TEE

ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΑΣ

1 Ιουνίου 2001

Το ενδεχόμενο μιας νέας κατολίσθησης στη Μαλακάσα κρατά σε «επιφυλακή» τους γεωτεχνικούς

Η περίπτωση μιας νέας ευρύτερης πιθανής κατολίσθησης στη Μαλακάσα, εξετάζεται με απόλυτη σοβαρότητα από τους ειδικούς επιστήμονες. Αν και τα έργα που έγιναν στην περιοχή για τη σταθεροποίηση του εδάφους και ειδικότερα τα στραγγιστικά, θεωρούνται τα πλέον σωστά και επιβεβλημένα, οι επιστήμονες δεν εφησυχάζουν.

«Πρέπει να αναλύσουμε την περίπτωση μιας μελλοντικής κατολίσθησης» υπογραμμίζουν ο καθηγητής του ΕΜΠ κ. Ι. Βαρδουλάκης και ο Πολιτικός Μηχανικός κ. Ι. Γεωργόπουλος, σε εισήγησή τους στο 4ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γεωτεχνικής και Γεωπεριβαλλοντικής Μηχανικής, οι εργασίες του οποίου ολοκληρώθηκαν σήμερα στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.

«Η μελέτη του σεναρίου αυτού αφορά σε μία πιθανή επέκταση της ρίζας της κατολίσθησης υψηλότερα από τη θέση της τελευταίας κατολίσθησης» επισημαίνουν.

Οι δυο επιστήμονες που μελετούν συστηματικά την περιοχή, θυμίζουν ότι η κατολίσθηση της 18ης Φεβρουαρίου 1995 ήταν ευρύτερη και βαθύτερη από μιαν άλλη που σημειώθηκε στο ίδιο ακριβώς σημείο το 1968. Αξιοποιώντας την μέθοδο της «κινηματικής αλυσίδας», επιβεβαιώνουν την σημαντικότητα των στραγγιστηρίων που κατασκευάστηκαν τα τελευταία χρόνια στην περιοχή και μέσω των οποίων εκτονώνεται η πίεση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, ωστόσο διατυπώνουν την ανησυχία τους επειδή με τη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα σε υψηλά επίπεδα, το πρανές φθάνει και πάλι σε κατάσταση οριακής ισορροπίας.

«Για την οριστική, όμως, εκτίμηση της θέσης του υδροφόρου ορίζοντα και την εκτίμηση του συντελεστή ασφαλείας απέναντι σε τέτοια σενάρια, θα χρειαστεί να αναμένουμε την μετεπεξεργασία των αποτελεσμάτων και μετρήσεων που θα προκύψουν στο μέλλον από τη λειτουργία του κατασκευασθέντος στραγγιστηρίου» καταλήγουν στην εισήγησή τους.

Η κατολίσθηση που σημειώθηκε τον Φεβρουάριο του 1995 είχε μέγιστο μήκος 300 μέτρα και πλάτος 240 μέτρα, ενώ το μέσο βάθος ήταν περίπου 25-30 μέτρα, ενώ στένευε σημαντικά στο σημείο που συναντούσε την Εθνική Οδό.

Στην περιοχή και κατά τα την περίοδο των έργων εξυγίανσης και αποκατάστασης της πλαγιάς, έγιναν συνολικά 31 ερευνητικές γεωτρήσεις στις οποίες τοποθετήθηκαν ειδικές συσκευές μέτρησης της πίεσης, αλλά και σταθερά τοπογραφικά σημεία, για τη συστηματική πλέον παρακολούθηση. Αποτυπώθηκαν επίσης συνολικά 156 ρωγμές του εδάφους.

Το φαινόμενο των κατολισθήσεων στον ελλαδικό χώρο – και ειδικότερα σε περιοχές όπου έχουν κατασκευαστεί ή κατασκευάζονται μεγάλα έργα – απασχόλησε ιδιαίτερα το συνέδριο που οργάνωσαν το ΤΕΕ και η Ελληνική Επιστημονική Εταιρεία Εδαφομηχανικής και Θεμελιώσεων, καθώς είναι ένα πρόβλημα που όλο και συχνότερα εμφανίζεται.

Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα που απασχόλησε τους συνέδρους ήταν αυτό των σεισμών.

Ιδιαίτερα ενθαρρυντικά είναι τα στοιχεία επιστημονικής ανάλυσης του καταστροφικού σεισμού της 7ης Σεπτεμβρίου 1999 για το Μετρό της Αθήνας, που παρουσιάστηκαν από τον καθηγητή του ΕΜΠ κ. Γ. Γκαζέτα και τους Πολιτικούς Μηχανικούς κα. Ε. Πρωτόπαπα και κ. Ν. Γερόλυμπο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, μεταξύ άλλων, στα συμπεράσματά τους σημειώνουν:

«Όθεν αναδύεταιο σαφώς υπέρ της ασφάλειας σχεδιασμός των σταθμών του Μετρό Αθηνών».

Συμπέρασμα που βασίζεται στα στοιχεία που συγκέντρωσαν και από τα οποία προκύπτει ότι οι σεισμικές επιταχύνσεις στις οποίες υποβλήθηκαν αρκετοί από τους σταθμούς, υπερέβησαν την επιτάχυνση του σχεδιασμού τους ! Παρόλα αυτά, ο καταστροφικός σεισμός δεν προκάλεσε καμία βλάβη στις κατασκευές του Μετρό.

Οι επιστήμονες δηλώνουν ευτυχείς γιατί λίγους μήνες πριν τον σεισμό είχαν εγκατασταθεί από το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο Αθηνών οκτώ επιταχυνσιογράφοι σε έξη σταθμούς του Μετρό, με συνέπεια να υπάρχουν πολύτιμες καταγραφές, που μπορούν να αξιοποιηθούν από τους επιστήμονες για συστηματική μελέτη της πραγματικότητας και αξιοποίησή τους στην περαιτέρω βελτίωση της αντισεισμικής θωράκισης της πόλης και των κατασκευών.

Ο σταθμός των Σεπολίων ήταν αυτός που υπέστη την ισχυρότερη δόνηση, υπογραμμίζουν οι επιστήμονες, ενώ ισχυρότατες καταγραφές βρέθηκαν και στον επιταχυνσιογράφο στο Μοναστηράκι.

Σε άλλη εισήγηση (της Πολιτικού Μηχανικού κ. Θ. Τραβασάρου και του καθηγητή του ΕΜΠ κ. Γ. Γκαζέτα) υπογραμμίζεται ότι η υποθαλάσσια σήραγγα του Μαλιακού κόλπου θα απαιτούσε σημαντικά έργα βελτίωσης του βυθού (καθώς συντίθεται από εξόχως μαλακό αργιλικό σχηματισμό), ενώ λόγω της γειτνίασης της περιοχής με σημαντικά σεισμικά ρήγματα και με επίκεντρα που έχουν δώσει ιστορικά πολύ μεγάλους σεισμούς, θα έπρεπε το έργο να σχεδιαστεί και να κατασκευαστεί κατά τρόπο που να μπορούσε να απορροφήσει στους αρμούς ακόμη και μετακινήσεις 15-20 εκατοστών !