τον ενιαίο κύκλο σπουδών, να επιμείνουμε σε αυτό, και δεν δημιουργεί καμία αναταραχή. Αυτά τα οποία λένε διάφοροι, ότι θα μείνετε στο περιθώριο και θα χάσετε χρηματοδοτήσεις, εμάς μας περισσεύουν και παραμένουμε, αγαπητοί συνάδελφοι, σε αυτά που σας είπα.

Ευχαριστώ.

Κα ΚΟΥΛΟΥΜΠΗ (Αν. Καθ. ΕΜΠ – Μέλος ΜΕ Θεμάτων Παιδείας ΤΕΕ)::

Ευχαριστούμε πολύ. Θα ήθελα να ευχαριστήσω το συνάδελφο, τον καθηγητή κύριο Ανδρεόπουλο και να συμπληρώσω, ήταν παράλειψή μου, ότι μαζί μας σθεναρά αγωνίζεται και ο Πρόεδρος της Σχολής μας, ο καθηγητής κύριος Παπασπυρίδης, που όμως αυτή την εβδομάδα λείπει στην Αμερική και γι αυτό δεν τον έχουμε κοντά μας. Είναι βέβαια ο αναπληρωτής Πρόεδρος, ο κύριος Μπατής, ο οποίος θα μας μιλήσει στη συνέχεια. Επίσης, θα ήθελα να σας παρακαλέσω όλους τους ομιλητές την ομιλία σας, τόσο την ηλεκτρονική μορφή όσο και ένα αντίγραφο, να την παραδώσετε στην κυρία Δεμιτζάκη, αν είναι δυνατόν. Ευχαριστούμε.

Θα συνεχίσουμε με το συνάδελφο τον Κώστα τον Κρεμαλή, που είναι μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του ΤΕΕ, και θα μας μιλήσει για το νομοθετικό πλαίσιο για την άσκηση του επαγγέλματος του χημικού μηχανικού.

Κος ΚΡΕΜΑΛΗΣ (Μέλος ΔΕ / ΤΕΕ):

Σας καλημερίζω κι εγώ. Έχω προλάβει κι έχω δώσει την εισήγησή μου στην ηλεκτρονική μορφή. Πρέπει να βγάλουμε βέβαια φωτοαντίγραφα. Ο τίτλος της εισήγησης είναι «Θεσμικό πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματος του Χημικού Μηχανικού», αλλά εκ των πραγμάτων δεν θα αναφερθούμε μόνον στο επάγγελμα του χημικού μηχανικού, θα αναφερθούμε γενικότερα στην άσκηση του επαγγέλματος του μηχανικού και θα εντοπίσουμε στο δικό μας επάγγελμα.

        Εγώ θέλω να πω από την αρχή, μια και φέρομαι πλησίον ορίων σύνταξης, ότι όσοι χημικοί μηχανικοί ευτύχησαν να απολαύσουν το επάγγελμά τους εύκολα θα αναγνωρίζουν τις δυνατότητες που παρέχει η χημική μηχανική για μια ωφέλιμη και δημιουργική καριέρα. Είναι ένα αισιόδοξο μήνυμα, το οποίο βγαίνει από μία εμπειρία ζωής. Η κατανόηση και εφαρμογή αρχών για την επιλογή ή το σχεδιασμό εξοπλισμού διεργασιών, ο συνδυασμός εξοπλισμού κατά το σχεδιασμό χημικών εγκαταστάσεων, η ικανοποίηση να επιτυγχάνεις ένα σκοπό όταν θέτεις σε λειτουργία μία βιομηχανική μονάδα, η αξιολόγηση ως ορθών μέτρων και τεχνικών που λαμβάνονται για την προστασία των εργαζομένων και του περιβάλλοντος, είναι βέβαιο ότι προσφέρουν επαγγελματική ικανοποίηση, αλλά πρέπει να ξέρετε ότι συμβάλλουν και στην αναπτυξιακή διαδικασία.

        Δυστυχώς, στη χώρα μας ο τρόπος ανάπτυξης, το είδος, το μέγεθος της μεταποιητικής δραστηριότητας δε συνετέλεσαν ώστε πολλοί συνάδελφοι να ασχοληθούν με το κύριο αντικείμενο της ειδικότητάς τους. Η κατάσταση επιδεινώθηκε –και αυτό πρέπει να το τονίσω- από ένα θεσμικό πλαίσιο απαράδεκτο, θα έχω την τόλμη να πω, με το οποίο επιχειρήθηκε σύγχυση και ασάφεια γύρω από το επάγγελμα του χημικού μηχανικού, ένα πλαίσιο το οποίο εισήγαγε διακρίσεις και άνιση μεταχείριση σε ευκαιρίες απασχόλησης. Τονίζω τις λέξεις αυτές γιατί ενόψει των εξελίξεων που έχουμε στον εκπαιδευτικό τομέα, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πώς ασκείται το επάγγελμα πραγματικά στη χώρα μας. Κι εδώ πέρα με τον φίλο μου τον Αντρέα θα συμφωνήσω σε πολλά πράγματα, αλλά θα έχω την ευκαιρία κι εγώ να επισημάνω ορισμένα πράγματα από την οπτική την δική μου.

        Θα ξεκινήσω με ορισμένες βασικές διαπιστώσεις του υφιστάμενου πλαισίου για την άσκηση του επαγγέλματος, θα πούμε για το πλαίσιο των χημικών μηχανικών και θα προχωρήσουμε σε προτάσεις, κατά την γνώμη μας, σε ένα πλαίσιο αυτή την εποχή προβληματισμού για να βρούμε τον καλύτερο δρόμο που πρέπει να πορευτούμε ως χώρα γύρω από το θέμα της άσκησης του επαγγέλματος.

        Κατ’ αρχήν, πράγματι σήμερα ο επαγγελματικός τίτλος Διπλωματούχος Μηχανικός είναι νομοθετικά κατοχυρωμένος όχι μόνο ως τίτλος που απονέμεται από τα ανώτατα ιδρύματα, αλλά και μέσα από την διαδικασία της άδειας άσκησης του επαγγέλματος που χορηγεί το Τεχνικό Επιμελητήριο. Υπάρχουν και νομοθετικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, τα οποία μπορώ να πω ως εξής: υπάρχει ο ανώτερος βαθμός εισαγωγής στο Δημόσιο και εξέλιξη μέχρι τις ανώτερες βαθμίδες, αναλαμβάνεται η τεχνική ευθύνη από ελεύθερους επαγγελματίες ή υπαλλήλους με την υπογραφή σχεδίων, εκθέσεων, υπολογισμών, βεβαιώσεων στις διαδικασίες σχεδιασμού και κατασκευής έργων ή ίδρυσης και λειτουργίας βιομηχανικών μονάδων, αλλά και μεταλλείων ορυχείων. Μπορεί να ασκηθεί το ελεύθερο επάγγελμα του μελετητή, του εργολήπτη των δημοσίων έργων ή του μελετητή των ιδιωτικών έργων. Μπορούν να στελεχώνονται εργοληπτικές επιχειρήσεις με διπλωματούχους μηχανικούς, προκειμένου να κατατάσσονται σε κατηγορίες έργων αλλά και σε τάξεις προϋπολογισμού με βάση τις οποίες οι εταιρίες λαμβάνουν μέρος σε διαγωνισμούς κατασκευής έργων. Τέλος, αναλαμβάνονται τα καθήκοντα διαιτητών ή πραγματογνωμόνων. Υπάρχει ένα πλαίσιο λοιπόν πραγματικά που κατοχυρώνει το επάγγελμα του διπλωματούχου μηχανικού.

        Όμως ορισμένες από τις δραστηριότητες αυτές είναι αποκλειστικά κατοχυρωμένες υπέρ ορισμένων και μόνον ειδικοτήτων. Αυτό έγινε με βάση και μόνον τα ακαδημαϊκά προσόντα. Σύμφωνα με το ν.4663/30 η ελεύθερη άσκηση επαγγέλματος του πολιτικού μηχανικού επιτρέπεται μόνο στους πολιτικούς μηχανικούς χωρίς να δίνεται όμως ορισμός του επαγγέλματος. Εν τη εννοία της άσκησης του επαγγέλματος του πολιτικού μηχανικού νοείται η άσκηση του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα, όπως και του τοπογράφου. Ενώ οι αρχιτέκτονες και οι τοπογράφοι ασκούν μόνο το δικό τους επάγγελμα, το οποίο επίσης δεν ορίζεται. Η έλλειψη ορισμών για τα επαγγέλματα οδήγησε σε ρυθμίσεις ανά περίπτωση με βάση τις οποίες προσδιορίστηκε αντικείμενο επαγγελματικό. Παραδείγματος χάρη, υδραυλικοί μελετητές –είναι αυτό που έλεγα προηγουμένως μελετητές του Δημοσίου- γίνονται οι πολιτικοί μηχανικοί μετά κρίση επιτροπής του ΥΠ.Ε.ΧΩ.Δ.Ε. με κάποια διαδικασία υποβολής δικαιολογητικών. Αυτό βέβαια θα μπορούσε κανένας να το αποδεχθεί. Όμως στις προδιαγραφές των μελετητών των υδραυλικών περιλαμβάνεται ο σχεδιασμός βιολογικών σταθμών. Επομένως, έρχονται διακηρύξεις οι οποίες προσκαλούν υδραυλικούς μελετητές, οι οποίοι θα αναλάβουν και τη μελέτη του βιολογικού σταθμού και αποκλείονται άλλοι μελετητές. Το σύστημα λοιπόν είναι σύστημα διακρίσεων και άνισης μεταχείρισης.

Με το ν.6422/34 επιτρέπεται η ελεύθερη άσκηση του επαγγέλματος του μηχανολόγου, του ηλεκτρολόγου, του ναυπηγού στις ειδικότητες αυτές χωρίς διάκριση αντικειμένου. Κοιτάξτε, στις σημερινές συνθήκες τελειώνει κάποιος ηλεκτρολόγος ο οποίος έχει ένα αντικείμενο σπουδών τελείως διαφορετικό από τους άλλους και έχει με το νόμο αυτό το δικαίωμα να ασκεί το επάγγελμα του μηχανολόγου ή και αντιστρόφως. Δηλαδή τα πράγματα έχουν φτάσει σε σημεία τα οποία είναι τελείως παράλογα, όχι απλώς παράλογα. Τελείως παράλογα. Στο νόμο αυτόν καθορίζεται το αντικείμενο επαγγελματικής δραστηριότητος αντίθετα με το νόμο περί πολιτικών μηχανικών. Αυτό το αντικείμενο είναι η μελέτη εφαρμογής στο στάδιο εγκατάστασης εξοπλισμού μιας μονάδας. Θα μπορούσε να πει κανένας ότι είναι λογικό. Δηλαδή ένας εργοδότης αποφασίζει μια τεχνολογία, μια εγκατάσταση, πηγαίνει σε μια έκθεση, αγοράζει εξοπλισμό. Εγκατάσταση του εξοπλισμού πρέπει να γίνεται με μελέτη μηχανολόγου ή ηλεκτρολόγου. Είναι λογικό. Τι έγινε στην πράξη; Μεταφράστηκε αυτή η μηχανολογική μελέτη ως μελέτη εμπεριέχουσα βασικό σχεδιασμό, οπότε κάλυψε τον βιομηχανικό εξοπλισμό κάθε βιομηχανίας, κάθε κτιριακού έργου. Πραγματικά αυτά τα δικαιώματα δίνονται με βάση ακαδημαϊκούς τίτλους. Φτάσαμε στο σημείο αυτό.

Επομένως, υπάρχει μία στρέβλωση στον ελληνικό χώρο γύρω από τον καθορισμό των επαγγελματικών δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί με βάση ακαδημαϊκούς τίτλους, που καλλιέργησε η συντεχνιακή νοοτροπία -και δεν πρέπει να ντρεπόμαστε να το λέμε. Είναι λάθος να ντρεπόμαστε να το λέμε και να φοβόμαστε- δημιούργησε αντιθέσεις και συγκρούσεις, που βέβαια δεν καταλήγουν σε συνεννόηση και συνεργασία των τεχνικών, που είναι ελάχιστες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της χώρας.

Σήμερα είμαστε αντιμέτωποι με θεμελιώδεις αλλαγές στον ευρωπαϊκό χώρο, τις οποίες είπε ο Αντιπρύτανης και το Σεπτέμβριο Πρύτανης και εύχομαι καλή επιτυχία. Αλλά με κάποια άλλη αντιμετώπιση των πραγμάτων, ότι δύο χρόνια παραπάνω σπουδών –εδώ πέρα θέλω να κάνω μία διάκριση ότι είμαι υπέρ του αδιάσπαστου κύκλου σπουδών και των πενταετών. Αυτό είναι τελείως σαφές, αλλά ποια είναι η διαφορά;- αυτά τα επιπλέον χρόνια δεν μπορούν να καθορίζουν ολόκληρη επαγγελματική καριέρα ανθρώπων. Είναι έτσι η ζωή φτιαγμένη, αγαπητέ Ανδρέα, που δεν είναι δυνατόν να σταματάμε στα πέντε χρόνια σπουδών. Δεν είναι δυνατόν. Εάν όμως παραμέναμε μόνο σε αυτό, τότε σημαίνει ότι δεν γνωρίζουμε πώς προχωράει η ζωή. Αυτό είναι σημαντικό και το αναγνωρίζω.

Εμείς στο Τεχνικό Επιμελητήριο είμαστε σε έναν προβληματισμό: τι θα κάνουμε ως επαγγελματίες για να αμυνθούμε σε αυτές τις επιθέσεις οι οποίες υπάρχουν. Πρέπει να υπάρξουν όμως προηγούμενα κάποιες διαπιστώσεις –σας ανέφερα ορισμένες ή αντιλαμβάνεστε ορισμένες. Θα συνεχίσω. Η ευθεία σύνδεση ακαδημαϊκών προσόντων και επαγγελματικών δικαιωμάτων δε συνηθίζεται στον προηγμένο χώρο. Δεν υπάρχει. Η χρήση του τίτλου και η άσκηση του επαγγέλματος του μηχανικού επιτρέπεται σε όσους έχουν ελάχιστα ακαδημαϊκά προσόντα και εμπειρία. Η FEANI σήμερα, που είναι η ευρωπαϊκή ομοσπονδία των μηχανικών, παρέχει τον τίτλο του μηχανικού είτε σε αποφοίτους με πενταετείς σπουδές και δύο χρόνια εμπειρία είτε σε αποφοίτους με τριετείς σπουδές και τέσσερα χρόνια εμπειρία. Αυτό το πράγμα το έχουν δεχθεί όλες οι χώρες και η δική μας. Συγχρόνως η θέσπιση αποκλειστικών δραστηριοτήτων για τις διάφορες ειδικότητες μηχανικών δε συνηθίζεται. Δηλαδή, εκτός από εξαιρέσεις ιδιαίτερα στους αρχιτέκτονες, δεν υπάρχει σύνδεση δραστηριότητας αντικειμένου με έναν τίτλο. Θεωρείται ότι όλοι λειτουργούν υπεύθυνα υπό τον τίτλο που κατέχουν και αν παραβιάζουν την αρχή αυτή τιμωρούνται.

Όσο κι αν σας φανεί περίεργο, το σύστημα το οποίο μοιάζει με το ελληνικό είναι το αμερικάνικο. Εκεί υπάρχει ο τίτλος Professional Engineer, που απονέμεται από τις κρατικές αρχές στις διάφορες πολιτείες ύστερα από διαδικασία εξετάσεων, αφού προσκομίσουν οι ενδιαφερόμενοι ακαδημαϊκά προσόντα από αναγνωρισμένα πανεπιστήμια και σκοπεύουν να ασκήσουν το ελεύθερο επάγγελμα. Υπάρχει βέβαια μία πίεση να λαμβάνουν τον τίτλο του Professional Engineer και όσοι πρόκειται να ασκήσουν δημόσια εξουσία, δηλαδή να είναι στελέχη επιχειρήσεων, αλλά στις επιχειρήσεις αυτές να αναλαμβάνεται ευθύνη έναντι δημόσιας αρχής για ορισμένες εργασίες, όπως παραδείγματος χάρη λειτουργία των μονάδων στην ελληνική πραγματικότητα –υπάρχει μία πίεση τέτοια-, κυρίως όμως αφορά την άσκηση ελευθέρου επαγγέλματος. Το ελεύθερο επάγγελμα ελέγχεται. Επομένως, το καθεστώς της σύνδεσης ακαδημαϊκών προσόντων και επαγγελματικών δικαιωμάτων είναι κάτι που πρέπει να μας απασχολεί. Δεν είναι τόσο εύκολο. Δεν είναι δεδομένο.

Τώρα, στο Τεχνικό Επιμελητήριο ξέρετε όλοι ότι η άδεια άσκησης του επαγγέλματος είναι μία ακαδημαϊκή στην ουσία δοκιμασία χαμηλού επιπέδου, η οποία το μόνο που εξασφαλίζει είναι άδεια χρήσης τίτλου παρά άδεια άσκησης δραστηριοτήτων. Διότι πολύ καλά καταλαβαίνετε από όλα αυτά που έλεγα προηγουμένως ότι όλες οι δραστηριότητες έχουν τελικά εντοπιστεί σε ορισμένους κλάδους. Δεν υπάρχει αντικείμενο δηλαδή για όλους τους μηχανικούς. Επομένως, στην ουσία είναι άδεια χρήσης τίτλου. Το υφιστάμενο σύστημα, το οποίο δίνει την άδεια άσκησης του επαγγέλματος κατευθείαν σε αποφοίτους ΑΕΙ, αδιαφορεί για την εξέλιξη των μηχανικών, εκτός από τους μελετητές του Δημοσίου που εκεί πέρα υπάρχει κάποια διαδικασία αναβάθμισης, κι επομένως είναι σύστημα εφάπαξ αν θα μπορεί ένας ελεύθερος επαγγελματίας να κάνει διάφορες δουλειές χωρίς να δίνει σε κανέναν λογαριασμό αν ασκεί το επάγγελμα για το οποίο παίρνει την άδεια. Πρέπει να αναφέρω ότι πολλές δραστηριότητες διπλωματούχων μηχανικών, απλές δραστηριότητες, όπου όχι απαξιώθηκαν από την τεχνολογία αλλά έγιναν ευρύτατα κατανοητές στην κοινωνία λόγω της εξέλιξης, ασκούνται στην πράξη και από μηχανικούς, όχι διπλωματούχους, τεχνολόγους, που δεν κάνανε πέντε χρόνια σπουδών. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και τις δύο ειδικότητες, και τους διπλωματούχους και τους τεχνολόγους, να ασκούνε στην καθημερινή ζωή με απλές δραστηριότητες. Παραδείγματος χάρη, δεν μπορούμε να κατοχυρώσουμε υπέρ διπλωματούχων μηχανικών τη μελέτη κεντρικής θέρμανσης μιας πολυκατοικίας. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Άρα, χρειάζεται προσοχή όταν λέμε ότι θέλουμε δικαιώματα, να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε.

Υπάρχουν περιπτώσεις τώρα για τις οποίες δε χρειάζεται τεχνική ευθύνη του μηχανικού, όπως παραδείγματος χάρη όταν πρόκειται να γίνει ένα έργο και υπάρχει ένας σχεδιασμός. Πρέπει να υπάρχουν υπογραφές των υπεύθυνων που αναλαμβάνουν την τεχνική ευθύνη για να προστατευθεί το κοινωνικό σύνολο από το έργο αυτό. Υπάρχουν άλλες δραστηριότητες –τις ξέρετε σήμερα πάρα πολύ καλά- που ασχολούνται μηχανικοί, μπορούν να ασκούν τις δραστηριότητες υπό τους τίτλους τους ακαδημαϊκούς, αλλά δε χρειάζονται διαδικασίες άδειας άσκησης του επαγγέλματος. Η άδεια άσκησης του επαγγέλματος σημαίνει ότι πρόκειται να ασκήσω δραστηριότητα με επιπτώσεις στο κοινωνικό σύνολο. Άρα, δεν μπορεί η άδεια άσκησης του επαγγέλματος να καλύπτει τους πάντες. Πρέπει να βρούμε λοιπόν διαδικασίες και να έχουμε την άδεια άσκησης του επαγγέλματος για τις περιπτώσεις όπου πραγματικά χρειάζεται.

Σήμερα τα πανεπιστήμια στον ευρωπαϊκό χώρο εκπαιδεύουν χίλιες ειδικότητες διπλωματούχων μηχανικών, σύμφωνα με τα δεδομένα του Τεχνικού Επιμελητηρίου. Δεν είναι δυνατόν να εντάσσονται όλοι αυτοί σε εννιά βασικές ειδικότητες που έχουμε σήμερα ή δεκατέσσερις που θα έχουμε αύριο. Οι βασικές ειδικότητες χρειάζονται. Είναι αυτές και συμφωνώ κι εγώ απολύτως –επαναλαμβάνω- που θα προκύπτουν από πενταετείς σπουδές και θα έχουν το περιεχόμενο που είπε ο Αντρέας ο Ανδρεόπουλος, αλλά πρέπει να αντιμετωπίσουμε και όλους τους άλλους που δεν έχουν αυτόν τον τίτλο σπουδών από πανεπιστήμια. Αυτοί αναγκαστικά εργάζονται σε πεδίο μερικό της βασικής ειδικότητας. Σήμερα τι κάνουμε; Λέμε ότι τελειώνεις ένα μερικό πεδίο της βασικής ειδικότητας, αλλά εντάσσεσαι στην γενικότητα. Είναι λάθος αυτό το πράγμα.

Υπάρχουν κι άλλα ζητήματα. Όσοι αναλαμβάνουν τεχνικές ευθύνες και είναι μισθωτοί, στο μέτρο που ελέγχονται από τους εργοδότες, δεν παίζουν το ρόλο τους. Άρα, αυτό είναι πάλι πρόβλημα στην ελληνική κοινωνία.

Τέλος, εάν συνεχίσουμε μια αντιπαράθεση με τα ΤΕΙ, τα οποία, κοιτάξτε, έχουν ένα δίκιο. Έχουν αντιμετωπιστεί εχθρικά από το σώμα των μηχανικών και είναι λάθος τεράστιο για την ελληνική κοινωνία. Η ελληνική κοινωνία χρειάζεται όλο το τεχνικό δυναμικό σε συνεργασία και συνεννόηση. Έχουν αντιμετωπιστεί εχθρικά κι αυτό πρέπει να αλλάξει. Θα δείτε και στη συνέχεια. Δεν είμαι από εκείνους που μοιράζομαι επαγγελματικά δικαιώματα στα ΤΕΙ, αλλά η αντιμετώπιση μέχρι σήμερα ήταν λάθος. Λοιπόν, εάν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση μέσα από τις διαδικασίες των συμβουλίων ισοτίμησης και δεν ξέρω τι άλλο θα βρει η ελληνική πολιτεία, θα μοιράζονται στα ΤΕΙ επαγγελματικά δικαιώματα, τα οποία οι υπόλοιποι διπλωματούχοι μηχανικοί τα παίρνουν εφόσον περάσουν από το Τεχνικό Επιμελητήριο μέσα από την διαδικασία της άδειας. Θα έχουμε δηλαδή μηχανικούς διπλωματούχους και τεχνολόγους δύο κατευθύνσεων. Η κατεύθυνση των τεχνολόγων θα έχει τα επαγγελματικά δικαιώματα που έχουν οι διπλωματούχοι μηχανικοί και άντε να πείσεις την ελληνική κοινωνία για τις δραστηριότητες που γίνονται στην ελληνική κοινωνία ποιος έχει δίκιο. Τεράστια ζητήματα δηλαδή ανακύπτουν αν συνεχίσουμε αυτή την κατάσταση.

Η εισήγηση έχει τον τίτλο «Θεσμικό πλαίσιο των Χημικών Μηχανικών», δεν το ξέχασα.

Μέχρι πριν δέκα χρόνια δεν είχαμε δικαιώματα. Σήμερα η κατάσταση είναι σαφώς καλύτερη με ένα διάταγμα το οποίο ψηφίστηκε το ’97, περίπου 50 χρόνια μετά το ’30. Έχουμε το δικαίωμα σε απλές χημικές εγκαταστάσεις να αναλαμβάνουμε το σχεδιασμό, τη λειτουργία και τη συντήρηση και στις μη απλές χημικές εγκαταστάσεις να συμπράττουμε με ηλεκτρολόγους ή μηχανολόγους και να αναλαμβάνουμε την τεχνική ευθύνη για τη μελέτη τους, τη λειτουργία και τη συντήρηση. Ήταν μια κατάκτηση κλάδου που έλυσε πάρα πολλά προβλήματα συναδέλφων, μας έφερε όμως αντιμέτωπους με τους μηχανολόγους για να συζητάμε αιωνίως τι κάνει ο ένας και τι κάνει ο άλλος –τα γνωστά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας.

Άλλο δικαίωμα επαγγελματικό που έχουν οι χημικοί μηχανικοί είναι τα εναλλακτικά με χημικούς να αναλαμβάνουν την τεχνική διεύθυνση στις χημικές βιομηχανίες. Μπορούν βέβαια σήμερα να γίνονται εργολήπτες σε έργα ενεργειακά βιομηχανικά, καθώς και σε έργα προστασίας του περιβάλλοντος, επεξεργασίας υγρών, στερεών και αερίων αποβλήτων. Σύμφωνα με το νόμο περί μελετητών να γίνονται μελετητές σε χημικοτεχνικές μελέτες, σε βιομηχανικές μελέτες, σε ενεργειακές μελέτες και σε περιβαλλοντικές μελέτες. Θέλω να τονίσω εδώ ότι οι χημικοτεχνικές μελέτες ως αντικείμενο έχουν τον βασικό σχεδιασμό και τη μελέτη εφαρμογής των χημικών εγκαταστάσεων. Κι αυτό είναι γραμμένο σε νομοθεσία του ’38, αλλά δυστυχώς δεν δούλεψε για το λόγο που σας εξήγησα στην αρχή, ότι η μηχανολογική μελέτη προσπάθησε να καλύψει -παράνομα- κάθε μελέτη που αναφέρεται σε εξοπλισμό.

Σήμερα λοιπόν το διαμορφωμένο θεσμικό πλαίσιο για την δουλειά του χημικού μηχανικού, το νομοθετικό πλαίσιο, είναι αρκούντως ικανοποιητικό. Αυτό θα μπορούσαμε να το πούμε. Όμως η εφαρμογή του συντελείται σε ένα μη φιλικό περιβάλλον, αποτέλεσμα της αδράνειας ενός υφιστάμενου επί δεκαετίας θεσμικού πλαισίου, σε συντεχνιακές νοοτροπίες που αυτό καλλιέργησε, αλλά και στα αντικείμενα εργασιών, τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να διαφοροποιηθούν στην Ελλάδα, δηλαδή κάθε ειδικότητα μηχανικού, προκειμένου να ησυχάσεις –αν είναι ποτέ δυνατόν.

Πρέπει επίσης να πούμε ότι τα επαγγελματικά δικαιώματα τα νομοθετικά, αυτά που παρέχονται με νόμους, δεν προδικάζουν οπωσδήποτε σοβαρή επαγγελματική απασχόληση, όταν δε συνδέονται με πραγματικές ανάγκες ή όταν δεν υπάρχουν κατάλληλοι έλεγχοι ή όταν λείπουν και τα δύο, όπως είναι η συνήθης πρακτική στην Ελλάδα. Θέλω να τονίσω ότι πρώτιστο καθήκον των μηχανικών είναι να επιλύουν με το σωστό τρόπο προβλήματα και μόνο με τον τρόπο αυτόν έρχεται η καταξίωση. Πραγματικά στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι η περιγραφή τίτλων, ο προκαθορισμός επαγγελματικών προσόντων, που στην ουσία τι σημαίνει προκαθορισμός επαγγελματικών προσόντων με βάση ακαδημαϊκά προσόντα; Σημαίνει δυνατότητα πρόσβασης σε δραστηριότητες. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι μπορείς να λύνεις πραγματικά προβλήματα. Χρειάζεται συνεχής αγώνας για να το πετύχεις αυτό. Στην Ελλάδα έχουμε μάθει να κάνουμε περιγραφή τίτλων και να λέμε ότι αυτά είναι δικαιώματα. Είναι λάθος αυτό.

Είμαστε λοιπόν σε μία φάση μετά από αυτές τις διαπιστώσεις, όπου πρέπει να βρούμε τον δρόμο μας, πώς θα δουλέψουμε. Η δικιά μου η σκέψη είναι πάρα πολύ απλή. Οι επαγγελματίες πρέπει να κατοχυρώσουν τους ουσιαστικούς τίτλους τους και όχι να περιχαρακώσουν.

Ποιες είναι οι συνθήκες που επιβάλλουν τις αλλαγές τις οποίες σκεφτόμαστε. Υπάρχει ταχύτατα εξελισσόμενη επιστημονική γνώση στους τομείς της μηχανικής, που καθιστά ανεπαρκή την διαπίστωση αρχικών ακαδημαϊκών τίτλων ενός μηχανικού σαν κριτήριο δια βίου επαγγελματικής επάρκειας. Υπάρχουν νέοι τομείς της μηχανικής που ασκούνται υπό τον τίτλο του μηχανικού χωρίς να αντιστοιχούν σε παραδοσιακές ειδικότητες. Υπάρχουν πολλαπλοί τομείς, βαθμίδες και ρόλοι όπου ασκείται η επαγγελματική δραστηριότητα, στους οποίους η εμπειρία και η πρόσθετη επαγγελματική εκπαίδευση αποτελούν ουσιώδεις προϋποθέσεις. Τέλος, το νέο πλαίσιο το ευρωπαϊκό και η ανωτατοποίηση των ΤΕΙ που επήλθε -διαφωνούσαμε απολύτως πραγματικά στον τρόπο που έγινε, αλλά επήλθε- πρέπει να αντιμετωπιστούν.

