ΑΡΘΡΟΝ-99
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΖΟΜΕΝΑΙ ΕΙΣ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΟΜΗΣΕΩΣ
Αποχωρητήρια - Βόθροι - Υπόνομοι.

1. Εις πάσαν κατοικίαν και εν γένει εις έκαστον ιδιαίτερον διαμέρισμα πρέπει να υπάρχη τουλάχιστον εν αποχωρητήριον.
2. Ομοίως εις πάντα χώρον εργασίας (γραφείον, εργαστήριον, κατάστημα και παρομοίους χώρους) επιβάλλεται να υπάρχη ο ανάλογος αριθμός αποχωρητηρίων.
3. Αι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 αφορούν και εις υφιστάμενα κτίρια.
4. Εφ' όσον προ των κτιρίων διέρχεται υπόνομος εν λειτουργία απαγορεύεται απολύτως η κατασκευή οιουδήποτε βόθρου στεγανού ή απορροφητικού τα δε λύματα των κτιρίων δέον όπως διοχετεύωνται απ' ευθείας και άνευ της μεσολαβήσεως οιουδήποτε βόθρου ει μη μόνον μηχανικού σίφωνος προς τον υπόνομον. Η δαπάνη της συνδέσεως βαρύνει τους ιδιοκτήτας. Η εργασία της συνδέσεως εκτελείται υπό του εντεταλμένου φορέως κατασκευής και συντηρήσεως των υπονόμων της περιοχής.
5. 'Οπου δεν τυγχάνει δυνατή η κατά την παράγραφον 4 αποχέτευσις των λυμάτων εις υπόνομον επιβάλλεται η κατασκευή στεγανών βόθρων προς συγκέντρωσιν των λυμάτων.
Οι στεγανοί βόθροι πρέπει να ανταποκρίνωνται εις τους ακολούθους γενικούς κανόνες:
α) Τα τοιχώματα αυτών να είναι αδιαπέραστα υπό των υγρών.
β) Να κατασκευάζωνται στόμια καθαρισμού και επισκέψεως ερμητικώς κλειόμενα.
γ) Να εξασφαλίζεται ο εξαερισμός του βόθρου.
δ) Να απέχη των τοίχων ή θεμελίων παντός εν τη περιοχή κτιρίου ως και των ορίων των οικοπέδων απόστασιν επιτρέπουσαν την διαπίστωσιν της στεγανότητος αυτού και πάντως ουχί μικροτέραν του ενός μέτρου.
6. Κατ' εξαίρεσιν η Αρχή δύναται να επιτρέψη την κατασκευήν απορροφητικών βόθρων εντός των οποίων θα διοχετεύωνται τα λύματα μέσω των κατά την προηγουμένην παράγραφον 5 στεγανών βόθρων εφ' όσον εις την υπ' όψιν περιοχήν δεν υφίστανται υπόνομοι και εφ'όσον οι απορροφητικοί ούτοι βόθροι κατασκευάζονται εις ικανήν απόστασιν από των θεμελίων ή τοίχων παντός εν τη περιοχή κτιρίου αι συνθήκαι δε υδρεύσεως δύνανται να επιτρέψουν τούτο. Η ελαχίστη απόστασις απορροφητικού βόθρου από των θεμελίων ή τοίχων παντός κτιρίου είναι κατά το ήμισυ του βάθους αυτού παντώς ουχί μικροτέρα των 5 μ. δια μαλακά γαιώδη εδάφη, των 3 μέτρων δια ημιβραχώδη ή κροκαλοπαγή και 1,50 μέτρων δια συμπαγή βράχον. Απορροφητικός βόθρος εντός του προκηπίου απαγορεύεται.
7. Πραγματοποιουμένης της συνδέσεως του συστήματος αποχετεύσεως κτίρου τινός μετά του δικτύου αποχετεύσεως, δέον όπως αχρηστεύωνται μερίμνη και δαπάναις των ιδιοκτητών, τυχόν υφιστάμενοι βόθροι απορροφητικοί ή στεγανοί ή και μη αναγκαιούν εσωτερικόν δίκτυον αποχετεύσεων. Η ως άνω αχρήστευσις δέον να πραγματοποιήται δια πλήρους εκκενώσεως των βόθρων, και δια πληρώσεως αυτών δια καθαρών γαιών, λιθορριπής, σκυροδέματος κλπ.