Σύμφωνα με την εμπειρία που έχουμε αποκτήσει στο ζήτημα αυτό τη μακρόχρονη, θέλω να επισημάνω ότι η άσκηση του επαγγέλματος του μηχανικού, γενικά τώρα, που συνδέεται με την προστασία της υγείας, της ασφάλειας και της ευημερίας των πολιτών και την αειφόρο ανάπτυξη της χώρας, απαιτεί προστασία. Είμαι κι εγώ υπέρ της προστασίας. Απαιτούνται νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες θα αναγνωρίζουν την τεχνική ευθύνη στις φάσεις του σχεδιασμού, της κατασκευής και της λειτουργίας έργων και εγκαταστάσεων και αυτές οι ρυθμίσεις επιβεβαιώνουν την κοινωνική αποστολή των διπλωματούχων μηχανικών και εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Σαφώς συμφωνούμε απολύτως. Σε αυτές τις συνθήκες η πιστοποίηση προσόντων, προκειμένου να δοθούν επαγγελματικοί τίτλοι σε μηχανικούς που θα αναλαμβάνουν τεχνικές ευθύνες είναι απαίτηση και θεωρώ ότι ο φορέας ο οποίος πρέπει να κάνει την πιστοποίηση αυτή πρέπει να είναι το ΤΕΕ.

Δεν θα μπω στη λεπτομέρεια, ενδεχόμενα να μου δώσετε την ευκαιρία να συζητήσουμε, ποιοι τίτλοι μπορούν να υπάρχουν επαγγελματικοί και με ποιες διαδικασίες θα απονέμονται. Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν πρότυπα. Υπάρχει το εγγλέζικο πρότυπο, υπάρχει το αμερικάνικο πρότυπο. Δε χρειάζεται εμείς να ανακαλύψουμε τον τροχό. Μπορούμε να προσαρμοστούμε. Και αυτό είναι η βασική μας θέση. Προφανώς χρειάζεται Μητρώο Επαγγελμάτων στο Τεχνικό Επιμελητήριο για τις βασικές ειδικότητες των μηχανικών, για τις εξειδικεύσεις και για τους τεχνολόγους εφαρμογής -δεν υπάρχει σήμερα Μητρώο Επαγγελμάτων- και βέβαια μια διαβάθμιση τίτλων επαγγελματικών. Είναι, παραδείγματος χάρη, συνδεδεμένο μέλος του ΤΕΕ για όλους εκείνους οι οποίοι θέλουν να ασκήσουν το επάγγελμα του μηχανικού, αλλά όχι να αναλάβουν ειδικές τεχνικές ευθύνες. Παραδείγματος χάρη, αυτοί θα μπορούσαν, ας πούμε, υπό τον ακαδημαϊκό τίτλο να εργάζονται σε συστήματα ποιότητος όχι τελικά, ενδιάμεσα. Τελικά συστήματα ποιότητος που χρειάζονται πιστοποίηση από τους συγκεκριμένους φορείς θα έπρεπε να μπορούν να κατευθύνονται από διπλωματούχους μηχανικούς επαγγελματίες. Υπάρχουν όμως πάρα πολλοί άλλοι που προετοιμάζουν συστήματα ποιότητος για την τελική πιστοποίηση. Αυτοί όλοι ενδεχόμενα δεν έχουν την άδεια ούτε επαγγελματικούς τίτλους. Θα μπορούσαν να ήταν συνδεδεμένα μέλη του ΤΕΕ υπό των ακαδημαϊκών τίτλων και μόνο, χωρίς καμιά άλλη διαδικασία. Αντίθετα, όσοι πρόκειται να εκπροσωπούν εταιρίες, όσοι πρέπει να επιλέγουν προσωπικό, όσοι πρέπει να βάζουν υπογραφές σε τελικά σχέδια για κατασκευή έργων και εγκαταστάσεων, έπρεπε να έχουν τίτλους όπως, παραδείγματος χάρη, Τακτικό Μέλος του ΤΕΕ ή Εντεταλμένο Μέλος του ΤΕΕ. Είναι σκέψεις οι οποίες προσπαθούν να βρουν κάποια διάκριση και διαβάθμιση τίτλων, ώστε για τις δουλειές που πραγματικά χρειαζόμαστε τεχνική ευθύνη να μπορέσουμε να βρούμε την διαδικασία, να την κατοχυρώσουμε.

Δεν θα σας κουράσω περισσότερο με αυτό. Έχω την γνώμη ότι μπορούμε να κάνουμε έναν διάλογο, αν χρειαστεί. Θα τελειώσω με τις αναγκαίες ρυθμίσεις που χρειάζεται το επάγγελμα του χημικού μηχανικού.

Πέρα από τις γενικότερες ρυθμίσεις, σας είπα προηγουμένως ότι υπάρχει ένα θέμα διάκρισης των εργασιών, κυρίως των μηχανολόγων, με αυτές των χημικών μηχανικών. Κι εδώ έχουμε δουλέψει στο Τεχνικό Επιμελητήριο κι έχουμε την εξής πρόταση: Στις εγκαταστάσεις μπορούμε να δούμε στην φάση της μελέτης επιμέρους απαιτούμενες μελέτες, όπως είναι: Ο λειτουργικός βιομετρικός σχεδιασμός. Η μηχανολογική μελέτη δεν έχει σχέση με το engineering. Η μηχανολογική μελέτη είναι κατασκευαστικά σχέδια συναρμολόγησης. Η ηλεκτρολογική μελέτη, που είναι κατασκευαστικά σχέδια για τη μεταφορά ισχύος και σημάτων. Η αρχιτεκτονική μελέτη κτιρίων και περιβάλλοντος χώρου και η στατική μελέτη. Αν ενταχθεί ένα τέτοιο επιμέρους σύστημα μελετών στη νομοθεσία μας και δεχθούμε και αλληλοεπικαλύψεις των προγραμμάτων που υπάρχουν όταν θα πάμε να περιγράψουμε το περιεχόμενο, θα δώσουμε μία λύση που σήμερα χρειάζεται, προκειμένου να συνεργαστούν οι χημικοί μηχανικοί με τις άλλες ειδικότητες, αλλά πέραν αυτών, προκειμένου να προδιαγράψουν και το ρόλο τους. Και θεωρώ εγώ ότι στα πρώτα στάδια ο διπλωματούχος μηχανικός που αναλαμβάνει ευθύνες, ο χημικός μηχανικός, κάνει λειτουργικό σχεδιασμό, δηλαδή ετοιμάζει τα διαγράμματα διαδικασίας και οργάνων, λέει τι ακριβώς θέλει, προκειμένου στη συνέχεια αυτά να υλοποιηθούν, χωρίς βέβαια στην υλοποίηση να πούμε ότι δεν έχουμε ρόλο, προσέξτε.

Πέρα από τις νομοθετικές ρυθμίσεις, θα θυμηθώ ένα άρθρο για την ταυτότητα της χημικής μηχανικής, το οποίο υπήρξε στο προεδρικό CHEMICAL ENGINEERING πριν από περίπου ενάμιση χρόνο. Στην εισήγησή μου έχω στην τελευταία σελίδα ένα διάγραμμα για την ανάπτυξη των εφαρμογών της χημικής μηχανικής από το 1930 έως σήμερα. Είναι ένα καλό διάγραμμα, το οποίο ξεκινάει παραδείγματος χάρη από τα petrochemicals και τα chemicals, με τα οποία στην αρχή ασχολήθηκε η χημική μηχανική, περνάει από τα οικονομικά, από την ασφάλεια, το περιβάλλον, τη συσκευασία και φτάνει στο risk management. Δηλαδή, τα εργαλεία της χημικής μηχανικής πώς εξυπηρετούν οριζοντίως αυτές τις δραστηριότητες. Στο ίδιο διάγραμμα αναφέρονται οι τεχνολογίες με τις οποίες σχετίζεται η χημική μηχανική, όπως η βιοτεχνολογία, η βιομηχανική χημεία, η χημεία, η φυσική, το engineering. Διαβάζοντας ένας το άρθρο αντιλαμβάνεται ότι αυτή η ανάπτυξη και η συμβολή της χημικής μηχανικής στην τεχνολογία έγινε διότι στη χημική μηχανική υπάρχει η τεχνική και τα εργαλεία της χημικής των εργασιών που την διαφοροποιούν από τις άλλες επιστήμες και τα οποία μπορούν να εφαρμόζονται σε έναν ευρύ κύκλο πραγμάτων.

Πέρα λοιπόν από ρυθμίσεις, θα ευχηθώ αυτή η λογική, δηλαδή το να δώσουμε το κέντρο βάρους στη χημική των εργασιών, να απασχολεί όλους μας τον αιώνα στον οποίο έχουμε εισέλθει. Ευχαριστώ πολύ.

Κα ΚΟΥΛΟΥΜΠΗ (Αν. Καθ. ΕΜΠ – Μέλος ΜΕ Θεμάτων Παιδείας ΤΕΕ)::

Να ευχαριστήσουμε το συνάδελφο Κρεμαλή και να περάσουμε στη συνάδελφο Μανδαράκα από τη Σχολή Χημικών Μηχανικών. Θα μας παρουσιάσει ορισμένα από τα αποτελέσματα μελέτης που έχει γίνει σε συνεργασία με το συνάδελφο Παπαγιαννάκη, καθηγητή επίσης της Σχολής μας, και αφορά τους χημικούς μηχανικούς και την αγορά εργασίας.

Κα ΜΑΝΔΑΡΑΚΑ (Επ. Καθ. Σχολής ΧΜ ΕΜΠ):

Καλημέρα σας, αγαπητοί συνάδελφοι.

Η σύντομη εισήγησή μου θα σας παρουσιάσει κάποια από τα βασικά ευρήματα μιας μεγάλης έρευνας που έκανε το Πολυτεχνείο μαζί με το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας το 2000 και μάλιστα το  μέρος που αφορά την ένταξη των μηχανικών αποφοίτων Ε.Μ.Π. και ειδικότερα των χημικών μηχανικών Ε.Μ.Π. στην αγορά εργασίας.

Το πρώτο που προσπαθήσαμε να διερευνήσουμε είναι ποιο είναι το ποσοστό ανεργίας που παρατηρείται στην αγορά για τους νεοεντασσόμενους μηχανικούς του Πολυτεχνείου. Με αρκετά μεγάλη έκπληξη διαπιστώσαμε ότι το ποσοστό ανεργίας ήταν πάρα πολύ χαμηλό, γύρω στο 2,2%. Δηλαδή πολύ χαμηλότερο από ποσοστά τα οποία σε παλιότερες μελέτες και έρευνες έδειχνε το ΤΕΕ. Βέβαια, επειδή το δείγμα αυτό των μηχανικών που εμείς λέγαμε νέους μηχανικούς, είχανε ήδη αποφοιτήσει αρκετά χρόνια πριν, δηλαδή από πέντε έως εννιά χρόνια πριν, για να έχουν ολοκληρώσει και μεταπτυχιακές σπουδές και στρατιωτική θητεία οι άνδρες κλπ., δεν ήταν πραγματικά ίσως οι πολύ νέοι μηχανικοί που μπαίνουν στην αγορά εργασίας και ίσως ήταν λίγο πιο δυσμενή τα πράγματα γι αυτούς. Γι αυτό είχαμε ακόμη ένα ερώτημα ποιος ήταν ο χρόνος που έκαναν μέχρι να βρούνε την πρώτη τους δουλειά που οι ίδιοι θεωρούσαν ότι ήταν δουλειά που ανταποκρινόταν στο πτυχίο τους προφανώς, όχι να κάνουν την οποιαδήποτε δουλειά. Εδώ λοιπόν είχαμε τα πρώτα ευρήματα που δείχνουν ότι γενικά ο χρόνος αυτός επίσης δεν είναι υψηλός, είναι κάτι λίγοι μήνες, όμως, όπως βλέπετε στην μοβ μπάρα, οι χημικοί  μηχανικοί έχουν το δεύτερο υψηλότερο χρόνο αναζήτησης της πρώτης εργασίας μαζί με τους μεταλλειολόγους. Μια λοιπόν κατ’ αρχήν διαπίστωση είναι η σχετικά δυσμενέστερη από τις άλλες ειδικότητες των μηχανικών ένταξη των νέων μηχανικών στην αγορά εργασίας. Αυτή η σχετικά δυσμενέστερη πιστοποιείται και από το εισόδημα το οποίο οι ίδιοι οι νέοι μηχανικοί δήλωσαν για το 1998, γιατί η έρευνα –σας είπα- έγινε το 2000, όπου πάλι φαίνεται ότι οι χημικοί μηχανικοί μοιράζονται με τους τοπογράφους την δεύτερη από το τέλος θέση στους μέσους ετήσιους μισθούς τους –τότε είχαμε δραχμές- με πρώτους βέβαια τους ηλεκτρολόγους μηχανικούς αποφοίτους πάντα Ε.Μ.Π., και στη συνέχεια τους ναυπηγούς.

Αυτά τα στοιχεία της σχετικά δυσμενούς ένταξης των νέων χημικών μηχανικών σε σχέση με άλλους μηχανικούς αποφοίτους του Πολυτεχνείου, αφενός βέβαια μπορούν να ερμηνευτούν από την κρίση και τις διαδικασίες αναδιάρθρωσης της ελληνικής βιομηχανίας, αφετέρου όμως από το μεγάλο αριθμό χημικών μηχανικών που από τα πανεπιστήμια της χώρας αλλά και από το εξωτερικό προσπαθούν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας –μεγάλος αριθμός σε σχέση με την προσφορά θέσεων εργασίας- ή ακόμη και γιατί ήμαστε σε μία περίοδο τότε που το ελληνικό Δημόσιο, που αποτελεί μία διέξοδο επαγγελματική για τους χημικούς μηχανικούς είχε περιορίσει τις προσλήψεις και τις θέσεις εργασίας.

Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι ποιοι είναι οι τομείς απασχόλησης, οι δραστηριότητες στις οποίες απασχολούνται οι μηχανικοί κατά ειδικότητες και ειδικότερα οι χημικοί μηχανικοί. Εκεί, για να περιοριστούμε στους νέους χημικούς μηχανικούς, βλέπουμε ότι με βάση τις απαντήσεις του δείγματός μας κάτι λίγο περισσότερο από το 20% των νέων χημικών μηχανικών απασχολείται σε αυτό που λέμε παραδοσιακός τομέας απασχόλησης των μηχανικών, δηλαδή στην παραγωγή: το εργοστάσιο, τις μελέτες μέσα στο εργοστάσιο ή τις εργολαβίες. Αντίθετα, σημαντικά υψηλότερα είναι δύο άλλοι τομείς που έχουν αναδειχθεί και σε άλλες ειδικότητες μηχανικών, αυτό που ορίσαμε και θα σας πω τι είναι, οι νέες τεχνικές αρμοδιότητες και οι αρμοδιότητες που έχουν σχέση με διοίκηση, διοικητικά καθήκοντα και οικονομικά. Οι νέες τεχνικές αρμοδιότητες είναι αρμοδιότητες που σχετίζονται, παραδείγματος χάρη, με θέματα διασφάλισης και διοίκησης ποιότητας, με θέματα περιβάλλοντος ή με την πληροφορική. Ενώ οι αρμοδιότητες διοίκησης και οικονομίας είναι συμβουλευτικές υπηρεσίες, χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, καθαρά διοίκηση επιχειρήσεων ή πωλήσεις, μάρκετινγκ και τέτοιου είδους δραστηριότητες.

(…)

…ένα σημαντικό εύρημα, ενώ δείτε, παραδείγματος χάρη, οι αρμοδιότητες αρχιτεκτόνων, πολιτικών και τοπογράφων, όπου εξακολουθούνε να απασχολούνται κατ’ εξοχήν σε αυτό που λέμε γι αυτούς εργοτάξιο μελέτες κλπ. Είναι οι πρώτες γκρι ανοιχτές μπάρες.

        Εκείνο που επίσης αποτέλεσε ένα εύρημα αρκετά σημαντικό και για τους χημικούς μηχανικούς είναι σε ποιο βαθμό οι χημικοί μηχανικοί αναπτύσσουν σήμερα ή έχουν συμβάλει στην ανάπτυξη κάποιου τύπου επιχειρηματικής δραστηριότητας δικής τους, είτε δηλαδή μιας επιχείρησης με προσωπικό είτε αυτοαπασχολούνται, έχοντας ένα δικό τους γραφείο, και ποια είναι η πρόθεση των νέων μηχανικών να κάνουν κάτι τέτοιο μέσα στην επόμενη πενταετία. Γιατί είναι ενδιαφέρον το εύρημα για τους χημικούς μηχανικούς; Γιατί ενώ σήμερα ένα ποσοστό γύρω στο 15% των νέων μηχανικών φαίνεται ότι είτε αυτοαπασχολείται ή έχει συμβάλει με άλλους στην δημιουργία μιας επιχείρησης, αυτό το ποσοστό τριπλασιάζεται περίπου σαν πρόθεση για την επόμενη πενταετία. Δηλαδή, η άσκηση ελευθέρου επαγγέλματος ή ανάπτυξης κάποιας μορφής επιχειρηματικής δραστηριότητας φαίνεται να είναι αρκετά ελκυστική για τους νέους μηχανικούς. Και μάλιστα βλέπετε ότι το ποσοστό της πρόθεσης ανάπτυξης επιχειρηματικότητας είναι το υψηλότερο από όλους τους μηχανικούς για τους χημικούς μηχανικούς.

        Τέλος, και με αυτό θα κλείσω, γιατί νομίζω έχει ένα ενδιαφέρον, γιατί δόθηκαν οι απαντήσεις όχι από φοιτητές μας, αλλά από αποφοίτους Ε.Μ.Π., οι οποίοι ήδη έχουν μπει στην αγορά εργασίας, είναι πώς αξιολογούν τις σπουδές τους στο Πολυτεχνείο, κατ’ αρχήν διακρίνοντας δύο μεγάλες κατηγορίες γνώσεων που πήρανε, αυτό που λέμε παραδοσιακοί τομείς γνώσης, δηλαδή το θεωρητικό υπόβαθρο και οι βασικές θετικές γνώσεις για κάθε ειδικότητα, και οι νέοι τομείς γνώσης και δεξιοτήτων, τους οποίους θα δούμε αναλυτικότερα αμέσως μετά. Εδώ φαίνεται ότι γενικά οι απαντήσεις δόθηκαν σε μία πενταβάθμια κλίμακα, όπου το ένα ήταν «Καθόλου ικανοποιημένος από το επίπεδο γνώσης» και το 5 ήταν το «Άριστο επίπεδο γνώσης».

Γενικά, λοιπόν, φαίνεται ότι το Πολυτεχνείο αξιολογείται πολύ καλύτερα από τους αποφοίτους του, αυτό που λέμε παραδοσιακοί τομείς γνώσης, δηλαδή θεωρητικές γνώσεις και βασικές γνώσεις της ειδικότητας. Για τους χημικούς μηχανικούς ο βαθμός ήταν μεταξύ 2,5 και 3, πάνω από την βάση δηλαδή, αρκετά καλά.

Εκεί που συνολικά το Πολυτεχνείο συνολικά από τους αποφοίτους και από τους χημικούς μηχανικούς παίρνει χαμηλό βαθμό, ίσως σε αρκετές από τις ειδικότητες και κάτω από την βάση, είναι αυτό που λέμε Νέοι Τομείς. Ποιοι είναι αυτοί οι Νέοι Τομείς; Οι Νέοι Τομείς είναι τρεις. Η μπεζ μπάρα είναι οι γνώσεις σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, Πληροφορικής και Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, η πράσινη μπάρα είναι θέματα που έχουν σχέση με Οικονομία και Διοίκηση και η μοβ μπάρα δεν είναι ακριβώς γνώσεις, αλλά είναι Δεξιότητες τις οποίες οι μηχανικοί από την πράξη είδαν ότι θα ήταν απαραίτητες ήδη να έχουν πάρει μέσα από το Πολυτεχνείο, όπως παραδείγματος χάρη η σύνταξη μιας έκθεσης ή μιας τεχνικής αναφοράς, όπως είναι η ικανότητα να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και να κάνουν ένα ολοκληρωμένο project, όπως είναι το αντίθετο η δυνατότητα να δουλεύουν σε συνεργασίες και όχι ο καθένας μόνος του κλπ. Βλέπουμε ότι σχετικά με άλλους μηχανικούς στα θέματα Οικονομίας, Διοίκησης και Δεξιότητες οι χημικοί μηχανικοί είναι περισσότερο ικανοποιημένοι από άλλες ειδικότητες μηχανικών, όμως η βαθμολογία, όπως είπαμε και στην προηγούμενη διαφάνεια, είναι σχετικά χαμηλή.

Νομίζουμε ότι αυτά τα ευρήματα, δηλαδή και ως προς την αξιολόγηση των γνώσεων από τους νέους μηχανικούς, ενδιαφέρουν και το Πολυτεχνείο και τους επαγγελματικούς συλλόγους και το ΤΕΕ, προκειμένου να ληφθούν υπόψη κάποια στιγμή στην διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών.

Ευχαριστώ πολύ.

Κα ΚΟΥΛΟΥΜΠΗ (Αν. Καθ. ΕΜΠ – Μέλος ΜΕ Θεμάτων Παιδείας ΤΕΕ)::

Ευχαριστούμε τη συνάδελφο Μανδαράκα για την πραγματικά ενδιαφέρουσα ομιλία της και τώρα θα συνεχίσει ο συνάδελφος Μπατής, αναπληρωτής Πρόεδρος της Σχολής Χημικών Μηχανικών, με θέμα τις «Σπουδές του Χημικού Μηχανικού και ευκαιρίες απασχόλησης». Θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε αν λήφθηκαν υπόψη αυτά τα πράγματα.

Κος ΜΠΑΤΗΣ (Αν. Πρόεδρος Σχολής ΧΜ ΕΜΠ):

Αγαπητοί συνάδελφοι, καλημέρα σας.

        Βεβαίως, όπως σας είπε η κυρία Κουλουμπή, κανονικά ο Πρόεδρος της Σχολής Χημικών Μηχανικών, ο κύριος Παπασπυρίδης, έπρεπε να παρουσιάσει αυτή την εργασία, αλλά επειδή λείπει στην Αμερική, είμαι υποχρεωμένος να το κάνω εγώ.

        Ήδη έχουν μιλήσει τρεις ομιλητές. Ο Πρύτανης ο κύριος Ανδρεόπουλος ήδη σας ανέπτυξε το τι γίνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, συμπλήρωσε ο κύριος Κρεμαλής, ο οποίος όμως εμβάθυνε αρκετά και στο τι γίνεται στην Ελλάδα, και η κυρία Μανδαράκα παρουσίασε μια αρκετά σημαντική εργασία, η οποία αναφέρεται στο τι γίνεται στους απόφοιτους χημικούς μηχανικούς.

        Εγώ θα ήθελα να δούμε τα πράγματα από μία άλλη πλευρά. Υπάρχει η Σχολή Χημικών Μηχανικών, η οποία δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάποτε ήταν η πρώτη επιλογή σε όσους ερχόντουσαν στις πανελλήνιες εξετάσεις. Τώρα έχουμε υποχωρήσει αρκετά πίσω. Βεβαίως, από την άλλη πλευρά, θα μου πείτε ότι υπάρχουν και κάποια γεγονότα τα οποία είναι πολύ μεγάλης σημασίας, όπως παραδείγματος χάρη είναι η συρρίκνωση της βιομηχανίας, η οποία έχει συμβεί. Αφού λοιπόν συνέβη η συρρίκνωση της βιομηχανίας, δεν είναι περίεργο αυτό το οποίο παρουσίασε η κυρία Μανδαράκα, ότι οι χημικοί μηχανικοί έχουν αρχίσει να στρέφονται προς άλλες κατευθύνσεις, οι οποίες όμως τους δίνουνε μια αρκετά καλύτερη προοπτική από απόψεως απασχόλησης και χρήματος.

Εκ των πραγμάτων λοιπόν η Σχολή Χημικών Μηχανικών δεν θα μπορούσε παρά να λάβει υπόψη της όλα αυτά τα πράγματα. Όταν λοιπόν το πρόγραμμα σπουδών το οποίο υπήρχε είχε διανύσει ήδη περίπου δεκαετία και θα έπρεπε να αλλάξει, η Σχολή Χημικών Μηχανικών –Τμήμα τότε- αποφασίζει να κάνει την πρώτη κίνηση, την εξής: να δημιουργήσει μία επιτροπή η οποία να κάτσει να δει ποια είναι η προοπτική, ποιο είναι το μέλλον της χημικής μηχανικής και των χημικών μηχανικών, ώστε όλα αυτά τα πράγματα να μπορέσουν να αποτελέσουν μια βάση από την οποία ξεκινάς να κάνεις ένα πρόγραμμα σπουδών. Πράγματι, λοιπόν, αυτό το κάνει και το 1999 δημοσιεύεται –υπάρχει πια τυπωμένο- «Οι Προοπτικές και το Μέλλον του Τμήματος Χημικών Μηχανικών του Ε.Μ.Π.».

Με βάση αυτή την εργασία η οποία έγινε τότε βγαίνουν κάποια πορίσματα. Θα σας πω μόνο δύο, τα πιο σπουδαία. Υπήρχε η άποψη ότι θα πρέπει να ενισχυθούν μαθήματα τα οποία έχουν να κάνουν με τις οικονομικές και τις διοικητικές δραστηριότητες, ασφάλεια-υγιεινή και έλεγχο-ρύθμιση διεργασιών. Επίσης, προέβλεπε στις προοπτικές ότι αρκετά σημαντικοί τομείς θα ήταν ο σχεδιασμός και η παραγωγή υλικών, η χημεία και η τεχνολογία τροφίμων, η βιοτεχνολογία, οι τεχνολογίες στην διαχείριση της ενέργειας και του περιβάλλοντος και την ανάπτυξη τεχνολογιών για τη συντήρηση και ανάπτυξη της πολιτιστικής κληρονομιάς. Με βάση λοιπόν όλα αυτά ξεκινάει μια πολύ μεγάλη προσπάθεια να υπάρξει ένα καινούργιο πρόγραμμα, στο οποίο θα μπορούσαν να συμπεριλαμβάνονται όλα αυτά τα πράγματα.

Αν και αυτό το πράγμα το οποίο έγινε, έγινε για πρώτη φορά -για πρώτη φορά δηλαδή το Τμήμα Χημικών Μηχανικών πρώτα κάθισε και ασχολήθηκε ποιο είναι το πιθανό μέλλον κι αφού το ανέπτυξε όσο μπορούσε πιο λεπτομερώς, αποφασίζει να βγάλει ένα αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών- έχουμε αρκετές τριβές στην όλη ιστορία, οι οποίες προέρχονται κυρίως από τον εξής λόγο. Το προηγούμενο πρόγραμμα είχε την εξής μεγάλη καινοτομία. Όριζε πέντε κατευθύνσεις, από τις οποίες θα μπορούσε ο φοιτητής χημικός μηχανικός να διαλέξει μία. Έρχεται και βάζει μία άλλη καινοτομία, τις ονομαζόμενες Οριζόντιες Δράσεις. Υπάρχουν τέσσερις Οριζόντιες Δράσεις, υπάρχουν πέντε μαθήματα, τα οποία κανείς τα διαλέγει μαζί πακέτο. Βεβαίως, εξαρχής υπήρχε η άποψη ότι ενδεχομένως δεν θα έπρεπε να ήταν πακέτο. Θα έπρεπε να δινόταν η δυνατότητα να διαλέγεις από δύο κι όχι μόνο από ένα. Αυτό όμως το σημείο υπήρξε βασικό σημείο τριβής στην όλη ιστορία. Κυρίως η αντίρρηση αναφερόταν στο γεγονός ότι, αφού υπάρχει κατεύθυνση, αφού υπάρχει οριζόντια δράση, δημιουργείς εκείνες τις προϋποθέσεις ώστε στο μέλλον να διασπαστεί το πτυχίο σε περισσότερα του ενός. Και αυτό ήταν μία βασική αντίρρηση, η οποία καθυστέρησε το πρόγραμμα σπουδών, το οποίο φτάνει να ψηφιστεί στην Γενική Συνέλευση της Σχολής στις 14 Μαΐου 2003. Δηλαδή έχουν περάσει ήδη τέσσερα χρόνια από τότε που υπήρξε η δημοσίευση των Προοπτικών και του Μέλλοντος των Χημικών Μηχανικών. Δηλαδή έχουμε τα τέσσερα από τα δέκα χρόνια που προέβλεπε. Όπως καταλαβαίνετε, το θέμα του να πάψουν να υπάρχουν οι οριζόντιες δράσεις οδήγησε σε μια μεγάλη διόγκωση των μαθημάτων των κατ’ επιλογήν. Γιατί τα μαθήματα, βεβαίως, δεν έπαψαν να υπάρχουν. Υπάρχουν. Δεν υπάρχουν πλέον σαν πακέτο. Άρα, οι επιλογές έπρεπε να αυξηθούν τουλάχιστον κατά είκοσι μαθήματα.

Το νέο πρόγραμμα, λοιπόν, σπουδών έφτασε πια. Ήδη αρχίζει και εφαρμόζεται από το νέο έτος. Θα πρέπει εδώ να αναφέρω ότι υπήρξε και ένα γράμμα από το Σύλλογο Χημικών Μηχανικών, το οποίο μας ήρθε αρκετά αργά. Μας ήρθε στις 13 Μαΐου τη στιγμή που στις 14 Μαΐου περνούσε από την Γενική Συνέλευση. Έτσι λοιπόν, όταν αυτό το πράγμα ψηφιζόταν, δεν ήταν γνωστό το πλήρες κείμενο ότι θα ερχόταν από τους χημικούς μηχανικούς. Βεβαίως, θα πρέπει να πούμε ότι μεταξύ τόσο του Συλλόγου των Χημικών Μηχανικών όσο και του Τεχνικού Επιμελητηρίου και της Σχολής υπάρχει αρκετή πληροφόρηση, δεδομένου ότι πολλά μέλη της Σχολής είναι δραστηριοποιημένα τόσο στο Σύλλογο όσο και στο Τεχνικό Επιμελητήριο.

Επομένως, έχουμε τώρα για πρώτη φορά την εφαρμογή ενός προγράμματος σπουδών, το οποίο έχει βασιστεί σε μια αρκετά διεξοδική μελέτη του τι πρόκειται να γίνει στο μέλλον και ευελπιστούμε ότι μέσω αυτού του τρόπου θα μπορέσουμε να βελτιώσουμε σημαντικά την θέση των χημικών μηχανικών εν γένει στην κοινωνία.

Θα πρέπει βεβαίως να πω ότι δεν είναι το μόνο πράγμα το οποίο έκανε η Σχολή Χημικών Μηχανικών. Έχει προσπαθήσει να βελτιώσει πλείστα όσα άλλα πράγματα. Παραδείγματος χάρη, η αδυναμία αγοράς μεγάλων οργάνων, η οποία αντιμετωπίστηκε με την ίδρυση των οριζοντίων εργαστηρίων, ήταν μία σημαντική καινοτομία μέσα στη Σχολή. Ακόμη θα πρέπει να πω ότι μια σειρά από ομάδες εργασίας έχουν επεξεργαστεί από τα πιο σημαντικά έως τα πιο ασήμαντα που θα μπορούσε κανείς να πει θέματα, ώστε να μπορέσει να υπάρξει μια καλύτερη εμφάνιση του χημικού μηχανικού στην κοινωνία. Έχουν εξεταστεί θέματα τα οποία έχουν να κάνουν από, ας πούμε, τις φοιτητικές εκδρομές όσο ακόμα και το να υπάρξει μία επιτροπή η οποία να μπορέσει να απαντήσει στη νεοσύστατη αυτή επιτροπή, η οποία αρχίζει και μοιράζει πτυχία, αν θέλετε ισοτιμίες πτυχίων, αλλά και επαγγελματικά δικαιώματα στο Υπουργείο Παιδείας. Ήδη σε αυτό το θέμα είναι γνωστό ότι υπάρχει και μία αρκετά μεγάλη συνεργασία με το Σύλλογο Χημικών Μηχανικών. Ευελπιστούμε ότι στο μέλλον θα μπορέσουμε να βελτιώσουμε κατά πολύ την εμφάνισή μας στην κοινωνία.

Ευχαριστώ.

Κα ΚΟΥΛΟΥΜΠΗ (Αν. Καθ. ΕΜΠ – Μέλος ΜΕ Θεμάτων Παιδείας ΤΕΕ)::

Ευχαριστούμε τον κύριο Μπατή. Να συνεχίσουμε με τον κύριο Παρασκευά από τη Σχολή Χημικών Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής Πατρών.

Κος ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ (Λέκτορας Πανεπιστημίου Πάτρας Σχολής ΧΜ Πολυτεχνικής Σχολής Πάτρας):

Καλημέρα σας κι από μένα.

        Κατ’ αρχήν, θέλω να πω ότι ως Τμήμα Χημικών Μηχανικών έχουμε συζητήσει κατά καιρούς το ρόλο του χημικού μηχανικού, την εκπαίδευση του χημικού μηχανικού, αλλά δεν θα έλεγα ότι έχουμε καταλήξει κι έχουμε πάρει κάποιες σημαντικές αποφάσεις που να τις έχουμε καταγράψει.

Εκείνο που επέλεξα να παρουσιάσω είναι μια συζήτηση που είχαμε στην Πάτρα πριν μερικές εβδομάδες για την έρευνα και την εκπαίδευση των χημικών μηχανικών στο πλαίσιο του Πανελληνίου Συνεδρίου Χημικής Μηχανικής, το οποίο έγινε στην Πάτρα, όπως ξέρετε, με αρκετά καλή επιτυχία. Στο Συνέδριο στην Πάτρα ήρθαν γύρω στα 800 άτομα και το παρακολούθησαν, 650 εδράρχησαν, είχαμε γύρω στις 300 παρουσιάσεις και ομολογουμένως είχαμε πολύ καλές παρουσιάσεις και από τα τρία τμήματα Χημικής Μηχανικής και από τα δύο Ινστιτούτα Χημικής Μηχανικής. Είμαστε πολύ περήφανοι γι αυτό.

Εγώ όμως θα ήθελα να αναφερθώ στην τελευταία ενότητα της τελευταίας ημέρας, του Σαββάτου, όπου έγινε μία ουσιαστική συζήτηση ανάμεσα σε εκπροσώπους της βιομηχανίας και ανάμεσα σε εκπροσώπους γειτονικών τμημάτων και σε εκπροσώπους των δύο Ινστιτούτων που ήταν εκεί παρόντες. Για την έρευνα πολύ λίγα θα πω. Παρουσιάστηκαν εργασίες για όλες αυτές τις τμηματικές ενότητες, εργασίες που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από εργασίες που παρουσιάζονται σε διεθνή συνέδρια. Κι αυτό δεν το είπαμε εμείς. Το είπαν ξένοι συνάδελφοι που ήρθαν και παρακολούθησαν το Συνέδριό μας. Έλληνες που είχαν έρθει από το εξωτερικό.

Τώρα, να επικεντρωθώ στη συζήτηση που έγινε την τελευταία μέρα του Συνεδρίου και αφορούσε τη συνεργασία βιομηχανίας και πανεπιστημίου. Μίλησαν εκλεκτοί χημικοί μηχανικοί και μας είπαν τα προβλήματα της βιομηχανίας και πώς μας θέλουν εμάς τους χημικούς μηχανικούς. Κατ’ αρχήν, μας είπαν ότι προς το παρόν έχουνε μόνο λίγες συνεργασίες βιομηχανίας και πανεπιστημίου και θα ήθελαν περισσότερες. Αλλά σε αυτές τις λίγες συνεργασίες ήταν άριστη η συνεργασία μεταξύ είτε της βιομηχανίας με τα πανεπιστήμια είτε με τα ινστιτούτα. Μας κάλεσαν εμείς να πάμε να τους προσεγγίσουμε. Τους ρωτήσαμε «Γιατί δεν έρχεστε εσείς;». Μας απάντησαν «Δεν έχουμε χρόνο. Έχουμε το πρόβλημα της παραγωγής». Εμείς πρέπει να πάμε. Τι θέλουν από μας; Να πάμε σε αυτούς να τους παρουσιάσουμε μερικές καινοτόμες ιδέες και κάποια καινούργια προϊόντα ίσως. Αλλά και να μην έχουμε καινοτόμες ιδέες, ας πάμε να τους βοηθήσουμε να βελτιώσουν την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων τους. Αν δεν μπορούμε ούτε αυτό, να τους βοηθήσουμε να μειώσουν το κόστος και να τους βοηθήσουμε να αντιμετωπίσουν προβλήματα για τη ρύπανση του περιβάλλοντος. Όλα αυτά νομίζω ότι μπορούμε να τα κάνουμε εάν προσεγγίσουμε εμείς οι πανεπιστημιακοί την βιομηχανία.

Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Μπορούμε να βρούμε κι άλλους οικονομικούς πόρους. Η βιομηχανία ευθαρσώς μας είπε «Εμείς δεν έχουμε λεφτά να σας δώσουμε για έρευνα. Παρόλο που έχουμε μεγάλους προϋπολογισμούς, είναι δύσκολο για μας να βγάλουμε τα χρήματα που χρειάζεστε εσείς για να σας αναθέσουμε κάποιες έρευνες, γιατί δουλεύουμε με πολύ μικρό ποσοστό». Τι πουλάνε αυτοί οι οικονομικοί πόροι; Τα ανταγωνιστικά προγράμματα, που μπορεί και η βιομηχανία να συνδράμει και το πανεπιστήμιο και τα ινστιτούτα. Το κράτος ακόμη να προσδιορίσει κάποιες νέες δράσεις ερευνητικές, έτσι ώστε να γίνουν -έχει ήδη γίνει στο πλαίσιο κάποιων προγραμμάτων της Γενικής Γραμματείας- νέες δράσεις για την ανάπτυξη συνεργασιών μεταξύ βιομηχανίας και Τμήματος Χημικής Μηχανικής ή οποιωνδήποτε τμημάτων του Πολυτεχνείου.

Μας κατηγόρησαν για εσωστρέφεια κι εδώ αναγνωρίσαμε ότι έχουν δίκιο. Ό,τι κάνουμε, το κάνουμε για μας και το πολύ να το δημοσιεύσουμε. Δεν βγαίνει προς τα έξω. Μας κατηγόρησαν ότι υπάρχει και ελλιπής ενημέρωση προς αυτούς στην δουλειά που κάνουμε. Αναζητούνε στην Ευρώπη μια καινούργια τεχνολογία και μπορεί κάποιος να την έχει στο συρτάρι του για πολλά χρόνια.

Ένα άλλο πρόβλημα που υπάρχει είναι με το τεχνολογικό απόρρητο. Εμείς παράγουμε κάτι που θέλουμε να το δημοσιεύσουμε, αυτοί το θέλουν ως τεχνολογικό απόρρητο για να μπορέσουν να παράγουν ένα προϊόν 10-15 χρόνια. Καμιά φορά υπερεκτιμούμε το αποτέλεσμά μας και πάμε σηκώνοντας σημαίες και λέμε «Σας βρήκαμε, σας κάναμε αυτό.». Η αξία του όμως είναι λίγη για την βιομηχανία. Έχουμε αυτό το πρόβλημα της επικοινωνίας μεταξύ μας.

Επίσης, μας κατηγόρησαν ότι ο νους μας είναι μόνο στα papers. Εν μέρει ίσως και να έχουν δίκιο.

Εάν δεν μπορούμε να βρούμε πόρους να συνεργαστούμε ή αν η βιομηχανία δεν έχει πόρους, μπορούμε εμείς να κάνουμε κάποια μικρά βήματα να προσεγγίσουμε την βιομηχανία. Ας στείλουμε τους φοιτητές μας στην βιομηχανία να δούνε τις βιομηχανίες με μικρές επισκέψεις, μικρές εκδρομές. Ένα καλό βήμα που γίνεται τα τελευταία χρόνια είναι μέσω της πρακτικής άσκησης, όπου οι φοιτητές μας πάνε για ένα-δύο μήνες τα καλοκαίρια και κάνουν την πρακτική άσκηση στις βιομηχανίες. Ενθαρρύνει η βιομηχανία να δώσουν τις διπλωματικές σε συνεργασίες με αυτές ή ακόμη και θέματα, προβλήματα της βιομηχανίας, τα οποία θα μπορούσαν να επιλυθούν είτε μέσω masters είτε μέσω διδακτορικών. Τονίζω για τρίτη φορά τη λέξη επικοινωνία. Πιστεύω ότι μέσα από αυτά θα ξεκινήσει μια μικρή επικοινωνία μεταξύ της βιομηχανίας και του πανεπιστημίου.

Την πρακτική άσκηση την είχα βάλει με κεφαλαία. Σας παρουσιάζω εδώ μία διαφάνεια. Την είχε ο κύριος Βασιλακόπουλος, ο οποίος προέδρευσε στο Συνέδριό μας στην Πάτρα, όπου μέσα από την πρακτική άσκηση δίνεται η δυνατότητα μιας αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης στις σπουδές μας και της διασύνδεσης των τμημάτων. Γίνεται μία πρώτη επαφή των τμημάτων με τις επιχειρήσεις κι εκεί θα δούμε κατά πόσον ο φοιτητής που στέλνουμε εμείς εκεί μπορεί να εφαρμόσει μέρος των γνώσεών του στην πράξη. Υπάρχει και το αντίστροφο: και η βιομηχανία να γνωρίσει εμείς τι κάνουμε στο πανεπιστήμιο.

Πριν πάνε οι φοιτητές μας για πρακτική εκπαίδευση, πάνε σε αυτούς τους τομείς, στους κλασικούς, αν θέλετε, τομείς της Χημικής Μηχανικής. Πάνε αρκετοί στα τρόφιμα, πάνε στα ανόργανα υλικά, πάνε και σε ερευνητικά κέντρα και σε δημόσιους οργανισμούς. Υπάρχει χώρος για τους χημικούς μηχανικούς, όχι μόνο στην παραδοσιακή βιομηχανία, που παλιά ξέραμε ως πετρελαιοειδή και πλαστικά.

Τι κάνουν στο εξωτερικό. Υπάρχει μία μεγάλη συζήτηση στο εξωτερικό για το ρόλο του χημικού μηχανικού και την πορεία του χημικού μηχανικού. Συζητάνε στα σοβαρά να αλλάξουν τον τίτλο του χημικού μηχανικού ή να προσθέσουν κάτι στον τίτλο του χημικού μηχανικού. Μέσα από μία έρευνα που έχει γίνει έχω πάρει κάποια στοιχεία που φαίνονται οι τομείς όπου οι χημικοί μηχανικοί που απαιτήθηκαν το 2002 βρήκαν δουλειά το 28% στα τρόφιμα, το 18% στη χημική βιομηχανία την παραδοσιακή και τα άλλα ποσοστά να μην τα διαβάσω. Γίνεται μια μεγάλη συζήτηση κατά πόσον θα πρέπει οι χημικοί μηχανικοί να στρέψουν την πορεία τους σε άλλες κατευθύνσεις και αν χρειαστεί να αλλάξουμε και το όνομά μας.

Πριν πάμε να δούμε τι θα κάνουμε με τα πανεπιστήμια, να δούμε τι πρέπει να κάνει ο Σύλλογός μας. Όλοι έχουμε περάσει μέσα από το Σύλλογο Χημικών Μηχανικών και νομίζω ότι είναι και πρόθεση του Συλλόγου. Τι θα θέλαμε εμείς από το Σύλλογο. Ας καταγράψουμε τους χημικούς μηχανικούς στην Ελλάδα να δούμε ποιοι απασχολούνται ως χημικοί μηχανικοί, ποιοι ετεροαπασχολούνται και πόσοι από αυτούς είναι άνεργοι. Να στείλουμε ένα μήνυμα στην πολιτεία, να τους πούμε ότι οι χημικοί μηχανικοί, κύριοι, μόνο το 30% απασχολείται. Οι υπόλοιποι είναι άνεργοι είτε υποαπασχολούνται. Ένα μήνυμα όχι μόνο στην πολιτεία, αλλά και στους μαθητές που συμπληρώνουν το μηχανογραφικό τους. Να τους πούμε ότι το επάγγελμα του χημικού μηχανικού είναι κορεσμένο, όπως και όλα τα επαγγέλματα του μηχανικού είναι κορεσμένα. Να χτυπήσουμε ένα καμπανάκι.

Σε αυτόν τον πίνακα που τον έχω πάρει από το Τεύχος του Τεχνικού Επιμελητηρίου το φετινό βλέπετε την Ελλάδα να φιγουράρει με ένα πολύ μεγάλο ποσοστό στον πίνακα αυτόν που παρουσιάζει τις χώρες της Ευρώπης και τους μηχανικούς ανά 1.000 κατοίκους. Βλέπετε την Ελλάδα να είναι σχεδόν στην πρώτη θέση σε αναλογία μηχανικών σε σχέση με άλλες χώρες. Εδώ μας συναγωνίζονται μόνο οι σκανδιναβικές χώρες. Οι σκανδιναβικές χώρες  μας συναγωνίζονται όμως για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί στους μηχανικούς εδώ μετράνε τους απόφοιτους των μικρών πολυτεχνείων στον αριθμό αυτόν -τα λεγόμενα ΤΕΙ, τα αντίστοιχα ΤΕΙ τα δικά τους- και επίσης οι σκανδιναβικές χώρες έχουν αναπτύξει τεχνικές εταιρίες που κάνουν έργα σε όλον τον κόσμο: στην Κίνα, στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική, παντού. Γι αυτό έχουν πολλούς μηχανικούς. Εμείς ούτε την βιομηχανία έχουμε της Αγγλίας ούτε της Γερμανίας. Αν θέλουμε να συγκριθούμε, μπορούμε να συγκριθούμε με την Ολλανδία και την Ισπανία –ίσως η Ισπανία έχει κάποια βιομηχανία. Αλλά και πάλι τα νούμερα είναι διπλάσια και τριπλάσια από χώρες με τις οποίες μπορούμε εμείς να συγκριθούμε από την πλευρά της βιομηχανίας που έχουμε ανεπτυγμένη στη χώρα μας.

Η πολιτεία τι κάνει; Η πολιτεία αυξάνει συνέχεια τον αριθμό των εισακτέων και δεν φτάνει αυτό, αλλά φτιάχνει τμήματα παρεμφερή με τα δικά μας. Μετρείστε πόσα παρεμφερή τμήματα περιβαλλοντολόγων έχουν φτιαχτεί στην Ελλάδα, είτε ως μηχανικοί περιβάλλοντος είτε ως απλώς απόφοιτοι θετικών επιστημών περιβαλλοντολόγοι. Εξισώνει επαγγελματικά δικαιώματα μηχανικών και ΤΕΙ. Βέβαια, εδώ ο κύριος Κρεμαλής έχει μία ένσταση που πρέπει να δούμε. Σαφώς να το συζητήσουμε, τι πρέπει να κάνουμε με τους αποφοίτους των  ΤΕΙ. Αλλά ας προφυλάξουμε κάποια δικαιώματα για τους δικούς μας απόφοιτους. Γιατί το κάνει η πολιτεία; Θέλει να διευθετήσει κάποια κοινωνικά προβλήματα. Θέλει όλοι οι απόφοιτοι της μέσης εκπαίδευσης όσοι παίρνουν 9,5 και προάγονται να μπαίνουν στο πανεπιστήμιο. Έτσι θα καταφέρει σίγουρα να μειώσει το κόστος της εργασίας. Ο χημικός μηχανικός θα αμείβεται όπως θα αμείβεται σε λίγο ο ανειδίκευτος εργάτης. Κυρία Μανδαράκα, τα 4.000.000 μισθός το χρόνο δεν είναι ο μισθός του χημικού μηχανικού που ξέραμε παλιά.

Τι κάνουμε εμείς, τα τμήματα της  Χημικής Μηχανικής. Ο κύριος Κυπαρισσίδης στην παρουσίασή του στο καλωσόρισμα των πρωτοετών στην Θεσσαλονίκη εκτός των άλλων αναφέρει ότι υπάρχουν λίγοι τομείς που μπορούμε να μπούμε οι χημικοί μηχανικοί και όχι ότι είναι τομείς που εύκολα μπορούμε να μπούμε, αλλά έχουν κάποιο οικονομικό όφελος στα επόμενα χρόνια. Υπάρχουν τα προηγμένα υλικά και τεχνολογίες, που υπάρχει ψωμί εκεί, υπάρχει η ενέργεια που μπορεί να γίνει δουλειά εκεί, δουλειά στο περιβάλλον μπορούμε να κάνουμε, στην πληροφορική, στην βιοτεχνολογία και στην βιοϊατρική. Όλους αυτούς τους τομείς μπορούμε και πρέπει να τους αναπτύξουμε, γιατί ίσως εκεί είναι το μέλλον.

Γίνεται μεγάλη συζήτηση για τη μετονομασία των τμημάτων. Να μπει στο τμήμα η λέξη βιολογία, βιοχημεία ή κάποια άλλη συγγενική λέξη με σκοπό να προσελκύσουμε καλούς φοιτητές στα δικά μας τμήματα κι έτσι να βγάλουμε και καλούς μηχανικούς. Βέβαια, αυτό δεν ξέρω εάν θα μας εξυπηρετήσει, γιατί προσελκύοντας τους καλύτερους, εάν η αγορά είναι κορεσμένη, τι να τους κάνουμε; Έτσι κι αλλιώς. Μπορούμε να φέρουμε καινούργια μέλη να διδάξουν τις μυστικές περιοχές που ανέφερα προηγούμενα. Ή τα μέλη που υπάρχουν ήδη να στρέψουν την έρευνά τους σε περιοχές όπου ακούγεται πολύ το BIO, το περιβάλλον κλπ. Όμως και πάλι ένα μεγάλο ερωτηματικό. Έστω και εκπαίδευσες τους χημικούς μηχανικούς στο BIO. Τι θα τους κάνεις; Μιλάω για την Ελλάδα. Για το εξωτερικό έχουν τι να τους κάνουν. Τουλάχιστον εμείς εδώ να προσπαθήσουμε με νύχια και με δόντια να ενισχύσουμε την βασική εκπαίδευση του χημικού μηχανικού, να μην απαξιώνουμε το επάγγελμα του χημικού μηχανικού. Πρέπει οπωσδήποτε να προσεγγίσουμε την βιομηχανία, να έρθουμε σε συνεργασία με την βιομηχανία. Προς Θεού, να στηρίξουμε το επάγγελμά μας, να κατοχυρώσουμε τα επαγγέλματα των αποφοίτων μας και να πούμε στους φοιτητές μας ότι ο χημικός μηχανικός δεν μπορεί να δουλέψει μόνο στην Ελλάδα, αλλά μπορεί να δουλέψει και στην Ευρώπη. Υπάρχουν χώρες στην Ευρώπη όπου ο χημικός μηχανικός είναι ευπρόσδεκτος και ψάχνουν τους χημικούς μηχανικούς.

Τέλος, όσον αφορά τη συζήτηση για την Μπολόνια, κανείς στο δικό μας το Τμήμα δε συζητάει ούτε για τρία συν δύο ούτε για τέσσερα χρόνια. Πενταετείς σπουδές, πέντε χρόνια σπουδών. Το δίπλωμα να είναι μαζί. Βασικό δίπλωμα και το master. Και μεγάλη προσοχή στην εξομοίωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων με άλλους αποφοίτους τριετούς διάρκειας.

Ευχαριστώ.

Κα ΚΟΥΛΟΥΜΠΗ (Αν. Καθ. ΕΜΠ – Μέλος ΜΕ Θεμάτων Παιδείας ΤΕΕ)::

Ευχαριστούμε το συνάδελφο Παρασκευά και συνεχίζουμε με τις θέσεις του Πανελληνίου Συλλόγου Χημικών Μηχανικών για τα προγράμματα σπουδών  των Σχολών Χημικών Μηχανικών των ελληνικών ΑΕΙ, που θα μας παρουσιάσει ο συνάδελφος Γρηγοριάδης.

Κος ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ (Μέλος ΔΣ ΠΣΧΜ):

Αγαπητοί συνάδελφοι, εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου του Πανελληνίου Συλλόγου Χημικών Μηχανικών θα ήθελα κι εγώ με τη σειρά μου να ευχαριστήσω για την πρόσκληση σε αυτή την πολύ σημαντική τριημερίδα, να ευχηθώ κι εγώ κάθε επιτυχία στην διεξαγωγή της σε σχέση και με τους στόχους που έχει βάλει. Και, αν θέλετε, και σε προσωπικό επίπεδο να καταθέσω την ιδιαίτερη συγκίνησή μου που βρίσκομαι εδώ να παρουσιάσω τις θέσεις του Συλλόγου έχοντας μπροστά μου τους περισσότερους ακαδημαϊκούς μου δασκάλους και δίπλα  μου, κάτι το οποίο νομίζω ότι δίνει, σε ό,τι αφορά εμένα προσωπικά τουλάχιστον, και μια ιδιαίτερα αισιόδοξη νότα, για να πιάσω και μία νότα του συναδέλφου του Κώστα του Κρεμαλή νωρίτερα.

        Θα ήθελα, κατ’ αρχήν, να αναφερθώ στη σημασία και στην αναγκαιότητα του θέματος το οποίο σα  Σύλλογος επιλέξαμε να παρουσιάσουμε στη σημερινή συζήτηση. Νομίζω ότι ο καθένας καταλαβαίνει ότι σε σχέση με το αρχικό πρόβλημα που μπήκε και εισηγητικά στο άνοιγμα της συζήτησης, αλλά και από τις τοποθετήσεις όλων των συναδέλφων, και του κυρίου Πρυτάνεως και όλων των υπολοίπων, δηλαδή η θωράκιση του επαγγέλματος του μηχανικού γενικά και του χημικού μηχανικού ειδικότερα απέναντι στις πολυποίκιλες επιθέσεις που δέχεται το τελευταίο διάστημα, είναι προφανώς ένα πρόβλημα που έχει και θεσμική διάσταση και οικονομική και εκπαιδευτική. Σε τελευταία ανάλυση είναι ένα πολιτικό πρόβλημα. Με αυτή την έννοια το να σταθεί κανείς στην εκπαιδευτική διάσταση του προβλήματος της θωράκισης, νομίζω ότι συμβάλλει σε ένα σημαντικό βαθμό στην κοινή επιδίωξη της συζήτησης.

(…)

…έχουν καλυφθεί από προηγούμενους συνομιλητές. Ο κύριος Μπατής είπε πολλά πράγματα για το ιστορικό της συζήτησης. Εγώ θα προσπαθήσω να περάσω κατευθείαν στην ουσία.

        Εκτιμούμε ότι η εκπαίδευση του χημικού μηχανικού σε αυτό το τοπίο –και νομίζω σε αυτό δύσκολα μπορεί κανείς να διαφωνήσει- θα πρέπει να απαντά με θετικό τρόπο σε δύο βασικές προκλήσεις. Η πρώτη πρόκληση είναι η ανταπόκριση του εκπαιδευτικού σχεδιασμού σε ό,τι αφορά τις σπουδές του χημικού μηχανικού στις υπαρκτές τάσεις ανάπτυξης της επιστήμης της χημικής μηχανικής. Κι εδώ νομίζω ότι είναι κοινή διαπίστωση και της σημερινής συζήτησης και γενικότερα ότι η τάση αυτή κινείται στην κατεύθυνση της διεύρυνσης του επιστημονικού αντικειμένου του χημικού μηχανικού σε νέα πεδία. Οι βιοτεχνολογίες ακούστηκαν, το περιβάλλον ακούστηκε, η υγιεινή και ασφάλεια ακούστηκε.

Από την άλλη μεριά, η δεύτερη πρόκληση στην οποία πρέπει να απαντάμε και να απαντήσουμε με ένα θετικό τρόπο είναι οι εξελίξεις στο επαγγελματικό τοπίο. Νομίζω εδώ θα πρέπει να γίνει μία ειδική αναφορά, γιατί και από τη συζήτηση και γενικότερα εκτιμούμε ότι υπάρχουν δύο ειδών κίνδυνοι, που και τους δύο θα πρέπει να τους αποφύγουμε. Ο πρώτος κίνδυνος είναι να καταλήξουμε σε ένα εκπαιδευτικό σχεδιασμό υπερβολικά –εντός εισαγωγικών- ακαδημαϊκό και αφηρημένο. Αποσπασμένο δηλαδή από το είδος, το  μέγεθος και τον τρόπο ανάπτυξης της βιομηχανικής και γενικότερα της μεταποιητικής δραστηριότητας στη χώρα, αφενός, ένα πλαίσιο ζητημάτων που είναι σαφές και τονίστηκε και από άλλες τοποθετήσεις ότι δεν δημιουργεί επί του παρόντος και δεν διαφαίνεται και στο άμεσο μέλλον να δημιουργεί δυνατότητες για αύξηση της απασχόλησης, και δεύτερον, όσο αφορά το θεσμικό πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματος, το οποίο και ασαφές είναι και αστοχεί στο να διασφαλίσει το δημόσιο συμφέρον και προφανώς αδικεί και ειδικότητες μεταξύ των οποίων και την ειδικότητα του χημικού μηχανικού.

Αν θέλετε μια εκτίμηση, ο κίνδυνος αυτός ήταν αυτός στον οποίον ήμασταν και σε ένα βαθμό  ίσως είμαστε στα εκπαιδευτικά θέματα –η τοποθέτηση του συναδέλφου από την Πάτρα ήταν ίσως χαρακτηριστική από αυτή την άποψη- στα προγράμματα σπουδών μέχρι σήμερα. Από την άλλη μεριά, όμως, δεν πρέπει, συνάδελφοι, να μας διαφεύγει της προσοχής ο δεύτερος κίνδυνος. Ο κίνδυνος δηλαδή να προχωρήσουμε σε σπουδές καθοδηγούμενες με την κακή έννοια του όρου από τις ανάγκες της αγοράς. Δηλαδή, σε σπουδές που θα οδηγήσουν στην απώλεια του επιστημονικού χαρακτήρα του χημικού μηχανικού, στη μετατόπιση, αν θέλετε, του αντικειμένου του από τη μηχανική των διεργασιών που είναι ο πυρήνας, ο βασικός κορμός της, σε αντικείμενα που, κατά την εκτίμησή μας, είναι έξω από το βασικό πλαίσιο. Χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι κάποια πράγματα δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Κι εδώ, αν θέλετε, ο κίνδυνος για τον κλάδο μας ειδικά είναι ιδιαίτερα σημαντικός.