8. Εις περίπτωσιν υπάρξεως οιασδήποτε βλαπτικής ενεργείας απορροφητικού ή στεγανού βόθρου συνισταμένης είτε εις διύγρανσιν των τοίχων, είτε εις δυσμενή επίδρασιν επί των θεμελίων παρακειμένου κτιρίου, είτε εις δημιουργίαν ανθυγιεινών συνθηκών εν τη περιοχή αυτού, διατάσσεται υπό της Αρχής η άμεσος αποκατάστασις της βλάβης ή και αχρήστευσις του βόθρου.
9. Η διαπίστωσις της κατά την παράγραφον 8 οιασδήποτε βλαπτικής ενεργείας γίνεται υπό δύο ιδιωτών διπλωματούχων μηχανικών ή αρχιτεκτόνων, ή τούτων μη υφισταμένων εν τη περιοχή υπό δύο πτυχιούχων υπομηχανικών, συντασσομένης προς τούτο εκθέσεως υποβαλλομένης εις την αρμοδίαν πολεοδομικήν υπηρεσίαν και κοινοποιουμένης προς τον κύριον του ακινήτου, ένθα ο προξενών την βλάπτικήν ενέργειαν απορροφητικός ή στεγανός βόθρος.
10. Η Αρχή εντός δέκα (10) ημερών από της λήψεως της εκθέσεως τάσσει δι' εγγράφου της κοινοποιουμένου δια του οικείου αστυνομικού τμήματος προθεσμίαν εις τον υπόχρεον κύριον, μη υπερβαίνουσαν τας δέκα (10) ημέρας δια την έναρξιν των εργασιών αποκαταστάσεως ή αχρηστεύσεως των ως άνω βόθρων και κατασκευής νέων στεγανών, τακτήν δε προθεσμίαν δια την περάτωσιν των εργασιών.
11. Ο προς ον η κοινοποίησις κύριος δύναται να υποβάλη εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από της προς αυτόν κοινοποιήσεως ένστασιν προς την αρμοδίαν πολεοδομικήν υπηρεσίαν είτε απ' ευθείας είτε μέσω του πλησιεστέρου αστυνομικού τμήματος. Η υποβολή της ενστάσεως αναστέλλει την εκτέλεσιν του κατά την παράγραφον 10 εγγράφου της Αρχής.
12. Επί της ενστάσεως αποφαίνεται οριστικώς και αμετακλήτως ο Προϊστάμενος της αρμοδίας Πολεοδομικής Αρχής, δι'ητιολογημένης αυτού εκθέσεως κατόπιν εξετάσεως οιωνδήποτε κατά την κρίσιν του αναγκαίων στοιχείων ως και διενεργείας αυτοψίας.
Δια της ως άνω αποφάσεως τάσσεται νέα προθεσμία προς εκτέλεσιν των υπό ταύτης κρινομένων ως εκτελεστέων εργασιών, ήτις δεν δύναται να είναι μείζων της εν τη παραγράφω 10 προθεσμίας άρχεται δε από της κοινοποιήσεως της επί της ενστάσεως αποφάσεως.
13. Η κατά την παράγραφον 12 απόφασις του Προϊσταμένου κοινοποιείται προς άπαντας τους ενδιαφερομένους δια του οικείου Αστυν. τμήματος.
14. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογήν και επί υφισταμένων κτιρίων. Επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 8 η Αρχή τάσσει κατά περίπτωσιν εύλογον προθεσμίαν προς συμμόρφωσιν των υποχρέων.
15. 'Οπου εν τω παρόντι άρθρω προβλέπονται κοινοποιήσεις προς τον κύριον του ακινήτου αι τοιαύται κοινοποιήσεις δύνανται να γίνουν εν απουσία τούτου είτε προς τον ψιλόν κύριον είτε προς τον επικαρπωτήν του ακινήτου είτε προς τον οιονδήποτε νομέα τούτου. 'Απαντες οι ανωτέρω τυγχάνουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνοι δια τας υπό του παρόντος άρθρου απορρεούσας υποχρεώσεις.
16. Ο παραβαίνων οιανδήποτε διάταξιν του παρόντος άρθρου ή και ο μη συμμορφούμενος προς τας δυνάμει του παρόντος άρθρου εκδιδομένας αποφάσεις της αρμοδίας Πολεοδομικής Υπηρεσίας εντός των υπ' αυτής τασσομένων προθεσμιών τιμωρείται κατά το άρθρον 458 του Ποινικού Κώδικος.