Τα στοιχεία που παρουσίασε στην πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίασή της η κυρία Μανδαράκα δείχνουν ακριβώς τα υψηλά ποσοστά ετεροαπασχόλησης που χαρακτηρίζουν τον κλάδο. Αυτό οδηγεί σε μια ιδεολογική πίεση από μεριάς των αποφοίτων, η οποία εκφράστηκε και στα αποτελέσματα των προσδοκιών τους σε ό,τι αφορά την πρόθεση επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ένα σχόλιο να κάνω εκτός κειμένου. Είναι πολύ λογικό, όταν είσαι πολύ στριμωγμένος στην αρχή της επαγγελματικής σου δραστηριότητας, όταν εντάσσεσαι με πολύ άσχημους όρους στην αγορά εργασίας, η προοπτική του ελεύθερου επαγγέλματος στην πενταετία ή στην δεκαετία να σου φαντάζει σα μια λύση γοητευτική και ελκτική. Αλλά αυτό σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει εμάς να μας οδηγεί σε απόσπαση από την πραγματικότητα, ώστε να θεωρήσουμε ότι το κάνουμε ως μία γενικώς ευνοϊκή προοπτική. Δηλαδή, αυτό θέλει ένα μέτρο. Όπως επίσης, η ιδεολογικοποίηση αυτής της πίεσης εκφράζεται και σαν πίεση προς το Πολυτεχνείο και προς τα πολυτεχνεία γενικότερα -και κατά την άποψή μου αυτό πρέπει να το κρατήσουμε- στο να μετατοπίσει το κέντρο βάρους σπουδών σε αντικείμενα που, κατά την άποψή μου, λίγη σχέση έχουν, ή λιγότερη από αυτή που θα έπρεπε τέλος πάντων να έχουν, με τον πυρήνα της χημικής μηχανικής, όπως είναι τα logistics, όπως είναι το sales ή οτιδήποτε άλλο. Είμαστε πρώτα-πρώτα χημικοί μηχανικοί και αυτή είναι η θέση μας. οι σπουδές μας πρέπει να είναι σπουδές χημικού μηχανικού και όχι manager. Αυτό πρέπει να είναι, κατά την άποψή μου, σαφές.

Με βάση, λοιπόν, όλα αυτά, νομίζω ότι δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς ότι οι σπουδές του χημικού μηχανικού θα πρέπει να εδράζονται σε τρεις βασικούς πυλώνες. Ο πρώτος είναι ο ενισχυμένος κορμός των βασικών γνώσεων, των βασικών επιστημών. Αυτό είναι μία γενικότερη απαίτηση από την τάση ανάπτυξης ή γενικότερα της επιστήμης, ειδικότερα όμως σήμερα στις μέρες μας, καθώς υπάρχει η διαδικασία διεύρυνσης και βαθέματος του καταμερισμού της. Η διαδικασία δηλαδή αυτή ταυτόχρονα δημιουργεί την ανάγκη ο επιστήμονας, ο χημικός μηχανικός να είναι πολύ καλά καταρτισμένος στα βάθρα της επιστήμης: στα μαθηματικά, στην φυσική, στη χημεία. Ένα στοιχείο μόνο θα πω, ίσως ο Κώστας ο Κρεμαλής να έχει και το αριθμητικό δεδομένο στα χαρτιά του, η αξιολόγηση του προγράμματος σπουδών, του προηγούμενου, όχι αυτό που ψηφίστηκε τώρα, αν και δε νομίζω ότι το στοιχείο θα έχει αλλάξει ως προς αυτόν τον δείκτη, η αξιολόγηση στα πλαίσια του παλιότερου ΕΠΕΑΕΚ έβγαζε το πρόγραμμα σπουδών των χημικών μηχανικών ελλιπές, κάτω από το ελάχιστο όριο το οποίο θα έπρεπε ίσως να έχει, στα μαθηματικά. Αυτό είναι ένα στοιχείο το οποίο θα πρέπει να το κρατήσουμε σε ό,τι αφορά για το κατά πόσον τα προγράμματα σπουδών δίνουν την έμφαση στις βασικές γνώσεις.

Ο δεύτερος πυλώνας είναι ο ισχυρός κορμός μαθημάτων εμβάθυνσης. Νομίζω ότι σε αυτό δεν μπορεί ουσιαστικά κάποιος να διαφωνήσει. Το ζουμί, ας το πούμε έτσι, ο πυρήνας της συζήτησης νομίζω έρχεται σε αυτό που λέμε κατευθύνσεις-ειδικεύσεις. Εδώ νομίζω πρέπει να γίνει μια μεγάλη συζήτηση. Εδώ νομίζω ότι πρέπει κανείς να θέσει ένα πλέγμα πολιτικών επιλογών για το πώς καταλαβαίνει την έννοια της ειδίκευσης, των κατευθύνσεων, των προσανατολισμών του προγράμματος σπουδών, διακρίνοντας την έννοια της ειδίκευσης τόσο από μία αντίληψη κατακερματισμού της γνώσης σε ασύνδετες μεταξύ τους δεξιότητες, οι οποίες δεν εδράζονται σε κάποιο ενιαίο γνωσιοθεωρητικό υπόβαθρο, αυτό που λέμε με μια τρέχουσα έννοια του όρου καταρτίσεις, από τη μια μεριά, αλλά και από την άλλη μεριά, από μία αντίληψη, κατά την άποψή μου, υποκριτική, που υποβαθμίζει την έννοια της επιστημονικής ειδίκευσης σε κάποιες άνευρες ολιγόωρες κατευθύνσεις τεσσάρων-πέντε μαθημάτων, που ουσιαστικά αστοχούν στο να στηρίξουν την διεκδίκηση από μεριάς και των σχολών και γενικότερα του τεχνικού κόσμου να αναγνωριστούν τα διπλώματά μας ως διπλώματα ειδίκευσης ισότιμα με master.

Μιλάμε, λοιπόν, για ένα πλέγμα πολιτικών επιλογών σχετικά με:

1)   Το είδος της παραγωγικής δομής που θέλουμε να στηρίξουμε σε σχέση με τα υπαρκτά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και την ανάγκη για αυτοδύναμη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.

2)   Την ανάγκη έμφασης στην διατήρηση του χαρακτήρα των Σχολών ως Σχολών Χημικών Μηχανικών, πράγμα που κατά την άποψή μας προσανατολίζει σαν κύριο βάρος στην κατεύθυνση της μηχανικής διεργασιών σαν κορμό της χημικής μηχανικής.

3)   Την ανάγκη αντιστοίχισης κατευθύνσεων ειδίκευσης τόσο με υπαρκτές τάσεις ανάπτυξης της επιστήμης του χημικού μηχανικού όσο και με υπαρκτές διεξόδους στον επαγγελματικό τομέα.

4)   Την ανάγκη προστασίας της αξίας του διπλώματος του χημικού μηχανικού και των επαγγελματικών δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτό.

Με βάση αυτό το πλέγμα των επιλογών η πρόταση την οποία θέσαμε σε δημόσιο διάλογο και προς τη Σχολή Χημικών Μηχανικών του Μετσοβείου Πολυτεχνείου και προς τις Διοικήσεις των Τμημάτων Χημικών Μηχανικών στην Πάτρα και στην Θεσσαλονίκη, μιλάει για τέσσερις βασικές κατευθύνσεις ειδίκευσης, τη μηχανική των διεργασιών, τη μηχανική των υλικών, τη μηχανική τροφίμων-βιοχημική μηχανική και τη μηχανική περιβάλλοντος και υγιεινής και ασφάλειας. Θα ήθελα να σταθώ σε δυο-τρία σημεία σε σχέση με την πρότασή μας πάνω στο ζήτημα αυτό, για να την κάνω, αν θέλετε, λίγο πιο σαφή και ενδεχομένως λεπτομέρειες θα μπορούσαν να συζητηθούν στο πλαίσιο της συζήτησης.

Μιλάμε για κατευθύνσεις με ικανό αριθμό μαθημάτων. Η εμπειρία -αν θέλετε να μιλήσω και λίγο προσωπικά, επειδή είμαι στο χώρο του Πολυτεχνείου- η εμπειρία των κατευθύνσεων με πέντε μαθήματα ή με λίγα δεν βοηθά στο να σχηματίζεται η ουσιαστική έννοια της ειδίκευσης, την οποία θέλουμε να στηρίξουμε.

Δεύτερον, υπάρχει, κατά την άποψή μας, ανάγκη όλοι οι συνάδελφοι, όλοι οι αυριανοί μελλοντικοί συνάδελφοι να έρχονται σε επαφή με γνώσεις διαχείρισης περιβάλλοντος και υγιεινής ασφάλειας ανεξάρτητα της κατεύθυνσης που θα λάβουν. Αυτό δεν ακυρώνει, κατά την άποψή μας, την αναγκαιότητα ύπαρξης ξεχωριστής κατεύθυνσης στο βαθμό που υπάρχουν συγκεκριμένα επαγγελματικά αντικείμενα, όπως μηχανικός ασφάλειας, με το περίπλοκο και συχνά –εντός εισαγωγικών- επικίνδυνο θεσμικό πλαίσιο για τον μηχανικό, ή υπεύθυνος λειτουργίας βιολογικού σταθμού, ή υπεύθυνος βιομηχανίας διαχείρισης αποβλήτων, τα οποία πρέπει να στηριχθούν από αντίστοιχες κατευθύνσεις στις σπουδές.

Τρίτον, η έμφαση πρέπει να δοθεί, κατά την άποψή  μας, στην κατεύθυνση μηχανικής διεργασιών. Εκεί πρέπει, κατά την εκτίμηση του Συλλόγου Χημικών Μηχανικών, να δοθεί ένα βάρος και σε μαθήματα προχωρημένης μηχανικής διεργασιών, προχωρημένης ρύθμισης, αυτό που όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά και σε συγκεκριμένες δέσμες μαθημάτων επιλογής, με αναφορά σε συγκεκριμένους τομείς παραγωγής. Π.χ., την βιομηχανία τσιμέντου, την βιομηχανία πλαστικών, την βιομηχανία πετρελαιοειδών, όπου υπάρχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα στην παραγωγική δομή της χώρας. Σαφώς κάνουμε λόγο για κατευθύνσεις που επί του παρόντος δεν αναγράφονται στο δίπλωμα, συνεχίζοντας μία πρακτική η οποία και σήμερα οι σχολές έχουν, παίρνοντας υπόψη το σημερινό θολό θεσμικό τοπίο, ιδιαίτερα με βάση τις εξελίξεις με τις ισοτιμίες κλπ. Βέβαια, στηρίζουμε από τη μεριά μας και θεωρούμε ότι η πρότασή μας είναι σε συμβατή κατεύθυνση με την διεκδίκηση το δίπλωμα του χημικού μηχανικού, το δίπλωμα του μηχανικού γενικότερα να αντιστοιχεί σε δίπλωμα προχωρημένων σπουδών, σε master, σε ό,τι αφορά σε μας σε master στη χημική μηχανική.

Η συζήτηση που έγινε δημιούργησε –θέλω να κλείσω με αυτή την επισήμανση- μια σειρά από ερεθίσματα για συζήτηση. Κρατώ μόνο ένα σε σχέση με μια παρέμβαση του συναδέλφου, του κυρίου Μπατή, για τη συνεργασία ανάμεσα στο Σύλλογο Χημικών Μηχανικών και στα Τμήματα Χημικών Μηχανικών. Η πρότασή μας είναι μια πρόταση την οποία την υποβάλλουμε και θα συνεχίσουμε να την υποβάλλουμε σε δημόσιο διάλογο. Προφανώς δεν έχουμε την παραμικρή θέληση ή βούληση να επέμβουμε στις ακαδημαϊκές διαδικασίες, στις διαδικασίες αυτών που είναι αρμόδιοι να διαμορφώνουν τα προγράμματα σπουδών. Πιστεύουμε φυσικά ότι η ίδια η εμπειρία, τα αποτελέσματα που στην πράξη θα παραχθούν από την εφαρμογή των υφιστάμενων και των νέων ενδεχομένων προγραμμάτων σπουδών θα τα κρίνουν σε τελευταία ανάλυση. Είμαστε ανοιχτοί στον διάλογο. Θα συνεχίσουμε, θα ανταποκρινόμαστε σε παρόμοιες πρωτοβουλίες. Θα πάρουμε κι εμείς άλλες, ώστε να ομογενοποιηθεί μία κατεύθυνση, να υλοποιηθεί στην ζωή το μεγαλύτερο μέρος των προτάσεων τις οποίες κάνουμε και οι οποίες πιστεύουμε ότι σε ένα σημαντικό βαθμό θα δώσουν κάποιες διεξόδους.

Σας ευχαριστώ και πιστεύω ότι στην διάρκεια της συζήτησης μπορούμε να επανέλθουμε σε μια σειρά πλευρές.

Κα ΚΟΥΛΟΥΜΠΗ (Αν. Καθ. ΕΜΠ – Μέλος ΜΕ Θεμάτων Παιδείας ΤΕΕ)::

Ευχαριστούμε πολύ τον συνάδελφο Γρηγοριάδη. Θα τελειώσουμε τη συνεδρίαση με την παρουσίαση εκ μέρους της κυρίας Μοροπούλου, Γραμματέως του ΤΕΕ, της εισήγησης που έχει να κάνει με τις «Σύγχρονες προκλήσεις στην διαμόρφωση της παιδείας και του επαγγέλματος του Χημικού Μηχανικού».

Κα ΜΟΡΟΠΟΥΛΟΥ (Γ. Γραμματέας ΔΕ / ΤΕΕ – Καθ. ΕΜΠ):

Ευχαριστώ, κυρία Κουλουμπή.

        Αγαπητοί συνάδελφοι, κατ’ αρχήν θέλω να ευχαριστήσω όλους για την παρουσία και τη συμβολή τους, γιατί αυτή η ημερίδα έχει σκοπό να επαναλάβει κάτι που θυμάμαι ότι η κυρία Κουλουμπή, η κυρία Γέραλη, ο κύριος Κρεμαλής και άλλοι, έχουμε να κάνουμε από το 1977. Έναν προβληματισμό, δηλαδή, για το πώς αναπτύσσεται η παιδεία και το επάγγελμα του χημικού μηχανικού, βάσει του οποίου θα δούμε συντεταγμένα τα θέματα που αφορούν και στην παιδεία και στο επάγγελμα.

Είναι γνωστό, αλλά έχει νόημα να το θυμηθούμε και όλοι καταλαβαίνετε γιατί, ότι ο στόχος της παιδείας του μηχανικού και του χημικού μηχανικού ειδικότερα είναι να αναπτύξει και τις ικανότητες και τις δεξιότητες του χημικού μηχανικού, ακριβώς τόσο στην βάση της απόκτησης νέων γνώσεων και διαμόρφωσης μιας αυτοδύναμης προσωπικότητας που θα μπορεί να επεμβαίνει στην πράξη, αλλά και βάσει της επαγγελματικής και πρακτικής εμπειρίας. Η αναφορά ακριβώς σε αυτό το δίπολο έχει νόημα σήμερα, γιατί ο στόχος της άσκησης του επαγγέλματος των μηχανικών στοχεύει στο δημόσιο όφελος. Τουλάχιστον αυτή είναι η πολιτική και των πολυτεχνείων και των τεχνικών επιμελητηρίων. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι πρέπει να ανταποκρίνονται τόσο στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του προφίλ του χημικού μηχανικού στις συνθήκες παγκοσμιοποίησης όσο και στην ικανότητά του να παράγει νέες γνώσεις, δηλαδή να αναπτύσσει τη χημική μηχανική σαν περιοχή και βέβαια να ανταποκρίνεται με όρους ασφάλειας ποιότητας σε όλα τα σύγχρονα προβλήματα που δημιουργούν οι διαστάσεις που όλοι ξέρουμε, που αναφέρονται στην προστασία του περιβάλλοντος, στην διαχείριση και το σχεδιασμό της ενέργειας και της ανάπτυξης με την αντίληψη της αειφορίας, την διάσταση της κοινωνίας της πληροφορίας που διατρέχει και αναβαθμίζει και την δική μας επιστήμη, και βέβαια τους νέους ορίζοντες που δημιουργούν η βιοτεχνολογία, η βιοχημική μηχανική και όχι μόνον, και η διαχείριση κινδύνων σε όλα τα επίπεδα, τόσο στην παραγωγή όσο και στην διαχείριση του περιβάλλοντος.

Σε αυτόν το στόχο το Τεχνικό Επιμελητήριο έχει μία γενικότερη πολιτική που έχει εκφραστεί σήμερα κατ’ ελάχιστο τρόπο και που με τον προβληματισμό και στο τριήμερο αυτό ελπίζουμε ότι θα λάβει έναν πιο ώριμο χαρακτήρα. Μέχρι σήμερα το Τεχνικό Επιμελητήριο σαν εγγυητής του δημοσίου οφέλους σε σχέση με την άσκηση του επαγγέλματος του μηχανικού δούλευε αφενός στην πιστοποίηση των προσόντων των μηχανικών παρέχοντας με τον απλό τρόπο των εξετάσεων την άδεια άσκησης επαγγέλματος ή και παρακολουθώντας σε έναν στοιχειώδη έλεγχο δεοντολογίας κατά την διάρκεια της άσκησης του επαγγέλματος και ασκώντας την κρατική του εξουσία. Από την άλλη μεριά, σύμφωνα με το θεσμικό του πλαίσιο, ενασχολούμενο και συμβάλλοντας με την προαγωγή της επιστήμης, παράλληλα με το επάγγελμα πρέπει να πω, και στην κατεύθυνση αυτή προασπίζοντας τα τελευταία χρόνια που ενέσκηψε η πολιτική της διάσπασης των τίτλων σπουδών των μηχανικών, προασπίζοντας τον πενταετή κύκλο σπουδών των μηχανικών με αναγνώριση ως επιπέδου master ως στοιχειώδη προϋπόθεση για την ασφαλή και ποιοτική άσκηση του επαγγέλματος του μηχανικού, εκείνη δηλαδή που είναι ζητούμενη προς το δημόσιο όφελος.

Οι χημικοί μηχανικοί είναι μία διακριτή επιστημονική περιοχή. Αυτό πρέπει να το πούμε, γιατί άκουσα ότι πολλοί μιλάνε για κατακερματισμένες γνώσεις. Δεν είναι κατακερματισμένες οι γνώσεις μας. Το ξέρουμε όλοι από μας και με τον τρόπο που τις μεταδίδουμε και με τον τρόπο που τις παράγουμε και με τον τρόπο που τις εφαρμόζουμε. Όμως θέλω να το δούμε πιο συγκεκριμένα αυτό. Είναι μία διακριτή επιστημονική περιοχή που συνδυάζει τις βασικές επιστήμες με την επίλυση των σημαντικών βιομηχανικών και τεχνικών προβλημάτων στην εξέλιξη της ιστορίας της εκλήθη να επιλύσει και έτσι αναπτύχθηκε. Και βεβαίως, απέκτησε την ολοκλήρωση και την αυτονομία της στην βάση της μελέτης και του σχεδιασμού των διεργασιών, των εγκαταστάσεων και των συστημάτων, έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε ότι το γεγονός ότι σήμερα μπορεί να λειτουργεί η χημική μηχανική σαν γεννήτρια ιδεών και εργαλείων που εξυπηρετούν και τα σύγχρονα τεχνολογικά προβλήματα, να το οφείλει σε αυτό, αλλά στη σύγχρονη φάση, έχοντας πια μια αυτονομία απέναντι σε αυτό.

Ποιοι είναι οι λόγοι που συζητάμε σήμερα; Γιατί θεωρούμε ότι χρειάζεται υιοθέτηση γνώσεων μιας νέας στρατηγικής, αν θέλετε. Ίσως το πρότυπο είναι μία πολύ μεγάλη κουβέντα. Νομίζω ότι εάν ανατρέξουμε στις διαφάνειες που μας παρουσίασε η Μαρία η Γέραλη και κάποιες δανείστηκα κι εγώ –θα τις περάσω πολύ γρήγορα- θα δούμε ότι διαφοροποιείται το προφίλ της άσκησης του επαγγέλματος του χημικού μηχανικού. Διαφοροποιείται σε σχέση με τα πραγματικά χαρακτηριστικά της απασχόλησής του και σε σχέση με τα απαιτούμενα επίπεδα της τεχνικής ευθύνης του. Η διαφοροποίηση αυτή έχει να κάνει με μία δραματική μετακίνηση από την παραγωγή και την βιομηχανία προς την διοίκηση και τις υπηρεσίες, αλλά και παράλληλα με την άσκηση και εφαρμογή νέων τεχνικών και τεχνολογιών, αυτών που ασχολούνται μετρητικά με την ποιότητα, την αποτίμηση, τον έλεγχο, την ασφάλεια, ή και με την διαχείριση κινδύνων γενικότερα.

Τα νέα πεδία τα οποία ανοίγονται καθώς η απασχόληση αυτή των χημικών μηχανικών συνδέεται πάρα πολύ έντονα με την διάσταση της έρευνας -οι χημικοί μηχανικοί είναι μία πολύ δυνατή περιοχή. Παράγει ερευνητικά πολύ κοντά, με ρυθμούς δηλαδή και σε χρόνους πάρα πολύ κοντά στο χρόνο που αλλάζει η απασχόληση των χημικών μηχανικών- αυτή λοιπόν η δυναμική περιοχή επιτρέπει στη χημική μηχανική μαζί με τις δραματικές αλλαγές στην απασχόληση των χημικών μηχανικών να παράγει και νέα γνώση, επομένως να δημιουργεί και νέα πεδία, στα οποία όχι μόνο ασκείται η χημική μηχανική, αλλά στα οποία έχει και επιστημονική συμβολή.

Επομένως, αν δούμε τις φάσεις εξέλιξης της χημικής μηχανικής, σύμφωνα με τον τρόπο που καταγράφεται αυτή επιστημολογικά, θα δούμε –θέλω να θυμηθώ παλιότερες εργασίες που έχουμε κάνει με πολλούς από τους απόντες και τους παρόντες και που, όπως βλέπει κανείς, εξελίσσονται- θα δούμε ότι στην πρώτη φάση της, δηλαδή στην περίοδο που άρχισε να διαμορφώνεται ως επιστήμη για να εξυπηρετήσει το κύμα της βιομηχανικής ανάπτυξης, δηλαδή στις αρχές του 20ου αιώνα και μέχρι το Μεσοπόλεμο, συνδύαζε τις γνώσεις των χημικών και των μηχανικών επιστημών για την καλύτερη εξυπηρέτηση και επίλυση των βιομηχανικών προβλημάτων.

Στην δεύτερη φάση της, από το Μεσοπόλεμο και μέχρι περίπου το 1970, είναι η φάση της ωριμότητάς της. Είναι η φάση που η χημική μηχανική αρθρώνεται σε αυτόνομη επιστημονική και τεχνική περιοχή και απ’ ό,τι φαίνεται, αποκτά αυτή την αυτονομία. Δηλαδή δημιουργεί μία εσωτερική γεννήτρια προβλημάτων, ακριβώς στην φάση όπου οι φυσικές και χημικές διεργασίες, τα φαινόμενα μεταφοράς, ο σχεδιασμός, η υπολογιστική ρευστομηχανική αλλά και σε μία σοβαρή σύγκλιση και οι βιοχημικές διεργασίες διαμορφώνουν το αυτοδύναμο επιστημονικό πεδίο της. Από το 1970 και πέρα και οι χημικοί μηχανικοί, όπως και οι περισσότερες επιστήμες του μηχανικού, δηλαδή στην έναρξη της μεταβιομηχανικής περιόδου όπου αποκτούν και μία ιδιαίτερη έμφαση τα προβλήματα της περιβαλλοντικής διαχείρισης και ο σχεδιασμός της ανάπτυξης, έρχεται πια να εξυπηρετήσει με τα εργαλεία που έχει δημιουργήσει και τα εισφέρει, πεδία διεπιστημονικά. Στα διεπιστημονικά αυτά πεδία δεν είναι η ώρα να εξετάσουμε ακόμα κατά πόσον η χημική μηχανική έχει η ίδια δημιουργήσει ένα νέο επιστημονικό πεδίο ανάπτυξης ή κατά πόσον έχει εισφέρει στην διεπιστημονικότητά τους. Αυτά αναφέρονται στα πεδία της υγιεινής, της ασφάλειας, της ενέργειας, της βιοτεχνολογίας, του περιβάλλοντος, της διαχείρισης, της διοίκησης, των υλικών, ακόμη και της προστασίας μνημείων, που όλοι ξέρουμε ότι ιδιαίτερα στην Ελλάδα έχει έναν έντονο χαρακτήρα απασχόλησης όχι μόνο ερευνητικά αλλά και επαγγελματικά πια για τους χημικούς μηχανικούς.

Τα στοιχεία που πολύ επί τροχάδην δανείστηκα από την εργασία των Παπαγιαννάκη-Γέραλη ακριβώς τεκμηριώνουν αυτά τα οποία σας έλεγα πριν, σε σχέση και με την ανάλυση που έκανα πριν, μας οδηγούν στην ανάγκη να δούμε τα χαρακτηριστικά ενός νέου προγράμματος σπουδών των χημικών μηχανικών. Εδώ θα ήθελα να πω ότι όλα όσα διέτρεξα εν ολίγοις συνηγορούν, παρόλο που ταυτίζομαι με πολλούς από όσους είπαν ότι φερ’ ειπείν οι μηχανικοί και οι τεχνικοί των διεργασιών αποτελούν τον κορμό της χημικής μηχανικής, θα ήθελα να πω ότι δεν πρέπει να διακρίνονται πια οι χημικοί μηχανικοί. Αποτελούν την γεννήτρια των προβλημάτων της. Αποτελούν τον πυρήνα της. Δεν μπορούν να αποτελούν ούτε ένα προνομιακό πεδίο εμβάθυνσης αποκλειστικό -πρέπει να μιλάμε για χημική μηχανική- και δεν μπορούν να αποτελούν ούτε μία εκλεκτική επιλογή, η οποία θα έλεγε εξειδίκευση στην κατεύθυνση αυτή. Όλα τα πεδία τα οποία θα συζητούσαμε σε ένα νέο πρόγραμμα σπουδών -και αυτή είναι και η σύγχρονη ευρωπαϊκή αλλά και διεθνής διάσταση του εκσυγχρονισμού των προγραμμάτων σπουδών- θα έπρεπε να έχουν το χαρακτήρα, αν θέλετε, πεδίων πιλοτικής αναλυτικής και συνθετικής εφαρμογής των γενικών γνώσεων, όπου η έννοια του ειδικού πεδίου δεν αποτελεί εξειδίκευση. Αποτελεί πεδίο επίλυσης προβλημάτων, πεδίο ανάπτυξης της αυτόνομης σκέψης του χημικού μηχανικού, ο οποίος μπορεί να παίρνει την κατεύθυνση των υλικών ή την κατεύθυνση του σχεδιασμού ή την κατεύθυνση των οργανικών βιομηχανιών ή των ανόργανων ή τα τρόφιμα ή την βιοτεχνολογία, αλλά μέσα από όλα αυτά που καταγράφω απλώς από το πρόγραμμα σπουδών που μας περιέγραψε ο Γιώργος ο Μπατής, όλα αυτά αποτελούν ειδικά πεδία ανάλυσης και σύνθεσης γνώσεων, τα οποία όμως δίνουν την δυνατότητα, παράλληλα με τα μαθήματα του Περιβάλλοντος, της Διοίκησης, της Οικονομίας, της Υγιεινής και Ασφάλειας, να ανταποκρίνεται το πρόγραμμα σπουδών και στις νέες απαιτήσεις. Αιτιολογούν δηλαδή απολύτως ότι δεν είναι δυνατόν να ασκείται το επάγγελμα του χημικού μηχανικού σήμερα προς το δημόσιο όφελος, εάν δεν απορρέει από ένα τέτοιο πενταετές πρόγραμμα σπουδών.

Με δυο λόγια κι επειδή ο Κώστας ο Κρεμαλής ανέλυσε διεξοδικά κι εγώ απλώς αντιπαρέρχομαι τώρα αυτό το θεσμικό πλαίσιο που ο ίδιος έχει μελετήσει πολύ περισσότερο από όλους μας και στην ουσία έχει τεκμηριώσει…

(…)

        Στην Ελλάδα έχουμε ανάγκη, παράλληλα με τον εκσυγχρονισμό των σπουδών μας, από έναν εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου άσκησης του επαγγέλματος του μηχανικού γενικότερα και του χημικού μηχανικού ειδικότερα. Κάποια στοιχεία που θα δώσω θα δείτε ότι ξεπερνούν την παλιά συντεχνιακή αντίληψη, που έλεγε ότι πρέπει να δούμε πώς θα κατοχυρώσουμε το επάγγελμα. Σήμερα ο χημικός μηχανικός, όπως και όλοι οι μηχανικοί σε μία παγκοσμιοποιημένη οικονομία, έχουν περισσότερο καθήκον να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους κι αυτό είναι θέμα παιδείας παρά να κατοχυρώσουν το επάγγελμα. Τι χρειάζεται όμως; Χρειάζεται να εκσυγχρονιστεί, είναι το πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματος.

Ένα παράδειγμα. Δεν μπορεί σήμερα να μιλάμε για περιβάλλον, όπου για παράδειγμα ο χημικός μηχανικός έχει κατοχυρώσει και στο Μητρώο Μελετητών τη συμμετοχή του σε πάρα πολλές από τις ειδικές μελέτες του περιβάλλοντος και με πολύ βαρύνοντα ρόλο και από την άλλη  μεριά, να βγαίνουνε προδιαγραφές για πρόσληψη, ας πούμε, στο ΑΣΕΠ, όπου οι χημικοί μηχανικοί ή οι πολιτικοί μηχανικοί, που έχουν ένα ανάλογο περιβαλλοντικό πράσινο στο πρόγραμμά τους, να μην προσλαμβάνονται, διότι υπάρχει νέα Σχολή Περιβάλλοντος και προσλαμβάνονται μόνο οι περιβαλλοντολόγοι μηχανικοί. Στη σύγχρονη εποχή πρέπει να κατοχυρώσουμε ένα πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματος, όπου οι επιστημονικές εξειδικεύσεις, όπως το περιβάλλον, τα μνημεία, η ενέργεια, η ανάπτυξη και όλα αυτά, θα αποτελούν πρόσθετα εφόδια. Δεν θα αποτελούν αποκλειστική προϋπόθεση για την άσκηση του επαγγέλματος. Αυτό δίνει την δυνατότητα ακριβώς σε εκείνους που μπορούν ανταγωνιστικά να προχωρήσουν και να εφαρμόσουν μέσα στην κοινωνία το επάγγελμα, να το κάνουν. Και αυτό είναι και το νόημα του σύγχρονου πλαισίου άσκησης του επαγγέλματος.

        Τα συμπεράσματα είναι προφανή. Δεν έχει νόημα να τα πω, γιατί αυτό που ζητείται στην πράξη είναι η νέα δυναμική του χημικού μηχανικού που στην Ελλάδα έχει και μία ιδιαίτερη σημασία. Συνδέεται, όπως είπα, με την εξαιρετικά δυναμική προαγωγή της χημικής μηχανικής στα νέα πεδία, συνδέεται με την έρευνα και την εφαρμογή και δεν διαχωρίζεται ο ακαδημαϊκός από τον επαγγελματικό χαρακτήρα της. Αυτή λοιπόν η δυναμική πρέπει να αποδειχθεί στην πράξη. Σήμερα, επειδή βρισκόμαστε σε μία φάση τόσο στο Πολυτεχνείο όσο και στο Τεχνικό Επιμελητήριο, που απ’ ό,τι φαίνεται οι χημικοί μηχανικοί αρθρώνουν και ένα λόγο διοίκησης και πολιτικής, ελπίζω ότι υπάρχουν προϋποθέσεις, αλλά αυτό εξαρτάται και από την δυναμική όλων, κάτι τέτοιο να γίνει με πολύ καλύτερους όρους.

        Σας ευχαριστώ.

Κα ΚΟΥΛΟΥΜΠΗ (Αν. Καθ. ΕΜΠ – Μέλος ΜΕ Θεμάτων Παιδείας ΤΕΕ)::

Να ευχαριστήσουμε την κυρία Μοροπούλου μια φορά ακόμη και επίσης να ευχαριστήσω όλους σας για τη συμμετοχή σας στην πρωινή συνεδρία. Πριν συνεχίσουμε, να σας υπενθυμίσω την γενική συνεδρία, που θα γίνει την Τρίτη το απόγευμα στην αίθουσα εκδηλώσεων του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, όπως επίσης και την ειδική συνεδρία, που θα γίνει την Τετάρτη το μεσημέρι στις 12.00΄ στην αίθουσα εκδηλώσεων του κτιρίου Διοίκησης εδώ στου Ζωγράφου, στις οποίες θα λάβουν μέρος και φορείς διάφοροι της πολιτείας, επαγγελματικοί, εργασιακοί σύλλογοι κλπ. και θα ακολουθήσει συζήτηση, καθώς επίσης και τα συμπεράσματα των παράλληλων συνεδριών από τις υπόλοιπες ειδικότητες.

        Θα ήθελα τώρα να παρακαλέσω τους συναδέλφους Μπατή, το συνάδελφο Παγιατάκη, το συνάδελφο Κρεμαλή και το συνάδελφο Ανδρουτσόπουλο να πάρουν την θέση μας στο προεδρείο για να συνεχίσουν τα δύο άλλα κομμάτια ενσωματωμένα.

ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ:

Θα πρέπει να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας με την κυρία Αραμπατζή, Διευθύντρια Διαχειριστικής Αρχής του Προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα» του ΕΠΑΝ. Κυρία Αραμπατζή, έχετε το λόγο.

Κα ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ (Δ/ντρια Διαχειριστικής Αρχής Προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα» ΕΠΑΝ):

Γεια σας. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω κατ’ αρχήν για την πρόσκληση στο ενδιαφέρον και επίκαιρο αυτό Συμπόσιο που διοργανώνετε και μου δίνετε την ευκαιρία να συναντήσω και πολλούς συναδέλφους παλαιότερους και νεότερους, με τους οποίους έχω συνεργαστεί στην πορεία μου.

Με δεδομένο ότι το αντικείμενο της συζήτησης, όπως αναφέρεται και στο Πρόγραμμά σας, αφορά κυρίως την προάσπιση και αναβάθμιση του πενταετούς κύκλου σπουδών σαν προϋπόθεση της άσκησης του επαγγέλματος των διπλωματούχων μηχανικών προς το δημόσιο όφελος, σκοπός της σύντομης παρέμβασής μου είναι να σας εκθέσω τις απαιτήσεις που θέτει σήμερα ο ρόλος του μηχανικού και ειδικότερα του χημικού μηχανικού στην διαχείριση του 3ου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και ειδικότερα του επιχειρησιακού προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα», για το οποίο είμαι υπεύθυνη. Κι αυτό σαν ένα παράδειγμα μόνο των σημαντικών αρμοδιοτήτων και της δύσκολης αποστολής των μηχανικών στον δημόσιο τομέα σήμερα.

Γνωρίζουμε όλοι ότι το 3ο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης είναι η μεγαλύτερη επενδυτική παρέμβαση των τελευταίων στη χώρα με ένα συνολικό προϋπολογισμό 45 δισεκατομμυρίων ΕΥΡΩ. Διαρθρώνεται σε επτά άξονες προτεραιότητας, που είναι το ανθρώπινο δυναμικό, οι μεταφορές, η ανταγωνιστικότητα, αγροτική ανάπτυξη και αλιεία, ποιότητα ζωής, κοινωνία της πληροφορίας και περιφερειακή ανάπτυξη. Από αυτούς τους επτά άξονες υπάρχουν τουλάχιστον τρεις, κατά την άποψή μου, στους οποίους η συμβολή των χημικών μηχανικών στην διαχείρισή τους είναι αποφασιστικής σημασίας. Θεωρώ ότι αυτοί οι άξονες είναι η ανταγωνιστικότητα πρώτα, την οποία θα αναλύσω λίγο περισσότερο παρακάτω, η βελτίωση της ποιότητας ζωής, όπου περιέχονται δράσης αναβάθμισης και προστασίας του περιβάλλοντος εκτός των άλλων, και η περιφερειακή ανάπτυξη, όπου μιλάμε για τα περιφερειακά επιχειρησιακά προγράμματα, τα γνωστά ΠΕΠ, στα οποία μέσα εντάσσονται δράσεις ανά περιφέρεια που αφορούν πάλι έργα προστασίας περιβάλλοντος, προώθησης καινοτομίας, ενίσχυσης μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Ξέρετε επίσης, θεωρώ, και διαβάζετε και στις εφημερίδες για τις καθυστερήσεις που υπάρχουν στην εφαρμογή του προγράμματος και για το πολύ δύσκολο και ασαφές και δυσνόητο πολλές φορές νέο θεσμικό πλαίσιο που διέπει την εφαρμογή του. Ένα θεσμικό πλαίσιο που συμφωνήθηκε μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης μαζί με την έγκριση του προγράμματος. Το πλαίσιο αυτό επέβαλε την δημιουργία ενός πλέγματος νέων φορέων για την διαχείριση του προγράμματος και μεταξύ των οποίων είναι και οι διαχειριστικές αρχές ή οι ειδικές υπηρεσίες διαχείρισης των επιμέρους επιχειρησιακών προγραμμάτων.

Ερχόμενη τώρα στο επιχειρησιακό πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα», το οποίο εντάσσεται σε έναν από τους επτά άξονες προτεραιότητας, είναι το δεύτερο μεγαλύτερο επιχειρησιακό πρόγραμμα του Κ.Π.Σ. μετά τους οδικούς άξονες, με έναν προϋπολογισμό 6,4 δισεκατομμύρια ΕΥΡΩ. Αντίστοιχα και σε αυτό για την διαχείρισή του ιδρύθηκε μία υπηρεσία διαχείρισης, διαχειριστική αρχή, η οποία όπως και οι άλλες είναι υπεύθυνη για την κανονικότητα και αποτελεσματικότητα της διαχείρισης και εφαρμογής του προγράμματος. Στην δική μου διαχειριστική αρχή, το ΕΠΑΝ –το επιχειρησιακό πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα» το λέμε εν συντομία ΕΠΑΝ- αυτή τη στιγμή απασχολούνται 72 άτομα προσωπικό, εκ των οποίων 65 είναι ανωτάτης εκπαίδευσης. Από αυτούς το 40% είναι μηχανικοί και από αυτούς το 35% είναι χημικοί μηχανικοί. Μία εικόνα της σύνθεσης της διαχειριστικής αρχής της συγκεκριμένης. Πρέπει να πω σε ένα σύνολο 800-1.000 στελέχη που είναι επιφορτισμένα με την διαχείριση του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης η αναλογία των μηχανικών είναι πολύ υψηλή.

Αν φανταστούμε για τις ανάγκες εδώ της παρουσίασης το ΕΠΑΝ σαν ένα πίνακα διπλής εισόδου όπου οι στήλες είναι οι δράσεις και οι τομείς παρέμβασης του ΕΠΑΝ που συνδέονται άμεσα με την επιστημονική ειδικότητα του χημικού μηχανικού και οι γραμμές είναι οι οριζόντιες λειτουργίες που θα πρέπει να αναπτύξουμε και να εφαρμόσουμε για την υλοποίηση του προγράμματος, ερχόμενη στις στήλες μπορώ να αναφέρω ενδεικτικά οκτώ κατηγορίες τομέων παρέμβασης του προγράμματος, που συνδέονται άμεσα με το επάγγελμα του χημικού μηχανικού και σας πω παρακάτω πώς. Αυτές οι κατηγορίες είναι:

1)  Η ίδρυση, βελτίωση και διαχείριση βιομηχανικών περιοχών

2)  Η αναβάθμιση του εθνικού συστήματος ποιότητας

3)  Η επιχειρηματικότητα

4)  Το περιβάλλον

5)  Η βιομηχανική έρευνα

6)  Η τεχνολογική ανάπτυξη σε τομείς προτεραιότητας

7)  Η καινοτομία

8)  Η αξιοποίηση ερευνητικών αποτελεσμάτων.

Είναι ένα σημαντικό μέρος του προγράμματος, στο οποίο θεωρώ τη συμβολή των χημικών μηχανικών καθοριστική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και στους άλλους άξονες που έχουμε, που αφορούν ενέργεια παραδείγματος χάρη, δεν μπορούν να συμμετάσχουν οι χημικοί μηχανικοί στην διαχείρισή τους.

Τώρα, οι γραμμές του πίνακα που σας είπα είναι οι λειτουργίες των στελεχών και των μηχανικών της διαχειριστικής αρχής, που επιβάλλονται από το καινούργιο θεσμικό πλαίσιο για την εφαρμογή του προγράμματος. Μπορώ εν συντομία να διακρίνω έξι διακριτές λειτουργίες:

Πρώτον, η εξειδίκευση του επιχειρησιακού προγράμματος σε συγκεκριμένες δράσεις. Δεύτερον, η καθιέρωση κριτηρίων αξιολόγησης για κάθε κατηγορία έργων που υποβάλλονται προς χρηματοδότηση. Τρίτον, η αξιολόγηση της πορείας του προγράμματος γενικά μακροοικονομικά. Τέταρτον, και το σημαντικότερο κατά την άποψή μου, είναι η εισήγηση που πρέπει να διαμορφώσουν οι μηχανικοί της διαχειριστικής αρχής και οι χημικοί μηχανικοί βεβαίως για την ένταξη ή μη κάθε υποβληθείσας πρότασης με βάση τα κριτήρια ένταξης που ανέφερα παραπάνω. Τα κριτήρια αυτά αφορούν επιλεξιμότητα του έργου στα πλαίσια του προγράμματος, σκοπιμότητα τέλεσής του, ωριμότητα του έργου και συμβατότητα με τις εθνικές και κοινοτικές πολιτικές. Αυτό είναι το κομβικό σημείο της διαδικασίας. Είναι μία κρίσιμη αρμοδιότητα. Με βάση την εισήγηση του στελέχους η διαχειριστική αρχή και ο Γενικός Γραμματέας, ο πολιτικός προϊστάμενος της υπηρεσίας αποφασίζει την ένταξη, τη χρηματοδότηση ή όχι του έργου του συγκεκριμένου από το πρόγραμμα.  Καλούνται τα στελέχη να αξιολογήσουν και να κρίνουν έργα μεγάλου προϋπολογισμού, με μεγάλη γκάμα γνωστικών πεδίων και συχνά έργα καινοτόμα.

Η πέμπτη λειτουργία είναι η παρακολούθηση. Μετά την ένταξη του έργου ακολουθεί η παρακολούθηση της καλής εκτέλεσης, η παρακολούθηση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου, με το οποίο επίσης επιφορτίζονται οι μηχανικοί στην διαχειριστική αρχή. Τέλος, είναι βέβαια η διενέργεια ελέγχων κατά την εκτέλεση και κατά την παραλαβή των έργων. Και πάλι θα αναφερθώ στους νέους κανονισμούς, οι οποίοι είναι πάρα πολύ αυστηροί, οι οποίοι δεν επιτρέπουν την ελάχιστη παρατυπία. Έχετε δει στις εφημερίδες τελευταία να γίνεται πολλή συζήτηση για το πώς κλείνει το Β΄ Κ.Π.Σ. και χάνουμε 500 εκατομμύρια και αν είναι πολλά ή λίγα κλπ. για κάποιες παρατυπίες που γίνανε κατά την εκτέλεση. Αυτό τώρα αποκτά πολύ πιο ισχυρό χαρακτήρα, αυτή η διάσταση, με αποτέλεσμα οι έλεγχοι που διενεργούνται από τις υπηρεσίες κατά την εκτέλεση των προγραμμάτων και των έργων να έχουν βαρύνουσα σημασία. Βεβαίως, κάθε παρατυπία, όπως λέγεται στην διάλεκτο του ΚΠΣ, η οποία δεν θα ανακαλυφθεί από εθνικές ελεγκτικές αρχές, αλλά θα αποκαλυφθεί από κοινοτικά ελεγκτικά όργανα, συνεπάγεται δημοσιονομική διόρθωση. Και δημοσιονομική διόρθωση σημαίνει απώλεια πόρων για τη χώρα.

Ο στόχος μας είναι πάντα η ένταξη έργων που να έχουν αναπτυξιακό αποτέλεσμα και που να αντέχουν στον έλεγχο. Είναι αυτά τα δύο. Δεν πρέπει να φροντίζουμε μόνο να εντάξουμε και να χρηματοδοτήσουμε έργα και να προωθηθούν οι πόροι, αλλά πρέπει να είναι έργα που να συμβάλουνε στην ανάπτυξη της χώρας και να αντέχουν στον έλεγχο που γίνεται συστηματικά και αδιαλείπτως από οτιδήποτε όργανα μπορείτε να φανταστείτε.

Περιέγραψα λίγο το ρόλο του μηχανικού στην διαχείριση του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και νομίζω ότι με βάση αυτά προκύπτουν αρκετά εύκολα δύο συμπεράσματα. Αφενός η κρισιμότητα και η σπουδαιότητα του ρόλου του μηχανικού στην επιτυχία του 3ου ΚΠΣ και αφετέρου και κατ’ επέκταση, βέβαια, η ποιότητα και το εύρος των γνώσεων και των δεξιοτήτων με τις οποίες αυτός θα πρέπει να είναι προικισμένος ώστε να ανταποκριθεί σε αυτόν τον πολυσχιδή ρόλο. Ρόλος που, κατά την άποψή μου, δεν εξαντλείται στο 3ο είτε στο 4ο είτε στο νιοστό ΚΠΣ. Σήμερα το ζητούμενο είναι το χτίσιμο μιας δημόσιας διοίκησης που θα είναι ικανή να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες προκλήσεις, που θα είναι ικανή να εξυπηρετεί τον πολίτη και να καλύπτει τις απαιτήσεις των πολιτών και γι αυτό θα πρέπει να διαθέτει στελέχη με ωριμότητα και κατάρτιση διεπιστημονική υψηλού επιπέδου, που θα καλύπτει πολλούς τομείς: τον τεχνικό, οικονομικό και διοικητικό.

Τελειώνοντας εδώ, θα ήθελα να πω ότι, κατά την άποψή μου, θεωρώ αυτονόητο ότι οποιαδήποτε συζήτηση για περιορισμό του χρόνου σπουδών και του εύρους των σπουδών και των γνώσεων που παίρνει ο μηχανικός σήμερα, είναι ασύμβατη με το στόχο που εγώ τουλάχιστον έθεσα παραπάνω. Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ:

Θα συνεχίσουμε με τον κύριο Χανδακά, ο οποίος είναι Γενικός Διευθυντής Αναστήλωσης του Υπουργείου Πολιτισμού.

Κος ΧΑΝΔΑΚΑΣ (Γενικός Διευθυντής Αναστήλωσης ΥΠΠΟ):

Γεια σας. Εγώ θα μιλήσω από μία άλλη σκοπιά, από την πλευρά του Υπουργείου Πολιτισμού, των μνημείων, της κουλτούρας, γιατί εδώ πολλά τεχνοκρατικά ακούσαμε και έχουμε αφήσει πολύ έξω την κουλτούρα. Μόνο από την κυρία Μοροπούλου άκουσα λίγο για το ρόλο του μηχανικού στην προστασία των μνημείων.

        Θα πρέπει να πούμε, κατ’ αρχάς, ότι οι επεμβάσεις στα μνημεία έχουν ένα χαρακτήρα διεπιστημονικό. Δεν είναι μόνο αρχαιολογικός. Σίγουρα δεν είναι αρχαιολογικός. Οι αρχαιολόγοι έχουν ρόλο στην ανασκαφή, στην τεκμηρίωση, στη χρονολόγηση, στην ιστορία. Η επέμβαση όμως στα μνημεία είναι καθαρά θέμα τεχνικό. Παρεμβαίνουν φυσικά και οι αρχαιολόγοι, αλλά η διοίκηση όλης αυτής της ιστορίας της επέμβασης είναι καθαρά θέμα τεχνικό κι εκεί πέρα είναι πολύ ισχυρός ο ρόλος του χημικού μηχανικού. Βέβαια, αυτό που έχω να πω είναι ότι από το ’90 προσπαθούσαμε να φτιάξουμε κάποια τμήματα στο Πολυτεχνείο που θα αφορούσαν τις επεμβάσεις στα μνημεία, γιατί σε τελική ανάλυση μέχρι τώρα οι μεταπτυχιακές σπουδές ήταν θέμα του York και διάφορων άλλων σχολών του εξωτερικού μέχρις ότου γίνανε αυτά τα τμήματα πρόσφατα από εσάς νομίζω. Από σας ξεκίνησε, αν θυμάμαι καλά; Την κυρία Μοροπούλου, έτσι; Από τους χημικούς μηχανικούς. Και δημιουργούνται κάποιες σπουδές μεταπτυχιακές στο θέμα αυτό.

Και βέβαια, δεν πρέπει να αφήσουμε έξω και το νέο θεσμικό περιβάλλον, το οποίο δημιουργείται στο θέμα αυτό με το νέο αρχαιολογικό νόμο, ο οποίος με το άρθρο 40 προσδιορίζει τις αρμοδιότητες του μηχανικού γενικώς, την παρέμβασή του μέσα στα μνημεία, τις μελέτες οι οποίες πρέπει να προηγηθούν προκειμένου να γίνει η αναστήλωση. Γιατί, καλώς ή κακώς, μέχρι τώρα μια μεγάλη ομάδα αναστηλώσεων γινόταν -και γίνεται ίσως- από κάποιες περιφερειακές υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, οι οποίες παρενέβαιναν μέσα στην γνώση τους την ελλιπή την αρχαιολογική και με κάποιους μηχανικούς οι οποίοι δεν είχαν πιθανόν το γνωστικό επίπεδο που έπρεπε να έχουν για να παρέμβουν ουσιαστικά στα μνημεία. Με το νέο αρχαιολογικό νόμο προσδιορίζεται πλέον ποιες είναι οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μηχανικών και των χημικών μηχανικών και αυτό έγινε πρόσφατα. Δηλαδή, θα μπορούσε να έχει περάσει. Αλλά πρόσφατα έγινε στο Τεχνικό Επιμελητήριο μια συνάντηση, είχε γίνει μάλλον πριν από τον αρχαιολογικό νόμο με τον υπουργό Πολιτισμού, την οποίαν είχε διοργανώσει η Διοίκηση του Τεχνικού Επιμελητηρίου, έτσι; Εκεί δεσμεύτηκε ο υπουργός για το τι θα περάσει, αυτό που είχατε ζητήσει εσείς ως Επιμελητήριο, και τα τήρησε και ο νέος αρχαιολογικός νόμος προβλέπει πάρα πολλά πράγματα τα οποία ήταν ασαφή, φλου και έδιναν δικαιώματα σε άλλους κλάδους να καταπατήσουν τα δικά μας δικαιώματα.

Γιατί βέβαια η παρέμβαση σε ένα μνημείο είναι πρώτα απ’ όλα ιστορική. Ιστορική τεκμηρίωση, κατάταξη των μνημείων κλπ. Είναι μελέτη η οποία αφορά τη στερεότητά του, την ασφάλειά του, την δυνατότητά του να αντιμετωπίσει τις φυσικές καταστροφές (σεισμούς, καταιγίδες, νεροποντές κλπ.). Είναι αντικείμενο, λοιπόν, φαίνεται να είναι κατά πρώτον αρχιτεκτόνων πολιτικών μηχανικών. Υπάρχει όμως ένα σημαντικό κομμάτι του μνημείου το οποίο ορίζει τα πάντα κι αυτό είναι τα υλικά του. Τα υλικά του είναι κυρίως θέμα χημικού μηχανικού. Δηλαδή, τα μνημεία δεν έχουν κατασκευαστεί με κάποιους κανονισμούς κάποτε. Κατασκευάστηκαν με κάποια υλικά, τα οποία προέκυπταν ανάλογα με την δυνατότητα χρησιμοποίησης υλικών από κάποιους μαστόρους επιτόπου, με την ύπαρξη των υλικών επιτόπου, με την διαθεσιμότητα των υλικών, με την τέχνη και την γνώση των μαστόρων, οι οποίοι ήταν κυρίως εμπειρικοί. Αυτά δεν μπορούν να τυποποιηθούν. Αφού λοιπόν δεν μπορούν να τυποποιηθούν, δεν αντέχουν σε κανένα κανονισμό, άρα θα πρέπει να γίνει μια έρευνα σε βάθος.

Για να μπορέσει ένας αναστηλωτής μηχανικός, που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε έτσι αρχιτέκτονα ή πολιτικό μηχανικό, να νιώσει το μνημείο, πρέπει πρώτα απ’ όλα να νιώσει τα υλικά του. Για να νιώσει τα υλικά του είναι κύριος ο ρόλος του χημικού μηχανικού εκεί. Και βέβαια, για να κάνει την επέμβαση μετά, θα πρέπει τα υλικά τα οποία θα προταθούν να είναι συμβατά με τα παλιά υλικά, να μην δημιουργούν προβλήματα και κυρίως να εφαρμόζονται με συγκεκριμένες τεχνικές. Επειδή λοιπόν εκεί δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κανονισμούς στα μνημεία, θα πρέπει να μιλήσουμε για συστήματα ποιότητας. Για διαδικασίες οι οποίες θα διασφαλίζουν ότι για όλα τα μνημεία θα μπορούμε να έχουμε ενιαία συστήματα ποιότητας, ανάλογα με την κατηγορία τους, γιατί βέβαια άλλο το κλασικό μνημείο, άλλο το βυζαντινό, άλλο το νεώτερο. Είναι τελείως διαφορετικά υλικά. Για να μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε εάν όχι την αντοχή των μνημείων σύμφωνα με τους σημερινούς κανονισμούς, το οποίο είναι κι αυτό ένα μεγάλο πρόβλημα με τον αντισεισμικό κανονισμό, ο οποίος δεν έχει ακόμα ξεκαθαρίσει τι εννοούμε μνημείο. Και πολλές φορές βρισκόμαστε στην δύσκολη θέση να πρέπει να κάνουμε τέτοιες παρεμβάσεις στα μνημεία με το νέο αντισεισμικό κανονισμό και να αλλοιώνουμε τελείως το χαρακτήρα τους. Η θέση η δικιά μας βέβαια είναι ότι πρέπει να αποκαταστήσουμε την παρθενική αντοχή τους, την αντοχή με την οποία σχεδιάστηκαν.

Ποιος είναι τώρα ο ειδικός ρόλος των μηχανικών και ιδιαίτερα των χημικών μηχανικών. Ο ρόλος των μηχανικών είναι πρώτα απ’ όλα να ενισχύσουν τις θέσεις τους μέσα στα κέντρα αποφάσεων στον πολιτισμό. Δεν μπορούμε να συζητάμε για πολιτισμό αρχαιολογικό. Μιλάμε για πολιτιστική κληρονομιά. Η πολιτιστική κληρονομιά είναι υποχρέωση και δικαίωμα όλων των κλάδων, όλων των επιστημονικών κλάδων οι οποίοι ανακατεύονται. Δεύτερον, να αποκτήσουν την ικανότητα εκπόνησης μελετών που μπορούν να σταθούν στην κριτική και στα διεθνή συνέδρια και στις ανάγκες των μνημείων. Για να μπορέσουν να φτάσουν όμως σε αυτό το σημείο, στην Ελλάδα ίσως είμαστε λίγο πίσω, γιατί το Υπουργείο Πολιτισμού ήταν εσωστρεφές όλα αυτά τα χρόνια. Θεωρούσαν ότι έπρεπε οι μελέτες να γίνονται από το προσωπικό του υπουργείου. Δεν υπήρχαν τα μεταπτυχιακά τμήματα, τα οποία ευτυχώς τώρα αρχίζουν να ιδρύονται. Ήταν το «πτωχό πλην τίμιο» υπουργείο, το οποίο δεν είχε και πόρους για να αναλώσει για τα μνημεία. Τώρα όμως οι εποχές αλλάξανε. Τα κοινοτικά πλαίσια έφεραν πάρα πολλούς πόρους, τόσους που δεν μπορούμε να τους διαχειριστούμε, τόσους που αρχίζουμε και συζητάμε ότι πιθανόν, λόγω των πολλών χρημάτων, να κάνουμε και δουλειές που δεν έπρεπε να κάνουμε στα μνημεία. Χρειαζόμαστε λοιπόν ικανά στελέχη, ικανούς μηχανικούς, οι οποίοι να μπορούν να αντιμετωπίσουν και να δώσουν λύσεις στα προβλήματα των μνημείων. Πέραν των μελετών, βέβαια, χρειαζόμαστε και την παρουσία τους στην επίβλεψη. Γιατί η επίβλεψη στα μνημεία πολλές φορές τροποποιεί τη μελέτη. Βρίσκονται νέα στοιχεία, γίνεται νέα τεκμηρίωση. Η μελέτη γίνεται με μία τεκμηρίωση, κατ’ αρχήν. Κατά την επέμβαση των μνημείων βρίσκονται νέα στοιχεία και γίνεται πολλές φορές αλλαγή τρόπου επέμβασης ανάλογα με τα νέα στοιχεία που εμφανίζονται.

Τι πρέπει να κάνουμε όμως για να γίνουν όλα αυτά. Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να ενισχύσουμε την έρευνα στα ΑΕΙ. Την έρευνα ιδιαίτερα στον τομέα της αναστήλωσης, των ιδιοτήτων των υλικών, χαρακτηριστικών των υλικών, συστημάτων ποιότητας στις επεμβάσεις στα μνημεία. Κι αυτό είναι κάτι το οποίο το Υπουργείο Πολιτισμού έχει την πρόθεση να κάνει και έχει και κάποιους πόρους, αν ξέρω καλά, εξασφαλισμένους γι αυτόν τον τομέα τους οποίους θα χρησιμοποιήσει. Βέβαια, μία έρευνα για την έρευνα δεν αρκεί. Θα πρέπει μετά από την έρευνα αυτή όλο το αποτέλεσμα της έρευνας να χρησιμοποιηθεί για να ενισχυθούν τα προγράμματα των σπουδών στον τομέα αυτό. Θα πρέπει πλέον να μπούνε και ειδικά μαθήματα ίσως, να γίνουν ειδικοί τομείς, γιατί ωραία είναι η βιομηχανία για τους χημικούς μηχανικούς, αλλά η Μελίνα είχε πει κάποτε ότι η βαριά βιομηχανία μας είναι ο πολιτισμός. Πρέπει λοιπόν και ο πολιτισμός, επειδή τα μνημεία είναι κάτι το οποίο υπάρχει, υπήρχε και θα υπάρχει στον αιώνα, τουλάχιστον πιστεύουμε ότι εξασφαλίζει μια σταθερή απασχόληση στους ανθρώπους που θα ασχοληθούνε σε αυτά.

Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ:

Ευχαριστούμε τον κύριο Χανδακά. Ο κύριος Σωτήρχος, Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Χημικών Μηχανικών Υψηλών Θερμοκρασιών, έχει το λόγο.

Κος ΣΩΤΗΡΧΟΣ (Διευθυντής Ερευνών ΕΙΧΗΜΥΘ):

Συνήθως το στρογγυλό τραπέζι για μένα σημαίνει στρογγυλό τραπέζι. Να μιλήσουμε λίγο για την εκπαίδευση του χημικού μηχανικού προτού προχωρήσουμε στην απασχόληση του χημικού μηχανικού. Καλύφθηκα αρκετά καλά από την τοποθέτηση του εκπροσώπου του Συλλόγου Χημικών Μηχανικών.

Οι χημικοί μηχανικοί, κακά τα ψέματα, είμαστε μηχανικοί διεργασιών κατ’ εξοχήν. Αν βγάλουμε τα μαθήματα διεργασιών, από κει και πέρα, όλα τα άλλα μαθήματα διδάσκονται σε οποιαδήποτε άλλη σχολή. Αλλά τα εννιά βασικά μαθήματα τα οποία διδάσκονται σε όλα τα αμερικανικά τμήματα και γι αυτό τα αμερικανικά τμήματα μπορούν και συντηρούν τμήματα χημικής μηχανικής με εννιά, οκτώ, δέκα καθηγητές και μόνο, αυτά είναι τα οποία μας ορίζουν για να κοιτάξουμε αυτά τα μαθήματα και συντελούν στο να πάρουν τις βασικές γνώσεις χημείας, φυσικής, μαθηματικών και να τις συνδυάσουν στο υπόβαθρο το οποίο χρειάζεται για να αντιμετωπίσεις προβλήματα διεργασιών. Ποια είναι αυτά τα βασικά μαθήματα; Ισοζύγια Μάζας και Ενέργειας, τα δύο μαθήματα –τουλάχιστον από την εμπειρία την δικιά μου- Φαινομένων Μεταφοράς, προχωράμε στην Θερμοδυναμική, Σχεδιασμός Χημικών Αντιδραστήρων, Φυσικές Διεργασίες, Διαχωρισμοί, Ρύθμιση Διεργασιών και τα δύο μαθήματα Τεχνικοοικονομικής Μελέτης. Αυτά τα εννιά μαθήματα είναι τα μαθήματα τα οποία διδάσκονται από χημικούς μηχανικούς. Όλα τα άλλα μαθήματα μπορούν να διδαχθούν από χημικούς. Έχω μια αντίρρηση για την φυσικοχημεία, γιατί πιστεύω ότι η φυσικοχημεία είναι κορμός της χημικής μηχανικής. Εκεί είχαμε μία κόντρα με τους συναδέλφους μου στο Rochester μέχρι τελικά που διδάσκεται από χημικούς μηχανικούς. Γιατί πιστεύω ότι θα πρέπει να δίδεται ένα flavor στη φυσικοχημεία, το οποίο συντελεί στο να βοηθάει το χημικό μηχανικό να δέσει αυτά που είπα, τις διεργασίες, μαζί με όλες τις άλλες βασικές γνώσεις.

(…)

…είναι ένας γενικός μηχανικός διεργασιών, το οποίο είναι ευχή και κατάρα ταυτόχρονα. Ευχή γιατί είναι μεγάλο ατού στην επαγγελματική του σταδιοδρομία, και στην αρχή και σε στιγμές κρίσης. Στην αρχή μπορείς να δουλέψεις σε οτιδήποτε, σε στιγμές κρίσης μπορείς να αλλάξεις δουλειά, να δουλέψεις σε κάτι άλλο. Χρησιμοποιώ το παράδειγμα συνεχώς της τηγανητής πατάτας και της ίνας ρεγιόν. Απ’ ό,τι θυμάμαι, αν θυμάμαι τις γνώσεις που μας έδινε ο κύριος Καμπούρης τότε, αν κοιτάξεις δηλαδή τις φυσικές διεργασίες, είναι ακριβώς το ίδιο. Για να φτιάξεις την ίνα με τρύπα στη μέση κλπ. και να φτιάξεις μια πατάτα crispy, είναι ακριβώς περίπου η ίδια διεργασία. Με άλλα λόγια, δηλαδή, παίρνω τελείως ξεχωριστά πράγματα. Με τον ίδιο τρόπο που μελετούσα διάχυση μέσα σε σωματίδια, έβγαλα δύο διδακτορικά στην ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων σα μοντέλα μέσα σε δοκιμαστικούς σωλήνες της ανάπτυξης καρκινικών όγκων. Η διαφορά ποια ήταν; Ότι οι συνεργάτες μου μού έφεραν τις βασικές γνώσεις βιοχημείας, βιολογίας που χρειάζονταν, αλλά οι βασικές γνώσεις διεργασιών, πώς θα συνδυαστούν όλες αυτές οι γνώσεις για να βγάλουμε το μαθηματικό μοντέλο που περιέγραφε την ανάπτυξη, την επίδραση των διαφόρων φαρμάκων, των μεταβολικών, των καταβολικών κλπ., όλα αυτά έγιναν βασικά χρησιμοποιώντας τα εργαλεία τα οποία χρησιμοποιούσαμε και στην καύση σωματιδίων ή στην απομάκρυνση ρυπαντών από αέρια καύσης άνθρακα.

        Τώρα, πού είναι η κατάρα; Η κατάρα είναι σε χώρες όπως η δική μας, στην οποία η εξειδίκευσή σου σού εξασφαλίζει επαγγελματικά δικαιώματα. Τι θέλω να πω; Εφόσον κάνεις τα πάντα, τελικά η εντύπωση είναι ότι δεν κάνεις και τίποτα. Με άλλα λόγια, φτιάχνεται ο μηχανικός περιβάλλοντος, εξειδικευμένος σε κάτι συγκεκριμένο, και ο χημικός μηχανικός βρίσκεται έξω από αυτόν το χώρο. Φτιάχνεται ο μηχανικός ενεργειακών συστημάτων –θα αρχίσουμε να βγάζουμε τέτοιους μηχανικούς σε τέσσερα χρόνια, αν δεν κάνω λάθος, από το Πανεπιστήμιο της Πελοποννήσου- φεύγει και ο χώρος ενεργείας, τον οποίον ήδη τον έχουμε χάσει. Γιατί αν σκεφθείτε τα εργοστάσια μεγάλης κρατικής εταιρίας, υπάρχει μία ταμπέλα που λέει «ΧΗΜΕΙΟ» και κόντεψα να πάθω προσωπικά συγκοπή. Όταν βρήκα έναν καταπληκτικό μηχανικό, απόφοιτο αυτού του χώρου εδώ πέρα, να βρίσκεται μέσα στο χημείο και να μην έχει δικαίωμα να μελετήσει βασικά θερμικές διεργασίες. Δηλαδή ασύλληπτα πράγματα.

        Επομένως, το πρόβλημά μας εδώ είναι τι θα κάνουμε. Θα κρατήσουμε τους μηχανικούς μας, τους απόφοιτούς μας, με την γενική μόρφωση που χρειάζονται για να είναι ευέλικτοι και να λύσουν προβλήματα τα οποία φαινομενικά δεν έχουν σχέση το ένα με το άλλο; Ή θα τους δώσουμε εξειδικευμένες γνώσεις, οι οποίες θα ικανοποιήσουν τους γραφειοκράτες κι επομένως, όταν βγαίνει μία πρόσκληση για θέσεις περιβάλλοντος δεν θα υπάρχει μόνο το Τμήμα Επιστημών της Θάλασσας Αιγαίου αλλά θα υπάρχουν και χημικοί μηχανικοί; Που δεν υπάρχουν για τις συγκεκριμένες ανακοινώσεις για προσλήψεις μηχανικών περιβάλλοντος.

        Τώρα, η λύση η δικιά μου και η λύση που ακολουθούσαμε στο τμήμα στο οποίο δίδασκα, ήταν να έχουμε τα εξειδικευμένα μαθήματα, τα οποία έδιναν αυτές τις εξειδικευμένες γνώσεις, αλλά όχι με τη μορφή κατεύθυνσης. Παράδειγμα, εδώ την κατεύθυνση Α δεν την καταλαβαίνω, ειλικρινά. Πρώτη φορά την είδα που την παρουσίασε η κυρία Μοροπούλου. Κατεύθυνση Α σε Τεχνική Διεργασιών δεν έχει νόημα. Η τεχνική διεργασιών είναι το επάγγελμά μου. Πώς μπορώ να έχω κατεύθυνση Διεργασιών κι έπειτα να έχω κατεύθυνση Υλικά; Στα Υλικά τι θα κάνω; Χημεία; Διεργασίες; Επομένως, πώς θα γίνω; Θα πάρω κατεύθυνση Διεργασιών μελετώντας τι; Οι διεργασίες θα πρέπει να εφαρμοστούν σε κάτι: σε ένα περιβαλλοντικό πρόβλημα, σε ένα πρόβλημα υλικών, σε ένα πρόβλημα πετρελαίου, σε ένα πρόβλημα μικροηλεκτρονικής, σε κάποιο πρόβλημα. Θέλω να πω ότι εκεί υπάρχει κι ένα πρόβλημα στους τομείς, στον τρόπο με τον οποίον ορίζονται οι τομείς. Ή θα χωρίσεις τους τομείς στην βάση βασικής γνώσης ή θα τους ορίσεις στην βάση των εφαρμογών. Εγώ είμαι μηχανικός διεργασιών, χημικών διεργασιών συγκεκριμένα. Δουλεύω σφαιρικά. Θα ήθελα να υπάρχω και στους δύο τομείς. Μπορώ να συζητήσω ανετότατα με τον κύριο Κουντουμπή και τους άλλους που βρίσκονται στο χώρο των Διεργασιών, αλλά και την κυρία Μοροπούλου, την κυρία Κουλουμπή και άλλους που βρίσκονται στα Υλικά. Καταλαβαίνετε δηλαδή πού εντοπίζεται το πρόβλημα. Το ίδιο πρόβλημα εντοπίζεται και στην εκπαίδευσή μας.

        Τώρα, η αγορά εργασίας έξω είναι απότομη, αλλάζει από μέρα σε μέρα. Θα πρέπει να αλλάζει κατά κάποιον τρόπο και η εκπαίδευσή μας. Δεν μπορείς να αλλάζεις την εκπαίδευσή σου προσλαμβάνοντας τον κατάλληλο καθηγητή να σου διδάξει το κατάλληλο μάθημα κατεύθυνσης. Θα πρέπει να το βάλεις το  μάθημα κατεύθυνσης όταν υπάρχει αυτή η ανάγκη. Πώς; Ένας συνάδελφος θα πρέπει να φιλοτιμηθεί να διδάξει ένα μάθημα κατεύθυνσης. Είναι πολυτάλαντοι άνθρωποι αυτοί που διδάσκουν στα πανεπιστήμια –το πιστεύω αυτό ακράδαντα- κι επομένως μαθήματα κατεύθυνσης μπορούν άνετα να τα διδάξουν παίρνοντας ένα κατάλληλο βιβλίο. Υπάρχουν συνάδελφοι που έχουν γράψει πάρα πολύ καλά βιβλία. Επομένως, δε χρειάζεται να ανοίξουμε δηλαδή μια θέση Μικροηλεκτρονικής, να περιμένουμε τέσσερα χρόνια για να προσλάβουμε κάποιον για να διδάξουμε Μικροηλεκτρονική. Παίρνουμε ένα κατάλληλο βιβλίο Μικροηλεκτρονικής, κάποιος που έχει σχέση με το θέμα και διδάσκουμε αυτό το εφαρμοσμένο θέμα.

        Προχωρώ παραπέρα για να πω ότι αν υπάρχει κρίση στο επάγγελμα γενικά, από συζητήσεις που έχω με συναδέλφους που συνεχίζουν να διδάσκουν στην Αμερική, υπάρχει κρίση. Πού έγκειται αυτή η κρίση; Έγκειται στο γεγονός ότι οι θέσεις εργασίας μηχανικών παραγωγής φεύγουν από τις ανεπτυγμένες χώρες και πηγαίνουν στις χώρες της Άπω Ανατολής και τις άλλες χώρες. Αν κοιτάξετε την κατανομή των εργαζομένων, των χημικών μηχανικών που εργάζονται το 1992 κι αυτούς που εργάζονται 20 χρόνια αργότερα, θα δείτε ότι ο αριθμός που εργάζεται σε μεγάλες εταιρίες έχει πέσει κατακόρυφα. Οι περισσότεροι μηχανικοί μπορούμε να πούμε ότι ακόμη και στην Αμερική ετεροαπασχολούνται με τον ορισμό της ετεροαπασχόλησης που χρησιμοποιούμε εδώ πέρα. Αλλά δεν ετεροαπασχολούνται σε σχέση με το επάγγελμά τους, γιατί πάλι δουλεύουν σε θέματα διεργασιών, σε θέματα περιβάλλοντος και σε θέματα σχετικά.

        Το κύριο πρόβλημα πάντως που θέλω κλείσω όσον αφορά την απασχόληση των μηχανικών είναι το εξής. Αν ο χημικός μηχανικός προσλαμβανόταν για να λύσει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα στην βιομηχανία κι όχι για να ικανοποιήσει μία θέση εργασίας στην βάση του νόμου περί επαγγελματικών δικαιωμάτων, δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Οι εταιρίες θα προσλάμβαναν το χημικό μηχανικό γιατί μπορεί να τους κάνει την δουλειά. Είμαι πεπεισμένος γι αυτό. Αν όμως προσλαμβάνεται κάποιος για να καλύψει μία θέση εργασίας, μπορούν να προσλάβουν οποιονδήποτε τους κάνει από αυτές τις ειδικότητες οι οποίες καλύπτουν την περιγραφή της θέσης. Νομίζω όμως ότι για μια οικονομία όπως η δικιά μας και μια νοοτροπία όπως η δικιά μας είναι πολύ παρακινδυνευμένο να πούμε κάτι τέτοιο, ότι μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, γιατί κάτι τέτοιο θα πρέπει να ξεκινήσει από τα πανεπιστήμια. Να καταρρεύσουν τα στεγανά ανάμεσα στις σχολές, να αφήσουν τους σπουδαστές να κινηθούν προς τα εκεί που θέλουν κι αυτό θα λύσει και το πρόβλημα απασχόλησης και το μεγάλο αριθμό των χημικών μηχανικών.

Το τελευταίο πράγμα που θέλω να πω είναι ότι αυτό που ακούμε για τις βάσεις που πέφτουνε, οι χημικοί μηχανικοί που παίρνουμε δεν είναι καλοί σε σχέση με αυτούς που παίρναμε την δεκαετία του ’70, όταν μπήκαμε εμείς, αυτά πιστεύω ότι είναι παραμύθια. Τότε μπαίνανε 80 σπουδαστές συνολικά στις δύο Σχολές Χημικών Μηχανικών που υπήρχαν και αν παίρναμε 400 και τότε, φυσικά οι βάσεις θα έπιαναν το 10 ακόμη και το 9. Για να γεμίσουμε δηλαδή τις σχολές, θα έπρεπε να ρίξουμε κατακόρυφα τις βάσεις. Ο κύριος αριθμός είναι ο μεγάλος αριθμός χημικών μηχανικών, ο οποίος ορίζεται στην βάση της κατευθυνόμενης παιδείας και των επιταγών της κυβέρνησης, η οποία δημιουργεί μια εγκλωβισμένη πελατεία η οποία θα πρέπει να βγει χημικός μηχανικός γιατί δεν έχει άλλη επιλογή. Δώσε τους άλλες επιλογές και νομίζω ότι θα λύσουνε και το πρόβλημα της απασχόλησης των χημικών μηχανικών και το πρόβλημα της ποιότητας που θέλουμε.

Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ:

Ευχαριστούμε. Τώρα γι αυτό το σύστημα των προσλήψεων περιβαντολόγων στις θέσεις της Δημόσιας Διοίκησης, μια και έχουμε τον Πρύτανη και είναι και δικός μας, καλό είναι σαν Πολυτεχνείο να βγούμε προς τα έξω ή όλα τα πολυτεχνεία, και να πούμε ότι αυτά τα πράγματα είναι σαχλαμάρες. Δηλαδή κάποτε πρέπει να μην μένουν αυτά εσωτερικά εδώ πέρα και αυτοτροφοδοτούμεθα. Πρέπει να βγουν προς τα έξω. Βγήκε ένα τεύχος Περιβάλλον & Engineering με την ευκαιρία της HELEXPO. Σε όλες τις δραστηριότητες περιβάλλοντος σήμερα είναι οι χημικοί μηχανικοί. Και όχι μόνο. Δηλαδή σε εταιρίες σχεδιασμού, σε εταιρίες πώλησης μηχανημάτων, στις λειτουργίες βιολογικών σταθμών. Ο ομιλών έχει την ευτυχία να σας δηλώσει ότι κάνω το σχεδιασμό τώρα στα Λιόσια των μονάδων scrappers για να μην βρωμίσει η Αττική από το κομπόστ που γίνεται εκεί. Έχουν δουλειά. Απλώς δεν την προβάλλουν.

Θα παρακαλέσω την κυρία  Κασελούρη-Ρηγοπούλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του ΕΜΠ, να πάρει το λόγο.

Κα ΚΑΣΕΛΟΥΡΗ-ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ (Αν. Καθ. ΕΜΠ):

Καλημέρα κι από μένα. Εγώ ήθελα να σας πω ότι με όλες τις ομιλίες που προηγήθηκαν έχω καλυφθεί πλήρως και θα διευκόλυνα πάρα πολύ την διαδικασία φεύγοντας ύστερα από αυτό. Όμως δεν θα σας κάνω τη χάρη. Έχω να κάνω μερικές επισημάνσεις, επειδή είχα πει ότι θα μιλήσω λίγο για την πρακτική άσκηση. Ο αγαπητότατος κύριος Παρασκευάς τα είπε πολύ ωραία. Εγώ θα σας κάνω δυο-τρεις επισημάνσεις σαν ένα άτομο που την παρακολούθησα το 1990.

        Το ζητούμενο είναι ότι η πρακτική άσκηση πρέπει να είναι ένα επιστέγασμα στον πενταετή κύκλο σπουδών, επειδή υπάρχει ο άξονας βασική γνώση – εμβάθυνση – πρακτική άσκηση και πάει προς το πτυχίο. Αυτό είναι το ένα και θα πρέπει να το θεωρούμε αναπόσπαστο. Το δεύτερο είναι ότι αυτή η δωδεκαετής εμπειρία από την πρακτική άσκηση έδειξε αυτό που είπε και η κυρία Μοροπούλου και με την πίτα ο κύριος Παρασκευάς, ότι πλέον, ενώ στην αρχή η άσκηση στις βιομηχανίες αποτελούσε το 100% της απορρόφησης, τώρα δυστυχώς έχει πάει στο 50%. Δυστυχώς για την κατάσταση στην βιομηχανία, ευτυχώς όμως επειδή οι φοιτητές μας πηγαίνουν σε άλλους τομείς κι αυτοί οι τομείς είναι οι δημόσιοι, τα ινστιτούτα κλπ., αυτά που είδαμε μέσα. Επίσης, υπάρχει μια ευελιξία ως προς αυτό το θέμα και η διαφοροποίηση του προφίλ.

        Αυτό που θα ήθελα ακόμα να επισημάνω είναι ότι η πρακτική άσκηση, ενώ ξεκίνησε σαν ένας θεσμός από το Πολυτεχνείο μας και πήγε παντού και ήταν ένας θεσμός που χρηματοδοτήθηκε από τα ΕΠΕΑΕΚ, που όσο πάνε και μειώνονται οι πόροι –ποτέ δεν πιστεύω ότι θα καταφέρουμε να πάρουμε ένα θεσμό από το Υπουργείο Παιδείας για την πρακτική άσκηση, έχει χαλαρώσει. Και θα σας πω γιατί έχει χαλαρώσει. Έχει χαλαρώσει διότι -ίσως είναι και δικό μας το σφάλμα- οι φοιτητές δεν είναι ενημερωμένοι ότι όταν πάνε να κάνουν πρακτική άσκηση δεν είναι ένας ενάμισι μήνας δουλειάς που πάνε να βγάλουν το χαρτζιλίκι τους. Διότι από τη μια μεριά σκέφτονται γιατί πληρώνονται και πόσο θα έπρεπε να πληρώνονται, ενώ στην ουσία μαθαίνουνε, και από την άλλη πλευρά υπάρχουν ομάδες φοιτητών που έχουν μία αντίληψη ενάντια στην πρακτική άσκηση με το σκεπτικό ότι παίρνουν θέσεις εργασίας, αν είναι δυνατόν, στον ενάμισι μήνα αυτόν από άλλους εργαζόμενους. Το πρώτο, λοιπόν, είναι ότι υπάρχει μια κακή νοοτροπία επάνω σε αυτό το θέμα και πρέπει να περάσει στους φοιτητές.

        Το δεύτερο είναι ότι θα πρέπει να υπάρχει μία σοβαρότερη αντιμετώπιση στην πρακτική άσκηση ως προς τον έλεγχο των  μηχανισμών τους. Δηλαδή στέλνουμε τον φοιτητή πιστεύοντας ότι αυτό είναι ένα επιστέγασμα στον πενταετή κύκλο σπουδών του, θα πρέπει όμως να είμαστε και σίγουροι ότι υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου αυτής της πρακτικής άσκησης. Διότι πάει ο φοιτητής, βλέπει, έρχεται. Δεν υπάρχει πλέον, λόγω και του μεγάλου αριθμού των φοιτητών, αυτό που υπήρχε στην αρχή, ο σύμβουλος που έβλεπε τι έκανε κλπ. Αυτό νομίζω είναι ένα σημείο που θα πρέπει να το προσέξουμε για να μην καταντήσει ένα τυπικό προσόν. Γιατί πραγματικά είναι ουσιαστικό. Και είναι ουσιαστικό διότι και επαφή αποκτούν τα παιδιά με τον επαγγελματικό χώρο και επίσης από ένα πρόχειρο γκάλοπ που έκανα όλα αυτά τα χρόνια που ήμουνα στις Επιτροπές Αδείας Άσκησης Επαγγέλματος φάνηκε ότι ένα 10% -δεν είναι ένα ευκαταφρόνητο ποσοστό- ένα 10% περίπου των παιδιών που βρίσκουνε δουλειά, είχανε κάποια επαφή με τις εταιρίες και τους οργανισμούς στους οποίους πήγαν να κάνουν την πρακτική τους άσκηση.

        Πιστεύω λοιπόν ότι ο θεσμός, εν κατακλείδι, θα πρέπει να υπάρχει, εφόσον είναι θεσμοθετημένος πλέον από τα ιδρύματα, αλλά θα πρέπει να δούμε αν υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου και να υπάρχει ενημέρωση στον φοιτητή. Αυτό είναι δικιά μας υπόθεση, νομίζω, του καθενός μας και όλων μαζί, ότι η πρακτική άσκηση δεν είναι ένας τρόπος για να βγάλουμε ένα φθινοπωρινό. Δηλαδή, περισσότερη τόνωση και περισσότερη ενημέρωση προς τη σωστή πλευρά.

        Ευχαριστώ πολύ.

ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ:

Η επόμενη παρουσίαση θα γίνει από την κυρία Ντούλια, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Μετσοβείου Πολυτεχνείου και Διευθύντρια Τομέα Σύνθεσης και Ανάπτυξης Βιομηχανικών διαδικασιών Σχολής Χημικών Μηχανικών του Ε.Μ.Π.

Κα ΝΤΟΥΛΙΑ (Αν. Καθ. ΕΜΠ – Δ/ντρια Τομέα Σύνθεσης &  Ανάπτυξης Βιομ. Διαδικασιών Σχολής Χημικών Μηχανικών ΕΜΠ):

Αγαπητοί συνάδελφοι, εγώ θα αναφερθώ στην ερευνητική προσπάθεια που γίνεται τα τελευταία χρόνια στη Σχολή μας και ιδίως την ερευνητική προσπάθεια του ερευνητικού τομέα της Σχολής. Θεωρώ ότι έχει ενταχθεί η ερευνητική προσπάθεια και είναι αρκετά σημαντική με χαρακτηριστικά τα οποία θα αναφέρω παρακάτω. Δηλαδή, νομίζω ότι έχουν παίξει θετικό ρόλο και δημιουργούν θετικές προοπτικές και για την απασχόληση των αποφοίτων χημικών μηχανικών.

        Η ερευνητική προσπάθεια, όπως αναφέρθηκε και από τους προηγούμενους ομιλητές, αφορά και σύνθεση νέων προϊόντων και υλικών και τις διεργασίες, μελέτη διεργασιών, βέβαια με άξονες την προστασία του περιβάλλοντος, την διασφάλιση της ποιότητας, την ασφάλεια και την υγιεινή, την εξοικονόμηση ενέργειας κλπ. Νομίζω οι προηγούμενοι ομιλητές αναφέρθηκαν αναλυτικά σε αυτά τα πεδία εφαρμογών.

        Θεωρώ πολύ σημαντικό ότι η έρευνα είναι κατ’ εξοχήν, στις περισσότερες περιπτώσεις είναι πειραματική. Δηλαδή γίνεται μέσα στα εργαστήρια. Πιστεύω ότι αυτό είναι πολύ βασικό και σε αυτό θα πρέπει να δοθεί ακόμη μεγαλύτερη προσοχή, γιατί έρχεται κανείς έτσι αντιμέτωπος, και με απλά θέματα να ασχοληθεί μέσα στο εργαστήριο, έρχεται σε άμεση ανάγκη να επιλύσει προβλήματα. Και νομίζω ότι εκεί πρέπει να πάρει και πρωτοβουλίες και να σκεφτεί ώστε να τα επιλύσει.

        Σε μεγάλο βαθμό η έρευνα σήμερα και η ερευνητική δραστηριότητα βασίζεται στις συνεργασίες. Δηλαδή, ο απομονωμένος ερευνητής είναι μάλλον παρελθόν και σήμερα έχουν αναπτυχθεί συνεργασίες είτε σε εθνικό επίπεδο είτε σε ευρωπαϊκό είτε σε διεθνές επίπεδο. Νομίζω ότι αυτό έχει δώσει νέα δυναμική και έχει φέρει τους συναδέλφους σε πλεονεκτικότερη θέση, διότι έτσι μπορούν και αντιμετωπίζουν προβλήματα μέσων και εξοπλισμού που δεν τα διαθέτουν. Έχει φέρει επίσης σε επαφή ανθρώπους και άλλους ερευνητές και επιστήμονες του χώρου, οι οποίοι προσεγγίζουν τα θέματα από άλλη άποψη κι επομένως μπορεί καλύτερα και παρακολουθεί τις εξελίξεις.

        Κλειδί βέβαια σε όλες αυτές τις ερευνητικές δραστηριότητες είναι η χρηματοδότηση. Θα πρέπει να πούμε ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχουν και λιγότερες πιστώσεις όσον αφορά την εκπαίδευση, θα μπορούσαμε να πούμε, αν λάβουμε υπόψη ότι ο αριθμός των σπουδαστών έχει αυξηθεί. Αλλά από την άλλη άποψη υπάρχουν και τα προγράμματα όσον αφορά τις ερευνητικές δραστηριότητες και πολλοί συνάδελφοι, όχι όλοι οι χώροι ισοδύναμα, έχουν κάνει χρήση τέτοιων χρηματοδοτήσεων συμμετέχοντας σε ευρωπαϊκά προγράμματα είτε με χρηματοδότηση από βιομηχανίες ή άλλους φορείς και μπορούν και φέρνουν σε πέρας την ερευνητική τους δραστηριότητα.

        Θα ήθελα εδώ να πω ότι πολύ σημαντικό ρόλο και πολλές δυσκολίες δημιουργεί στην έρευνα η απουσία ή η έλλειψη μέσων για την διεξαγωγή. Η Σχολή η δική μας έχει τέτοιες αδυναμίες.  Πιστεύω ότι έχουν γίνει προσπάθειες και νομίζω σα μια σημαντική προσπάθεια θα πρέπει να τονιστεί η δημιουργία του Οριζόντιου Εργαστηρίου της Σχολής, όπου θα συγκεντρωθούν τα όργανα υψηλής ποιότητας, τα αναλυτικά όργανα υψηλής τεχνολογίας είτε και συσκευές επίσης οι οποίες δεν είναι δυνατόν να τις αντέξει ο προϋπολογισμός ενός εργαστηρίου.

        Κάποια άλλα στοιχεία στα οποία ήθελα να αναφερθώ είναι ότι η δραστηριότητα αυτή έχει αποτυπωθεί σε πολλές δημοσιεύσεις οι οποίες έχουν γίνει και σε συμμετοχές των συναδέλφων, σε επιστημονικά περιοδικά και σε συνέδρια. Επακόλουθο όλων αυτών είναι ότι οι ερευνητικές αυτές δραστηριότητες έχουν άμεσο αντίκτυπο στο πρόγραμμα σπουδών. Δηλαδή, οι διδάσκοντες στη Σχολή διαμορφώνουν πολλές φορές συνεχώς την παράδοσή τους με βάση και τις εμπειρίες τις οποίες έχουν από την ερευνητική τους δραστηριότητα. Θεωρώ ότι αυτό εξαναγκάζει το πρόγραμμα σπουδών, ακόμη κι όταν τυπικά το πρόγραμμα παραμένει σταθερό, που παρέμεινε αρκετά χρόνια, όμως οι αλλαγές είναι προφανείς στο πρόγραμμα σπουδών.

        Τέλος, ήθελα να αναφέρω ότι είναι προφανές ότι η συνεχής ενημέρωση η συστηματική και μετά την αποφοίτηση από τη Σχολή, αλλά και κατά την διάρκεια με διάφορα σεμινάρια σε διάφορους τομείς αιχμής, νομίζω είναι απαραίτητη, ώστε να μπορεί κανείς να παρακολουθεί τις εξελίξεις στο χώρο αυτό της χημικής μηχανικής.

        Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ:

Συνεχίζουμε με την παρουσίαση από τον κύριο Μαγουλά, Αναπληρωτή Καθηγητή του Μετσοβείου Πολυτεχνείου και μέλος της Μόνιμης Επιτροπής Θεμάτων Παιδείας του ΤΕΕ.

Κος ΜΑΓΟΥΛΑΣ (Αν. Καθ. ΕΜΠ – Μέλος ΜΕ Θεμάτων Παιδείας ΤΕΕ):

Αγαπητοί συνάδελφοι.

        Η κρίση που διέρχεται τόσο η εκπαίδευση όσο και το επάγγελμα του μηχανικού τα τελευταία χρόνια είναι σοβαρή και δυστυχώς αναμένεται να εξελιχθεί προς το χειρότερο αν έγκαιρα δε ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα. Έτσι, συζητήσεις σαν τη σημερινή κρίνονται απολύτως απαραίτητες, ώστε εντοπίζοντας το πρόβλημα, προτείνοντας και συναποφασίζοντας τις βέλτιστες λύσεις, να μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι και να ελπίζουμε σε ένα καλύτερο μέλλον.

        Άκουσα με μεγάλη προσοχή και ενδιαφέρον τις εισηγήσεις των συναδέλφων που προηγήθηκαν. Συμφωνώ σχεδόν με όλες τις επισημάνσεις τους και μόνο σύντομα θα ήθελα να αναφερθώ σε κάποιους προβληματισμούς για τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένα πρόγραμμα σπουδών μηχανικού γενικού, άρα και χημικού μηχανικού, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες τάσεις της επιστήμης αλλά και της αγοράς εργασίας. Επιμένω στην ποιότητα σπουδών του μηχανικού, γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι η κατοχύρωση ενός επαγγέλματος γίνεται ουσιαστικά από τον ίδιο τον επαγγελματία και όχι νομικά ή παρεμβατικά και γίνεται μόνο μέσω της καταξίωσής του που επιτυγχάνεται με την βαθιά γνώση και την εμπειρία.

        Ας δούμε ποιες είναι οι κυρίαρχες τάσεις στην επιστήμη και στην αγορά εργασίας. Πρώτα απ’ όλα, είναι η διεπιστημονική προσέγγιση των θεμάτων και δεύτερον, η ανταγωνιστικότητα, το ευμετάβλητο της αγοράς εργασίας και η πιθανή αλλαγή αντικειμένου αρκετές φορές κατά την διάρκεια ζωής του εργαζόμενου. Έτσι λοιπόν, τα βασικά χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου προγράμματος σπουδών, κατά την γνώμη μου, είναι τα εξής τέσσερα: Πρώτα απ’ όλα, τα μαθήματα που περιλαμβάνει το πρόγραμμα σπουδών. Δεύτερον, η εκπαιδευτική λογική. Τρίτον, η έμφαση στην ένταση, έκταση ή εμβάθυνση. Και τέταρτον, η διάρκεια φοίτησης, η απασχόληση του φοιτητή και η πρώτη διδασκαλία.

        Ας έρθω γρήγορα σε καθένα από αυτά.

        Πρώτα απ’ όλα, τα μαθήματα του προγράμματος σπουδών, κατά την γνώμη μου, κατηγοριοποιούνται σε τρεις ενότητες. Πρώτον, είναι εκείνα που παρέχουν το σταθερό υπόβαθρο βασικών επιστημών, δηλαδή Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία, και των επιστημών του μηχανικού, στην δικιά μας ειδικότητα Θερμοδυναμική, Φαινόμενα Μεταφοράς, Τεχνικές Φυσικών & Χημικών Διεργασιών, Αυτόματη Ρύθμιση, Σχεδιασμός και Αριστοποίηση. Το υπόβαθρο αυτό διασφαλίζει την πλήρη και σε βάθος γνώση της επιστήμης και εγγυάται την δυνατότητα δημιουργίας ασφαλούς αναδομής προς ιδιαίτερη κατεύθυνση της ίδιας ή συγγενούς επιστήμης.

        Η δεύτερη κατηγορία είναι τα μαθήματα εξειδίκευσης ή κατεύθυνσης με έμφαση σε εκείνα που καλλιεργούν την διεπιστημονική προσέγγιση των αντικειμένων της έρευνας και της εφαρμογής. Τα μαθήματα αυτά θα εξασφαλίζουν την άριστη συνεργασία και προσέγγιση των επιστημόνων διαφορετικών ειδικοτήτων και θα επιτρέπουν στο μηχανικό εύκολα στο μέλλον να αλλάζει αντικείμενα εφαρμογής ή ακόμα να επιμορφώνεται σε άλλο συγγενές επιστημονικό πεδίο. Περιοχές όπως η βιοτεχνολογία, το περιβάλλον, η ποιότητα πρέπει να έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα σε ένα σύγχρονο πρόγραμμα σπουδών χημικού μηχανικού.

        Τέλος, είναι τα μαθήματα ανάπτυξης γνώσεων και δεξιοτήτων σε σύγχρονους τομείς που θεωρούνται απολύτως απαραίτητοι για την αγορά. Παραδείγματος χάρη, εργαλεία οικονομικής ανάλυσης, μάρκετινγκ, διοίκησης επιχειρήσεων και ανθρώπινων πόρων, πληροφορικής κλπ. Τα μαθήματα αυτά θα εξασφαλίζουν τις απαραίτητες σύγχρονες γνώσεις και δεξιότητες για απασχόληση των μηχανικών σε αγορές σαν την ελληνική ή την ευρωπαϊκή, όπου ο πρωτογενής και ο δευτερογενής τομέας συρρικνώνονται, ενώ αναπτύσσεται ιδιαίτερα ο τριτογενής τομέας των υπηρεσιών.

        Ας έρθουμε τώρα στην εκπαιδευτική λογική που πρέπει να διέπει όλη την εκπαιδευτική διαδικασία. Κατά την γνώμη μου, οφείλει να στηρίζεται στο δόγμα ότι στο πανεπιστήμιο ο φοιτητής πρέπει να μάθει πώς μπορεί να μαθαίνει. Είναι η μόνη ασφαλής γνώση, που σε συνδυασμό με το στέρεο υπόβαθρο των βασικών μαθημάτων της επιστήμης του μπορούν να εξασφαλίσουν στο μηχανικό την απαραίτητη ευελιξία και προσαρμοστικότητα στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς εργασίας, αλλά και την ικανότητα να ανταποκρίνεται στις διαρκώς αυξανόμενες γνώσεις.

        Ας δούμε τώρα πού πρέπει να δίνεται η έμφαση στο πρόγραμμα σπουδών. Ένα σύγχρονο πρόγραμμα σπουδών οφείλει να είναι εντατικό στις βασικές γνώσεις, να εμβαθύνει σε θεμελιώδη ή σύγχρονα αντικείμενα και να εκτείνεται σε τομείς που διασφαλίζουν την ανάπτυξη της διεπιστημονικότητας και την ευελιξία και προσαρμοστικότητα σε ενδεχόμενες αλλαγές. Η ισορροπία ανάμεσα σε αυτά τα χαρακτηριστικά αποτελεί τη χρυσή συνταγή για την επιτυχία ενός προγράμματος.

        Τέλος, ας δούμε τα θέματα που αφορούν την διάρκεια της φοίτησης, την απασχόληση του φοιτητή και τους τρόπους διδασκαλίας.

        Δεδομένου ότι για την εμπέδωση της ύλης για κάθε ώρα διδασκαλίας απαιτείται τουλάχιστον άλλη μία ώρα εργασίας του φοιτητή και συνήθως δύο, είναι αυτονόητο ότι ένα πρόγραμμα σπουδών δεν μπορεί να ξεπερνά τις 25 ώρες διδασκαλίας ανά εβδομάδα. Λαμβάνοντας δε υπόψη και την απαραίτητη έκταση που πρέπει να έχουν τα βασικά μαθήματα της επιστήμης μας, 5-6 ώρες την εβδομάδα, τα ανά εξάμηνο μαθήματα δεν μπορούν να ξεπερνούν τα πέντε. Αυτό οδηγεί, λοιπόν, σε ένα πρόγραμμα σπουδών που δεν θα περιέχει περισσότερα από 30 βασικά μαθήματα και 10-15 επιλογές των 2-4 ωρών την εβδομάδα. Το μικρότερο αυτό πλήθος και η έκταση των μαθημάτων θα επιτρέψει την καλύτερη εμπέδωση της ύλης, αλλά παράλληλα, λόγω μείωσης του αριθμού των εξεταζόμενων μαθημάτων, θα περιοριστεί και η διάρκεια των εξετάσεων υπέρ του χρόνου διδασκαλίας, ώστε να πάψουν τα ΑΕΙ να είναι εξεταστικά κέντρα.

        Για την καλύτερη εκπαίδευση των φοιτητών οφείλουν να εφαρμοστούν και σύγχρονες μέθοδοι διδασκαλίας, αλλά και συστηματικής παρακολούθησης της προόδου τους. Οι μέθοδοι αυτές δεν οδηγούν σε εντατικοποίηση. Τουναντίον, μειώνουν την εξάρτηση από μία τελική εξέταση, αυξάνουν τα ποσοστά επιτυχίας και μειώνουν το συνολικό χρόνο για τη λήψη του διπλώματος. Πολύ σημαντική για την εκπαίδευση του φοιτητή είναι και η ανάπτυξη ουσιαστικών εργαστηριακών μαθημάτων και η πρακτική άσκηση, που θα εξοικειώσουν τον φοιτητή με τον πραγματικό κόσμο της επιστήμης του.

(…)

…αποτελεσματική και αξιόπιστη, με προγράμματα σπουδών διάρκειας μικρότερης των πέντε ετών.

        Με τα χαρακτηριστικά αυτά ενός προγράμματος σπουδών εκτιμώ ότι οι φοιτητές που θα το παρακολουθούν θα προετοιμάζονται κατάλληλα, ώστε ως διπλωματούχοι μηχανικοί να είναι ικανοί να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας, αλλά και τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και να φανούν χρήσιμοι προσφέροντας τις αξιόπιστες γνώσεις τους για το δημόσιο όφελος.

Σας ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ:

Ευχαριστούμε τον κύριο Μαγουλά. Νομίζω ότι τώρα είναι ο κύριος Παγιατάκης, Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών, Διευθυντής Ινστιτούτου Υψηλών Θερμοκρασιών της Πάτρας.

Κος ΠΑΓΙΑΤΑΚΗΣ (Καθ. Πανεπιστ. Πατρών, Δ/ντής ΕΙΧΗΜΥΘ):

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους οργανωτές του  Συνεδρίου και προσωπικά την κυρία Μοροπούλου για την πρόσκληση αυτή.

Μέχρι εχθές το πρωί, Κυριακή, δεν ήξερα τι να πω. Ξαφνικά μου ήρθε η ιδέα να αντιμετωπίσω το θέμα της εκπαιδεύσεως των χημικών μηχανικών στην Ελλάδα με την καταξιωμένη μέθοδο του swat την οποία χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις. Πέστε λοιπόν ότι ενδιαφερόμαστε να αγοράσουμε τη χημική μηχανική, να δούμε αν είναι καλή επιχείρηση ή όχι. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κοιτάξει κανείς σε μια ανάλυση τύπου swat είναι τα πλεονεκτήματα.

Ποια είναι τα πλεονεκτήματα που έχει η χημική μηχανική στην  Ελλάδα. Το πρώτο είναι ότι έχουμε σημαντικούς θύλακες υψηλής ποιότητας καθηγητικού προσωπικού. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Παρά την ενδοτμηματική και διατμηματική ανομοιογένεια, οι συνολικές επιδόσεις των τριών τμημάτων χημικής μηχανικής στην Ελλάδα φέρνουν την Ελλάδα δεύτερη στην Ευρώπη, αμέσως μετά την Ολλανδία και με μεγάλη θετική διαφορά από κολοσσούς, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Αγγλία, η Ιταλία και το Βέλγιο. Αυτό δεν είναι αστείο πράγμα. Είναι μία τεράστια επιτυχία.

Επιπλέον, έχουμε μία εξαιρετική σε ποιότητα και ευρύτητα κοινότητα  Ελλήνων χημικών μηχανικών στην διασπορά, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε ευρωπαϊκές χώρες, και αυτό οφείλεται ιστορικά στο γεγονός ότι είχαμε δύο χρυσές δεκαετίες, το ’70 και το ’80, κατά τις οποίες το προϊόν των δύο τμημάτων της χημικής μηχανικής κατά κύριο λόγο στο ξεκίνημα, Ε.Μ.Π. και Θεσσαλονίκης και αργότερα, κατά το τέλος, της Πάτρας, έστελναν πολλούς και πάρα πολύ καλούς Έλληνες στο εξωτερικό, οι οποίοι πρόκοψαν κατά τρόπο εντυπωσιακό. Αυτό βέβαια δεν είναι ένας πλούτος ο οποίος είναι ανενεργός, γιατί μας επιτρέπει να δημιουργήσουμε διασυνδέσεις και συμμαχίες για έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη, καθώς επίσης και είναι μία θαυμάσια πηγή νέου καθηγητικού προσωπικού. Όχι η μόνη, αλλά οπωσδήποτε υψηλής ποιότητας.

Υπάρχει αξιόλογη υλικοτεχνική υποδομή στα τρία τμήματα χημικών μηχανικών, αν και θα μπορούσε βέβαια να βελτιωθεί, καθώς επίσης και δύο υψηλής ποιότητας ερευνητικά ινστιτούτα χημικής μηχανικής. Αυτό δεν είναι αστείο πάλι, γιατί άλλα επαγγέλματα μηχανικών, πολύ πιο παλιά και πολύ πιο μεγάλα σε μέλη από τους χημικούς μηχανικούς δεν έχουν αυτή την καλή τύχη. Ο βαρύς εξοπλισμός του ΕΙΧΗΜΥΘ αυτή τη στιγμή είναι της τάξεως των 8 εκατομμυρίων ΕΥΡΩ και φαντάζομαι ότι το ΕΙΧΗΜΥΘ στην Θεσσαλονίκη έχει κάτι το αντίστοιχο. Επιπλέον, έχουμε αξιόλογη έως και διεθνώς διακεκριμένη έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη στα τρία τμήματα των χημικών μηχανικών, καθώς και στα δύο ερευνητικά ινστιτούτα.

Όλα αυτά λοιπόν είναι από την πλευρά των πλεονεκτημάτων.

Μπαίνουμε τώρα στα μειονεκτήματα. Εδώ κόντεψε να μου τελειώσει το χαρτί.

Το πρώτο είναι ότι έχουμε ανεπαρκή χρηματοδότηση της πανεπιστημιακής παιδείας από την πολιτεία. Δεν θα πω άλλο. Το δεύτερο είναι ότι έχουμε μία ασθενή εντόπια χημική βιομηχανία, καθώς επίσης και ασθενείς συναφείς βιομηχανικούς κλάδους. Αυτό σημαίνει μικρή απορροφητικότητα των χημικών μηχανικών σε σχέση με τον ρυθμό παραγωγής τους -το ανέφερε και ο Χρηστάκης ο Παρασκευάς. Παράγουμε με πολύ μεγάλους ρυθμούς σε σχέση με όλους τους άλλους κι έχουμε λίγες σχετικά βιομηχανίες, οι οποίες είναι άμεσα σχετικές με τους χημικούς μηχανικούς. Αυτό οδηγεί σε ευρεία ετεροαπασχόληση.

Ένα άλλο πράγμα το οποίο το θεωρώ δηλητηριώδες είναι ότι έχουμε ένα μονοτονικώς φθίνον ενδιαφέρον για το επάγγελμα του χημικού μηχανικού εκ μέρους των υποψηφίων των ΑΕΙ, πράγμα το οποίο ξεκίνησε κάπου το 1985 και συνεχίζεται, όπως είπαμε, μονοτονικά. Ένας σημαντικός λόγος, πέραν της υψηλής ανεργίας των χημικών μηχανικών στην Ελλάδα που προανέφερα, είναι ότι οι νέοι φαίνεται ότι έχουν ταυτίσει στη συνείδησή τους τη χημική μηχανική με ρυπαίνουσες δραστηριότητες. Με άλλα λόγια, χημική, πετρελαϊκή και πετροχημική βιομηχανία. Αυτό στις μέρες μας δρα αποτρεπτικά και είναι λάθος δικό μας που έχουμε επιτρέψει κάτι τέτοιο να συμβεί.

Παρενθετικά θέλω να πω ότι όταν γύρισα στην Ελλάδα το ’81, το Τμήμα Χημικών Μηχανικών στην Πάτρα ήταν δεν ήταν δυο-τρία χρόνια στην ζωή και παρά ταύτα ήταν ανάμεσα στα πέντε πιο δύσκολα για να μπεις. Τα τρία τμήματα χημικών μηχανικών, Ε.Μ.Π., Θεσσαλονίκη και Πάτρα, ήταν ανάμεσα στις πέντε πιο δύσκολες σχολές για να μπεις το ’81. Τώρα κοιτάξτε πού βρισκόμαστε. Βυθιζόμαστε. Λοιπόν, πρέπει να κάνουμε κάτι γι αυτό.

Υπάρχει πολύ ανομοιογενής ποιότητα των φοιτητών και κατά μέσον όρο είναι χαμηλή πλέον. Η προπαρασκευή των εισαγόμενων φοιτητών είναι ανεπαρκής κι αυτό μιλάει άσχημα για τα γυμνάσια και τα λύκεια. Υπάρχει αδιαφορία για την ουσία εκ μέρους της πλειονότητας των φοιτητών. Μόνος στόχος είναι το χαρτί. Υπάρχουν λαμπρές αλλά σχετικά λίγες εξαιρέσεις.

Μπαίνουμε στα βαθιά νερά. Ο έλεγχος ποιότητας του πραγματικού αντικρίσματος των διπλωμάτων είναι ανεπαρκέστατος –μην κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας- και με τις κρατούσες συνθήκες προβληματικός. Υπάρχουν πάρα πολλοί επιβαρυντικοί παράγοντες, τους οποίους παρουσιάζω εδώ. Πρώτον, ελλιπής παρακολούθηση των μαθημάτων από τους φοιτητές. Παρακολούθηση από το 30% μιας τάξεως θεωρείται υψηλή. Πολλοί φοιτητές αποφοιτούν έχοντας στην πραγματικότητα σπουδάσει, κατά την άποψή μου, πέντε μήνες αντί για πέντε έτη. Όταν μιλάμε για πενταετείς σπουδές να ξέρουμε τι εννοούμε. Μιλάμε για το 5% της τάξης που σπούδασε για πέντε έτη ή μιλάμε για το 60% που σπούδασε πέντε εβδομάδες; Αυτό δε, το να έχεις σπουδάσει πέντε μήνες και να πάρεις δίπλωμα χημικού μηχανικού, δεν είναι μόνο εύκολα εφικτό, αλλά είναι και σύνηθες. Το πιο σύνηθες.

Έχουμε ανεπαρκή έως ανύπαρκτα προαπαιτούμενα μαθήματα. Στην Πάτρα δεν υπάρχουν καν προαπαιτούμενα μαθήματα και είχαμε ξεκινήσει έχοντας αρκετά.

Πλημμελής διεξαγωγή των εργαστηρίων και των φροντιστηρίων εξαιτίας πολλές φορές της ανεπαρκούς εργαστηριακής υποδομής και της ελλείψεως εξειδικευμένου προσωπικού ΕΤΕΠ. Στην Πάτρα φερ’ ειπείν, που έχουμε ένα πάρα πολύ καλό τμήμα θέλω να πιστεύω, δεν έχουμε σχεδόν καθόλου ΕΤΕΠ. Όλα τα φροντιστήρια και τα εργαστήρια γίνονται με τον πατριωτισμό των  Ελλήνων και τη συμμετοχή των μεταπτυχιακών φοιτητών.

Άλλη πληγή: Άπειρες ανά μάθημα εξετάσεις μέχρις ότου ‘κάτσει το πράγμα’. Και αργά ή γρήγορα, σας διαβεβαιώ, ότι το πράγμα κάθεται. Η αντιγραφή είναι κοινωνικώς αποδεκτή έως και καύχημα μεταξύ των φοιτητών. Αυτό είναι κοινωνική παθολογία. Αυτό, δηλαδή το πώς το κοιτάνε οι φοιτητές, σε συνδυασμό με την αδυναμία επαρκούς επιτηρήσεως των εργαστηρίων και των εξετάσεων, υπονομεύει και απαξιώνει το διδακτικό έργο. Το κάνει σε πολλές περιπτώσεις ανέκδοτο. Έχω δει, όχι στο τμήμα μας, σε άλλο τμήμα στην Πάτρα, το αμφιθέατρο με τους φοιτητές να στριμώχνονται ώμο προς ώμο, 500 φοιτητές να γράφουν μαζί και η αντιγραφή που γινόταν εκεί μέσα ήταν το κάτι άλλο. Υπήρχε ένας μεταπτυχιακός φοιτητής, ούτε καν ο καθηγητής παρών, να επιβλέπει ή να επιτηρεί τον διαγωνισμό. Πέστε μου, λοιπόν, ποιος είναι ο έλεγχος ποιότητας με αυτές τις διαδικασίες. Τουλάχιστον στους χημικούς μηχανικούς κάνουμε μια προσπάθεια, αν και είμαι βέβαιος ότι πολλά μας διαφεύγουν.

Υπάρχει ανεπαρκής εξοικείωση των φοιτητών με την βιομηχανία, λόγω περιορισμένης πρακτικής ασκήσεως. Ο Χρηστάκης ο Παρασκευάς παρουσίασε την θετική πλευρά του πράγματος. Έχουμε μερικούς που κάνουμε πρακτική άσκηση, αλλά οι περισσότεροι, δυστυχώς, δεν κάνουν κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι και οι ελληνικές βιομηχανίες δεν πολυπροσφέρονται. Το Ε.Μ.Π. είναι σε λίγο καλύτερη θέση από εμάς, ίσως σε πολύ καλύτερη θέση. Πρέπει να γίνει κάτι και γι αυτό.

Υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια στην ποιότητα και το επίπεδο των διπλωματικών εργασιών. Το τονίζω αυτό γιατί, κατά την γνώμη μου, μια καλή διπλωματική εργασία διδάσκει ό,τι διδάσκει όλο το υπόλοιπο πρόγραμμα μαζί. Πλην όμως, σε κάθε Τμήμα Χημικών Μηχανικών υπάρχουν μερικοί φυσικοί δίαυλοι ελάχιστης προσπάθειας. Και αυτοί οι ελάχιστοι δίαυλοι συγκεντρώνουν και τη μεγαλύτερη προτίμηση φοιτητών, δυστυχώς. Παρά ταύτα, όλοι οι φοιτητές παίρνουν 10, άντε 9. Το 9 θεωρείται προσβλητικό.

Καταλήψεις των τμημάτων. Οι καταλήψεις των τμημάτων από τους φοιτητές, πέραν πάσης άλλης αρνητικής συνέπειας και για το ακαδημαϊκό ήθος και για το πανεπιστημιακό γίγνεσθαι, είναι δηλητήριο. Η απειλή καταλήψεως χρησιμοποιείται συχνότατα ως όπλο για την επιβολή νέων ακαδημαϊκών εκπτώσεων. Στο τμήμα μας γίνεται συχνότατα και συστηματικά. Αυτές οι εκπτώσεις συμβάλλουν στην περαιτέρω υποβάθμιση των σπουδών. Χαιρετίζονται δε σα νέα επιτεύγματα του φοιτητικού κινήματος. Βγάζουμε τα μάτια μας με τα ίδια μας τα χέρια.

Πλημμελής διδασκαλία εκ μέρους μερικών, δυστυχώς όχι λίγων, μελών ΔΕ. Ούτε και εδώ να κοροϊδευόμαστε. Η διδασκαλία γίνεται συχνά από βοηθούς. Πολλά χαμένα μαθήματα, εν γένει αδιαφορία. Και γιατί αυτά είναι δυνατά; Γιατί υπάρχει έλλειψη σοβαρών κινήτρων για τους φιλότιμους καθηγητές, καθώς και αντικινήτρων για τους αδιάφορους. Αυτό το κακό είναι γενικό στην Ελλάδα, αλλά το έχουμε και στα πανεπιστήμια.

Κόλλημα στην ιδέα του ενός συγγράμματος. Αυτό κι αν είναι σκοταδισμός. Αποφυγή ή ελαχιστοποίηση των ασκήσεων για κατ’ οίκον εργασία. Αυτό σε συνδυασμό με τη μεγάλη έλλειψη μελών ΕΤΕΠ σε ορισμένα τμήματα χημικών μηχανικών, όπως στην περίπτωσή μας.

Τώρα, μπαίνουμε ίσως στο καρκινικό κύτταρο. Το κρατούν σύστημα εκλογής στα αξιώματα του πανεπιστημίου σε συνδυασμό με το συνήθη τρόπο δράσεως των φοιτητικών συλλόγων κάνει κάθε απόπειρα αναβαθμίσεως των σπουδών εκ μέρους των ανεξαρτήτων μελών ΔΕ εξαιρετικά δύσκολη έως δονκιχωτική. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι κάποιος που ευελπιστεί να εκλεγεί πρόεδρος τμήματος δεν πρέπει να είναι σκληρός σε μία φάση καταλήψεως φοιτητών για να καταργηθεί το τάδε μάθημα ή να δοθούν έξτρα διαγωνισμοί με συνθήκες αντιγραφής. Τέλος πάντων.

Υπάρχει πολύ μικρή σχέση ανάμεσα στην ποιότητα ενός διπλώματος χημικού μηχανικού και την εξασφάλιση ποιοτικής εργασίας από τον κάτοχο αυτού. Αυτό είναι τεράστιο σφάλμα της εντόπιας αγοράς εργασίας.

Κάπου εδώ είπα να σταματήσω με τα μειονεκτήματα. Να μιλήσουμε για ευκαιρίες. Το Ο του swat.

Η χημική μηχανική στέκεται στο σταυροδρόμι των περισσότερων και σημαντικότερων επιστημονικών και τεχνολογικών εξελίξεων σε παγκόσμια κλίμακα. Όλοι οι συνάδελφοι έχουν προαναφέρει λίγο-πολύ όλα αυτά που λέω εδώ: Βιολογική μηχανική συμπεριλαμβανομένης της μεταβολικής μηχανικής, της βιομοριακής μηχανικής, βιοτεχνολογίας κλπ., μοριακή μηχανική και νομοτεχνολογία, προηγμένα υλικά, προστασία του περιβάλλοντος (ατμόσφαιρα, έδαφος, ύδατα). Καθαρές τεχνολογίες παραγωγής, που είναι το κύμα του μέλλοντος. Όχι τεχνολογίες καθαρισμού, αλλά καθαρές τεχνολογίες. Ο χημικός μηχανικός είναι ο άνθρωπος κλειδί. Προηγμένες μέθοδοι διαχωρισμού, ήπιες μορφές ενέργειας, παραγωγή υδρογόνου και αξιοποίηση αυτού ως του ιδανικού οικολογικού καυσίμου κλπ.

Εάν οι χημικοί μηχανικοί της Ελλάδας δεν μπορούν να σκεφτούν τρόπους να αξιοποιήσουν αυτές τις ευκαιρίες, να επωφεληθούν από αυτές, λέω να ξαπλώσουμε κάτω και να πεθάνουμε, γιατί μας αξίζει.

Απειλές.

Η ενδεχόμενη παγίωση των προαναφερθέντων μειονεκτημάτων στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση των χημικών μηχανικών στην Ελλάδα απειλεί να οδηγήσει νομοτελειακά σε πολλά δεινά.

1) Φθορά του ακόμη υφιστάμενου σημαντικού κύρους των διπλωμάτων του χημικού μηχανικού των ελληνικών ΑΕΙ. Έχουν ακόμα κύρος τα διπλώματά μας, αλλά εάν συνεχίσουμε όπως πάμε, θα πάψουν να το έχουν.

2) Απώλεια θέσεων εργασίας στον εξωτερικό και εσωτερικό ανταγωνισμό. Θα αρχίσουν να έρχονται ξένοι εδώ πέρα να μας παίρνουν τις δουλειές και με το δίκιο τους και καλά θα κάνουνε.

3) Περαιτέρω απώλεια ενδιαφέροντος εκ μέρους των νέων για το επάγγελμα του χημικού μηχανικού. Αυτοί είναι μηχανισμοί αυτοτροφοδοτούμενοι.

4) Σταδιακή υποβάθμιση της διδασκαλίας και έρευνας στα ελληνικά τμήματα χημικών μηχανικών λόγω των ανωτέρω παραγόντων και σε συνδυασμό με α) την βιολογική κάμψη και ψυχική εξάντληση του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού και β) την απώλεια του έμπρακτου ενδιαφέροντος για επαναπατρισμό εκ μέρους των Ελλήνων χημικών μηχανικών της διασποράς.

5) Τέλος, μία ενδεχόμενη αποτυχία στην αξιοποίηση των ευκαιριών οι οποίες προαναφέρθηκαν από έλλειψη πρωτοβουλίας, ενεργούς συμμετοχής και συντονισμού.

Προτάσεις για βελτίωση. Όχι ότι έχω τη λύση, αλλά αυτά μπορούσα να σκεφτώ. Ποιοι είναι οι στόχοι.

1)  Κατ’ αρχήν, αναχαίτιση της προϊούσας υποβαθμίσεως του επιπέδου σπουδών των χημικών μηχανικών στα ελληνικά ΑΕΙ.

2)  Ανανέωση και εκσυγχρονισμός των σπουδών του χημικού μηχανικού, αλλά αυτό το έθιξαν πάρα πολύ ήδη.

3)  Βελτίωση της ελκυστικότητας του επαγγέλματος του χημικού μηχανικού ανάμεσα στους υποψηφίους των ΑΕΙ μέσω της συστηματικής ενημερώσεως.

4)  Πιο μακροπρόθεσμος στόχος, σοβαρή αναβάθμιση του επιπέδου σπουδών -όχι να κόψουμε την κατηφόρα, αλλά να πάρουμε την ανηφόρα- και του ελέγχου ποιότητας των διπλωμάτων χημικού μηχανικού και όχι μόνο, μέσω θεσμικών και άλλων ουσιαστικών αλλαγών.

5)  Βέβαια, μία προσπάθεια για ενίσχυση και διεύρυνση της αγοράς εργασίας των χημικών μηχανικών, που χρειάζεται πάρα πολλά και δύσκολα.

Μέτρα.

1) Κατ’ αρχήν, ανανέωση του περιεχομένου σπουδών των χημικών μηχανικών για την καλύτερη προσαρμογή στις απαιτήσεις των νέων κλάδων και τεχνολογιών με αναφορά στις ευκαιρίες που προανέφερα. Αυτό το έθιξαν πολλοί συνάδελφοι, οπότε εκεί συμφωνούμε όλοι.

2) Σταδιακή προσέλκυση διακεκριμένων ώριμων καθώς και νέων αναδυόμενων επιστημόνων για τη στελέχωση των τμημάτων χημικής μηχανικής στους νέους επιστημονικούς κλάδους. Δεν είπα να απολυθούν οι υπάρχοντες, αλλά οι νέοι επιστημονικοί κλάδοι θα υποστηριχθούν μόνο εάν φέρουμε νέο αίμα, το οποίο είναι ήδη δυνατό σε αυτούς τους νέους κλάδους. Κλειδί εδώ είναι η αξιοκρατία διεθνούς επιπέδου και βεληνεκούς. Δε λέω με αυτό ότι ο νεοδιοριζόμενος πρέπει να είναι από το εξωτερικό. Αν είναι από το εσωτερικό όμως θα πρέπει να είναι διεθνούς επιπέδου.

3) Μακρόπνοη εκστρατεία ενημερώσεως των νέων στα γυμνάσια και λύκεια για το αληθινό περιεχόμενο της χημικής μηχανικής και των μεγάλων πολλαπλών ευκαιριών για σταδιοδρομία που αυτή προσφέρει. Απαιτείται συντονισμένη προσπάθεια από όλα τα τμήματα χημικών μηχανικών με την ενεργό σύμπραξη και των  Ερευνητικών Ινστιτούτων Χημικής Μηχανικής. Ανοίγω εδώ μια παρένθεση και λέω το εξής: Στην Αμερική όλα τα τμήματα χημικής μηχανικής που σέβονται τον εαυτό τους έχουν ένα-δύο καθηγητές οι οποίοι μεταξύ άλλων πάνε στα γυμνάσια και προσπαθούν να εξηγήσουν το επάγγελμα του χημικού μηχανικού, γιατί ο ανταγωνισμός είναι δεδομένος και η ζωή δύσκολη. Κανένας δεν κερδίζει το ψωμί του χωρίς να κουνιέται. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε κι εμείς κάτι. Χρειάζεται μάρκετινγκ.

4) Συστηματική καλλιέργεια προς πάσα κατεύθυνση –εδώ ήθελα να είμαι λίγο διπλωματικός κυρίως προς τις βιομηχανίες εννοώ και τις επιχειρήσεις- της ιδέας ότι η προσφορά εργασίας πρέπει να εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τα αληθινά επιτεύγματα και τις αποκτηθείσες δεξιότητες των υποψηφίων για το κοινό καλό. Μόνο όταν εμπεδωθεί αυτό, μόνο όταν ξέρει δηλαδή ο φοιτητής ότι η αξία του διπλώματός του, το αληθινό αντίκρισμα του διπλώματος θα μετρήσει όταν θα προσπαθεί να βρει σοβαρή δουλειά, τότε μόνο θα αποκτήσει το δίπλωμα αυτό αξία στη συνείδηση όλων, ιδιαίτερα των φοιτητών.

5) Πρέπει να καλλιεργήσουμε τις εθνικές καθώς και τις διεθνείς συνεργασίες σε διδασκαλία και έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη, γιατί υπάρχει μία τάση να κλεινόμαστε στο κέλυφός μας.

6) Συμμετοχή σε ευρωπαϊκά δίκτυα αριστείας, πράγμα το οποίο θα φέρει χίλια δυο καλά.

7) Μακροπρόθεσμα σύμπραξη με την υπόλοιπη πανεπιστημιακή κοινότητα για την θεσμική και ουσιαστική αναβάθμιση των σπουδών. Αυτό ακούγεται λίγο ρομαντικό. Εκείνο το οποίο λέω εγώ είναι ότι αυτό θα καταστεί δυνατό μόνον όταν μία πλειονότητα της κοινωνίας μας συνειδητοποιήσει την ανάγκη για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Ίσως χρειαστεί μία δεκαετία ακόμα.

        Ευχαριστώ πολύ.

ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ:

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πω ότι η κυρία Λιακοπούλου, η οποία είναι Πρόεδρος του Τμήματος Χημικών Μηχανικών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης είναι εδώ και θα την παρακαλέσω να έρθει να μιλήσει.

Κα ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ (Καθ. ΑΠΘ, Πρόεδρος Σχολής ΧΜ ΑΠΘ):

Καλημέρα σε όλους σας.

        Ήρθα καθυστερημένη και σχετικά απρογραμμάτιστη. Ωστόσο, θα αναφερθώ σε κάποια σημεία που μας απασχόλησαν. Επειδή έκλεισε το Α.Π.Θ. είχαμε κάνει και μία επιτροπή να έρθουμε με κάποιες συγκεκριμένες θέσεις. Θα σας πω ωστόσο ποια είναι η κατάσταση. Άκουσα μόνο τον κύριο Παγιατάκη με πολύ ενδιαφέρον, ο οποίος αναφέρθηκε στα προβλήματα, ωστόσο και στις προοπτικές.

        Εκείνο που θέλω να πιστεύω και πιστεύουμε επάνω σαν τμήμα είναι ότι η χημική μηχανική σαν επιστήμη με τις πολυποίκιλες διεξόδους που έχει, έχει μέλλον. Έχει σίγουρα μέλλον. Έχει προοπτικές. Αυτό όμως για να το εδραιώσουμε, σημαίνει ότι πρέπει κι εμείς σαν τμήματα χημικών μηχανικών να κάνουμε και τις απαραίτητες ενέργειες, να κινηθούμε προς τη σωστή κατεύθυνση και αυτό περιλαμβάνει πάρα πολλά από αυτά που έθιξε ο κύριος Παγιατάκης.

Νομίζω το πρόγραμμα σπουδών το είχαμε περάσει πριν τρία χρόνια και νομίζω ήταν μέσα από το ΕΠΕΕΞ σε συνεργασία με το Μετσόβειο. Είμαστε φέτος στο στάδιο να κάνουμε κάποιες αλλαγές και τροποποιήσεις σε αυτό το πρόγραμμα και θα σας πω τι έχουμε εντοπίσει. Άρα λοιπόν, συνεχής ανανέωση του προγράμματος σπουδών με βάση τα διεθνή τεκταινόμενα. Είναι απαραίτητο.

Ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα που θα θέλαμε και εδώ είναι ένα αδύνατο σημείο που τα τρία τμήματα δεν έχουν κοινό μεταπτυχιακό πρόγραμμα. Νομίζω ότι θα πρέπει να δούμε κι ένα τέτοιο πρόγραμμα σε αυτή την κατεύθυνση.

Επίσης, πέρα από τα προγράμματα, προπτυχιακά και μεταπτυχιακά, για τα οποία επίσης εδώ θέλουμε τη συνεργασία και των τριών τμημάτων.

Επιβάλλεται η αναβάθμιση των σπουδών να γίνει και μέσω πρόσληψης νέων μελών ΔΕ. Όπως είπε και ο κύριος Παγιατάκης, πολλά μέλη ΔΕ έχουν γεράσει. Δεν έχουν να προσφέρουν. Στο Τμήμα Χημικών Μηχανικών μετά από πολύ καιρό καταφέραμε στην Θεσσαλονίκη να έχουμε εκλέξει κάποια καινούργια μέλη και ευελπιστούμε να κλείσουμε αυτή την ακαδημαϊκή χρονιά με πέντε μέλη ΔΕ, που είναι ένας καλός αριθμός. Για 20 σχεδόν χρόνια είχαμε πάρει μόνο ένα μέλος ΔΕ, που σημαίνει ότι το τμήμα, έστω και αργά, κατάλαβε ότι πρέπει να ανανεώσει το υπάρχον δυναμικό.

Εμείς δεν έχουμε ουσιαστικό πρόβλημα με μέλη ΕΤΕΠ. Δυστυχώς, έχουμε περισσότερα μέλη ΕΤΕΠ. Βέβαια, εκεί υπάρχει ένα άλλο πρόβλημα. Κατά πόσον είναι αποτελεσματικά τα μέλη ΕΤΕΠ που υπάρχουν ή κατά πόσον είναι εξειδικευμένα για τις θέσεις τις οποίες υπηρετούν.

Κάποιο άλλο θέμα που έθιξε ο κύριος Παγιατάκης και πιάστηκα από αυτά που είπε. Όταν φτιάξεις ένα πρόγραμμα σπουδών για να αναβαθμίσεις τις σπουδές του φοιτητή, πρέπει να έχεις και μια αμφίδρομη αντίδραση. Όταν βάζεις κάποια μαθήματα, όταν έχεις κάποιες κατευθύνσεις, πρέπει να έχεις ανάλογη ανταπόκριση και από τους φοιτητές. Έχουμε κι εμείς, δυστυχώς, τα ίδια προβλήματα που έχουν όλα τα τμήματα σε όλα τα πανεπιστήμια τόσο με τις διπλωματικές εργασίες, που όπως είπατε στο 9 έχουμε τύψεις, είναι αναγκαστικό. Εκεί, δυστυχώς, δεν ξέρω ποια θα είναι η λύση. Μας προβληματίζει. Δεν υπάρχουν προφανώς διπλωματικές με 10 που να έχουν την ίδια αξία. Και είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα.

Ήθελα λίγο να έχω την άποψη του τμήματος στην αλλαγή που θα βάλουμε, που σκοπεύουμε καλώς εχόντων να έχουμε στο πρόγραμμα το προπτυχιακό. Εμείς δεν έχουμε και μεταπτυχιακό πρόγραμμα και ήταν μέσα στους σκοπούς μου φέτος να κλείσουμε με το μεταπτυχιακό, γιατί είναι μια άλλη ιστορία. Είμαστε από το ’96 χωρίς να έχουμε μεταπτυχιακό πρόγραμμα οργανωμένο.

Για το προπτυχιακό έχουμε το πρόβλημα των μαθημάτων των προαπαιτουμένων, που εκεί έχουμε –ενώ είναι απαραίτητο- δυστυχώς έναν πολύ μεγάλο πόλεμο εκ μέρους των φοιτητών, οι οποίοι δεν θέλουν προαπαιτούμενα. Μάλλον κι εμείς θα οδηγηθούμε να τα καταργήσουμε, αλλά στην ουσία πλασματικά θα τα καταργήσουμε. Με ποια έννοια; Θα γνωρίζει ο φοιτητής –ήταν η τελευταία συζήτηση που είχαμε με τον φοιτητικό σύλλογο- ότι θα γίνει προσπάθεια να τα καταργήσουμε, αλλά με ποιο σκεπτικό; Στον Οδηγό Σπουδών που θα παίρνει ο φοιτητής θα ξέρει ότι για να πάρει το μάθημα της Χημικής Μηχανικής ή Σχεδιασμό Αντιδραστήρων, πρέπει να έχει γνώσεις και από κει και πέρα επαφίεται στην καλή θέληση του φοιτητή.

Από πλευράς πρακτικής άσκησης, εμείς έχουμε κάνει κάποια προσπάθεια. Δουλεύει τα τελευταία χρόνια περισσότερο. Όχι κι εδώ οργανωμένα. Έχουμε κάνει ήδη ένα μεγάλο σφάλμα, με την έννοια ότι έχουμε μοριοδοτήσει. Διότι η αρχική σκέψη ήταν ότι πράγματι ο χημικός μηχανικός πρέπει να δουλέψει με την βιομηχανία, πρέπει να συνεργαστεί, άρα πρέπει να του δώσουμε και τον τρόπο να έρθει σε επαφή με την βιομηχανία μέσω της πρακτικής άσκησης. Τότε η μοριοδότηση που δόθηκε στην πρακτική άσκηση ήταν 6 μόρια. Ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Στην πράξη εκείνο που διαπιστώνουμε είναι ότι πηγαίνοντας στην βιομηχανία η πλειοψηφία, τουλάχιστον των φοιτητών, κάνουν κάτι πολύ λιγότερο από ένα review άρθρο, που σίγουρα δεν αντιστοιχεί με ένα ωριαίο μάθημα εξαμηνιαίο. Δηλαδή, η ανταπόκριση κι εδώ είναι αντίστοιχη με τις διπλωματικές. Άρα, κι εκεί είναι το πρόβλημα. Ναι μεν με την βιομηχανία, αλλά ποιος θα επιβλέψει, τι θα κάνει ο φοιτητής. Κι εκεί είναι ένα πρόβλημα και λέμε στο καινούργιο πρόγραμμα σπουδών να δούμε πώς θα το αντιμετωπίσουμε. Ναι μεν έχουμε ξεκινήσει και πηγαίνουμε καλά με τις βιομηχανίες, αλλά αυτό που παίρνουμε ως πρακτική άσκηση ως εργασία του φοιτητή δεν ανταποκρίνεται σε αυτά που ελπίζαμε και με βάση αυτό που είχαμε κάνει.

Ένα άλλο επίσης πρόβλημα που έχουμε αντιμετωπίσει είναι ότι έχουμε βάλει πολλές κατευθύνσεις και πολλά μαθήματα επιλογής. Στην πράξη μάλλον έγινε –και θα πω κι εγώ την κακία μου- με σκοπό να εξυπηρετήσει συναδέλφους μέλη ΔΕ με βάση το νόμο να έχουν κάποιες ώρες παρά να εξυπηρετήσει αυτό καθεαυτό το πρόγραμμα.

Σίγουρα υπάρχουν προβλήματα, αλλά νομίζω ότι η οποιαδήποτε αλλαγή γίνει είτε σε πρόγραμμα σπουδών που εμείς σκοπεύουμε και ο λόγος που ήρθα ήταν –παρότι βιαστικά- ότι ήθελα οπωσδήποτε τουλάχιστον να ακούσω τις απόψεις και των δύο άλλων τμημάτων, να δω προς τα πού κινούνται τα προγράμματά τους, αν είναι ευχαριστημένοι κλπ. Είναι να έχουμε και τη συνεργασία των φοιτητών και την αντίστοιχη ανταπόκριση από τους φοιτητές. Δεν ξέρω κατά πόσον θα το πετύχουμε. Ωστόσο, ευελπιστούμε.

Εκείνο που επίσης –αυτό θέλω να το μεταφέρω εκ μέρους του τμήματος- είναι ότι θέλουμε συνεργασία και σε προπτυχιακό επίπεδο και σε μεταπτυχιακό. Έναν άλλο θεσμό που προέκυψε μέσα από τις πρυτανικές και γενικά από τις άλλες εκλογές που είχαμε εμείς τουλάχιστον, είναι ότι χρόνια τώρα θέλουμε να θεσπίσουμε τον θεσμό του visiting professor. Δηλαδή, να φέρνουμε κόσμο, αν όχι σε μόνιμες θέσεις. Αλλά αυτό είναι μία διαδικασία που κάνουμε κάποιες επαφές με το υπουργείο. Όπως γίνεται σε ξένα πανεπιστήμια ή στην Αμερική κάποιος καθηγητής για ένα εξάμηνο να διδάξει σε κάποιο άλλο πανεπιστήμιο, να μπορεί να γίνει αυτό και στην  Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορεί να ανανεωθεί ένα μάθημα, να βελτιωθεί, κάποια κατεύθυνση που έχει αδυναμίες να αποκτήσει τις ίσες ευκαιρίες και να μπορέσει να κινηθεί καλύτερα. Αλλά, όπως καταλαβαίνετε, κι αυτό είναι μια σκέψη. Σίγουρα πρέπει να τον έχουμε αυτόν τον θεσμό, γιατί οι νέες θέσεις μελών ΔΕ είναι λίγες. Κάθε χρόνο παίρνουμε μία ή καμία. Από αυτές πληρώνονται ένα 50%. Και σας είπα στην αρχή της σύντομης παρένθεσης στην ημερίδα σας ότι μετά από 20 χρόνια καταφέραμε να έχουμε και σε υψηλές βαθμίδες, θέλω να πιστεύω, γύρω στα πέντε μέλη ΔΕ. Αυτό είναι επανάσταση, αλλά δεν ξέρω εάν στα τμήματά σας ήρθαν από τον ετήσιο προγραμματισμό. Δεν έχει έρθει τίποτα για φέτος. Έχει έρθει; Έχετε δύο. Εμείς για φέτος δεν ξέρω αν μπορούμε να πάρουμε.

(…)

… πάρα πολύ σύντομη γιατί δεν είχα ετοιμάσει την ομιλία μου. Πιο πολύ ήθελα να ακούσω τις δικές σας. Το τμήμα είναι ανοιχτό στις συνεργασίες και μεταπτυχιακών προγραμμάτων με κάποιες κατευθύνσεις. Εμείς έχουμε εστιάσει στο μεταπτυχιακό κατευθύνσεις: Ενέργεια, Τρόφιμα και Βιοτεχνολογία -εσείς το λέτε Βιοχημική Μηχανική. Έχουμε περάσει κι εμείς μια θέση, αλλά δυστυχώς δεν έχει ακόμα πληρωθεί. Θέλω να πιστεύω ότι θα πληρωθεί κι αυτή. Προηγμένα Υλικά –εσείς το έχετε Τεχνολογία Υλικών. Νομίζω ότι έχουμε τις κατευθύνσεις αιχμής, τις οποίες θέλουμε να ενισχύσουμε ουσιαστικά.

Επίσης, ένα άλλο που έχουμε εισαγάγει εμείς σαν τμήμα είναι ότι όταν αποχωρούν συνάδελφοι υψηλών βαθμίδων να μην αντικαθίστανται και πληρώνονται στη συνέχεια με μέλη ΔΕ χαμηλών βαθμίδων, αλλά αντίστοιχες Β ή Α τουλάχιστον, για να μπορέσει να σταθεί. Σε κάποιο βαθμό το έχουμε επιτύχει, οπότε δεν μένει κάποιο αντικείμενο με βαθμίδες χαμηλές.

Ευχαριστώ πάρα πολύ.

Κος ΜΠΑΤΗΣ (Αν. Καθ. ΕΜΠ, Αν. Πρόεδρος Σχολής ΧΜ ΕΜΠ):

Η ώρα έχει περάσει. Η δεξίωση μας περιμένει. Θα καλέσω τον κύριο Κουτεντάκη να κάνει το κλείσιμο της σημερινής συνεδρίασης.

Δεν ξέρω εάν υπάρχει καμιά ερώτηση, γιατί το να υπάρχουν μονόλογοι δεν είναι βέβαια το καλύτερο. Από την άλλη μεριά έχει περάσει η ώρα. Αλλά εάν υπάρχουν τίποτα ερωτήσεις που πρέπει να απαντηθούν, ας δώσουμε την ευκαιρία να υπάρξουν. Αν δεν υπάρχουν, αναγκαστικά θα τελειώσουμε.

Κος ΒΟΥΤΕΤΑΚΗΣ (Μέλος ΕΕΕ ΧΜ / ΤΕΕ):

Εγώ πάντως θέλω να συμπληρώσω ένα σχόλιο σε αυτό, γιατί είχα τύχει σε μία αντίστοιχη ημερίδα στην Αμερική, που οι Γιαπωνέζοι παρουσιάζανε το αντίστοιχο πρόβλημα. Ξέρετε, έχουν εκεί ένα μεγάλο πρόβλημα, ότι υπάρχει μία στροφή των νέων μακριά από τα τεχνολογικά αντικείμενα. Έχουν ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα να προσελκύσουν νέους προς τη χημική μηχανική και οι περισσότεροι έχουν γυρίσει προς τις κοινωνικές επιστήμες και δυσκολεύονται πάρα πολύ να στελεχώσουν την βιομηχανία τους. Το βλέπανε μάλιστα τόσο δραματικό το πρόβλημα, ότι σε λίγα χρόνια δεν θα είχαν πια στελέχη καν για να λειτουργήσουν τα εργοστάσιά τους.

Άρα, αυτό το πρόβλημα δεν είναι μόνο δικό μας και τοπικό. Είναι κάποια γενικότερη στροφή του κόσμου ίσως, αν μπορούμε να το δούμε και στο παγκόσμιο επίπεδο, ότι αυτές οι τεχνολογίες παραγωγής δεν είναι πια ελκυστικές στον κόσμο που σπουδάζει. Βέβαια, δεν μπορούμε να το γενικεύσουμε, γιατί είναι τάσεις που αλλάζουν, αλλά δεν είναι μόνο δικό μας. Αυτό ήθελα να πω.

Τώρα, από δω και πέρα, κλείνοντας αυτή την ημέρα, γίνανε πάρα πολλές εισηγήσεις. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να συνθέσει κανείς όλες αυτές τις απόψεις. Απλώς επιγραμματικά θα αναφέρω ότι ακούστηκαν τα θέματα της εκπαίδευσης από τον κύριο Ανδρεόπουλο για τον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο της εκπαίδευσης και τι αυτός φέρνει. Στη συνέχεια, στον τομέα της εκπαίδευσης σημαντικά ήταν τα θέματα που ακούστηκαν και από την κυρία Μοροπούλου για το Τμήμα Χημικών Μηχανικών της Πάτρας, αλλά και η εισήγηση του κυρίου Παγιατάκη. Λίγο απαισιόδοξη μου φάνηκε, αλλά δεν θέλω να μείνουμε εκεί πέρα. Κατά τα άλλα, βλέπω ότι τα τμήματα έχουν ένα πρόγραμμα το οποίο στοχεύει στο μέλλον με τη συνεχή αναδιάρθρωση –αυτό τονίστηκε από όλους- των σπουδών, ότι είναι αναγκαιότητα τουλάχιστον το αντικείμενο να εμπλουτίζεται και να ενισχύεται και να προοδεύει. Αυτό βέβαια είναι από την πλευρά την δικιά μας, την τεχνοκρατική, το τι ζητάει η αγορά, το τι ζητάνε οι τεχνολογίες.

Την πλευρά των ενδιαφερομένων, των πελατών, αυτών των παιδιών που έρχονται να σπουδάσουν δεν ξέρω τι μπορεί να τα ελκύσει. Η προσέγγιση και εκπαίδευση στο τι είναι μηχανικοί έχει μία βάση οπωσδήποτε. Και εμείς το έχουμε προσπαθήσει να φέρουμε σχολεία παλιότερα, αλλά όχι με συστηματικό τρόπο. Το κακό είναι στην Ελλάδα πολλές ιδέες πέφτουνε, αλλά δεν υπάρχει κάποια συστηματική κατεύθυνση προς αυτές τις ιδέες κι έτσι κάποιες προσπάθειες χάνονται.

Όσον αφορά το επάγγελμα, είχαμε μια πολύ καλή ανάλυση για την καταγραφή της υπάρχουσας κατάστασης του θεσμικού πλαισίου εφαρμογής του επαγγέλματος του χημικού μηχανικού και από τον κύριο Κρεμαλή, που ήταν μία εκτενής παρουσίαση και νομίζω ότι θα μπορούσε να αποτελέσει δύο εισηγήσεις ουσιαστικά, γιατί ήταν μία πολύ μεγάλη εισήγηση. Αναφέρθηκε και στο υφιστάμενο πλαίσιο, αλλά και σε προτάσεις για την αναμόρφωση αυτού του πλαισίου. Στη συνέχεια και από το συνάδελφο από το Σύλλογο είχαμε μία πολύ ωραία εισήγηση για τις ιδέες για την αναμόρφωση κυρίως του εκπαιδευτικού πλαισίου σύμφωνα με τις επιταγές της αγοράς, αλλά όχι στοχεύοντας και ακολουθώντας αυτές τις επιταγές, αλλά βασιζόμενοι στην ενίσχυση της βάσης της εκπαίδευσης του χημικού μηχανικού.

Μπορώ να σημειώσω ακόμα τις εισηγήσεις για τις σπουδές που ήταν πολύ καλές για τη σύγκριση των προγραμμάτων σπουδών του κυρίου Μπατή, που αναφέρθηκε στις σπουδές του χημικού μηχανικού σε συνδυασμό με τις ευκαιρίες απασχόλησης. Έτσι επιγραμματικά αναφέρω κάποια πράγματα που έχω συγκεντρώσει σα σημαντικά. Σημαντικές είναι, όπως ακούστηκε, και οι πρακτικές ασκήσεις των φοιτητών, κάτι που κι εμείς δεν το ζήσαμε. Τις κάναμε τότε λίγο-πολύ στις χρονιές που εκπαιδευτήκαμε, το κάναμε πιο πολύ από προσωπική πρωτοβουλία παρά από κάποιο συστηματικό πρόγραμμα. Βέβαια, υπήρχαν κάποιοι τυχεροί που είχαν κάποιες απασχολήσεις και στο εξωτερικό. Ήταν κάτι πολύ σημαντικό, γιατί δημιουργήθηκε μια τόνωση στο ενδιαφέρον, άμα γίνεται συστηματικά, των νέων που σπουδάζουν πια στη Σχολή. Τώρα, από κει και πέρα, με ποιον τρόπο η βιομηχανία θα καταλάβει τη σημαντικότητα αυτής της άσκησης, πώς θα την πλησιάσει ώστε να ζητάει περισσότερους, εδώ στην Αθήνα το πρόβλημα νομίζω το βλέπουμε μόνο ποσοτικά. Προφανώς, οι πιθανότητες απασχόλησης είναι πολύ μεγαλύτερες εδώ πέρα από ένα περιφερειακό πανεπιστήμιο που έχει μικρό περίγυρο μηχανικών γύρω του κι έτσι στην Πάτρα πολύ λιγότερο ή και στην Θεσσαλονίκη ακόμα η απασχόληση αυτή να είναι λίγο προβληματική από την βιομηχανία, γιατί η βιομηχανία δεν είναι υπαρκτή.

Κάτι που δεν άκουσα εδώ πέρα και το νιώθουμε εμείς έντονα στην Θεσσαλονίκη είναι η έντονη αποβιομηχάνιση που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια. Υπάρχουν πάρα πολλές μεγάλες βιομηχανίες που κλείνουνε, βιομηχανίες που στήριξαν παραδοσιακά τον κλάδο δεν υπάρχουν πια και δεν αντικαθίστανται από τίποτα. Ευτυχώς, η εκπαίδευση των χημικών μηχανικών είναι ευέλικτη κι έχει δώσει αρκετά εφόδια στους νέους χημικούς μηχανικούς, ώστε να αποκτήσουν  μία διαφορετικότητα, μία διαφοροποίηση στην απασχόλησή τους κι έτσι να βρούνε πρόσφορο έδαφος, όπως ακούσαμε, και στην οργάνωση διαχείριση έργων, όπως το ΕΠΑΝ, και στην οργάνωση προγραμμάτων και στην αξιοποίησή τους τελικά σε διοικητικούς τομείς, όπου σαν έξυπνοι άνθρωποι μπορούν να αντεπεξέλθουν περισσότερο από κάθε άλλον, λόγω της ευρύτητας του πεδίου που έχουν εκπαιδευτεί.

Ακούσαμε βέβαια και άλλες πιθανότητες επαγγελματικής απασχόλησης διαφορετικές. Ένα παράδειγμα ήταν που παρουσιάστηκε μόνο για τα μνημεία, αλλά νομίζω ότι θα μπορούσαν να παρουσιαστούν και πολλές ακόμα διαφορετικές απασχολήσεις των χημικών μηχανικών, τις οποίες δεν τις είδαμε εδώ πέρα, αλλά σίγουρα υπάρχουν. Αναφέρθηκε το περιβάλλον, η αυτοδιοίκηση σαν πιθανές απασχολήσεις. Τώρα, η τράπεζα δεν ξέρω πόσο σχετικό είναι και πόσο βοηθάει το υπόβαθρο. Στο Χρηματιστήριο ίσως. Ξέρω κι εγώ αρκετούς μηχανικούς, οι οποίοι με το background του χημικού μηχανικού εφαρμόζουν μοντέλα πρόβλεψης, μοντέλα που βοηθάνε στην αξιολόγηση επενδύσεων. Αυτό ακριβώς ήταν που αναφέρθηκε από την κυρία Αραμπατζή για την Διαχειριστική Αρχή του ΕΠΑΝ. Ήταν πολύ ευχάριστο. Μας είπε ότι έχει ένα 35% χημικών μηχανικών από τους υπόλοιπους μηχανικούς που απασχολεί η υπηρεσία της. Έχει και προκήρυξη πρόσφατα, αλλά δεν το είχα προσέξει ότι απευθύνεται και σε χημικούς μηχανικούς.

Με συγχωρείτε αν ξέχασα κανέναν για όλα αυτά που ανέφερα. Ήταν πάρα πολλά αυτά που ακούσαμε. Προσπάθησα να συγκεντρώσω τα πιο τυπικά. Βέβαια, θα κοιτάξουμε να μαζέψουμε και τις υπόλοιπες εισηγήσεις, όσες είναι γραπτές, και να προσπαθήσουμε να κάνουμε μια πιο συστηματική καταγραφή του τι ακούστηκε εδώ πέρα και να μας βοηθήσει στην τελική συζήτηση και διαμόρφωση ενός συμπεράσματος.

Κα ΜΩΡΟΠΟΥΛΟΥ (Ομιλία μακριά από το μικρόφωνο)

Κος ΠΑΓΙΑΤΑΚΗΣ (Ομιλία μακριά από το μικρόφωνο)

Κος ΒΟΥΤΕΤΑΚΗΣ (Μέλος ΕΕΕ ΧΜ / ΤΕΕ):

Σας ευχαριστούμε πολύ για την παρουσία σας στη σημερινή συνεδρίαση.